«Η κυκλοφορία πεζών στην Ερμούπολη πρέπει να γίνεται με κράνος. Όλο και κάτι θα φάμε στο κεφάλι», αναφέρει ένα σχόλιο σε μια ομάδα γεμάτη με φωτογραφίες ερειπωμένων αρχοντικών που αναρτώνται καθημερινά από τα μέλη της.
Το σχόλιο που δημοσιεύθηκε τον φετινό Ιούλιο μάλλον αναφέρεται στο περιστατικό του περασμένου Φεβρουαρίου, όταν ο πρώτος όροφος ενός διατηρητέου κτιρίου στο κέντρο της Ερμούπολης κατέρρευσε, ή στο ότι τον Δεκέμβρη του 2019 κατέρρευσε τμήμα ενός άλλου κτιρίου κοντά σε σχολεία.
Είναι γνωστό πως η Σύρος ξεχωρίζει για τον αρχιτεκτονικό της πλούτο, για την κληρονομιά των εύπορων οικογενειών που έζησαν στο νησί κατά τον 19ο αιώνα κυρίως. Το τοπίο της πρωτεύουσας των Κυκλάδων συνθέτουν νεοκλασικά και βιομηχανικά κτίρια, στην Άνω Σύρο επιβιώνει ένας μεσαιωνικός οικισμός, ενώ πιο έξω στέκονται επαύλεις διάσπαρτες, «όλα αυτά μαζί, σ’ ένα μικρό νησί των Κυκλάδων που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της νεότερης Ελλάδας», υπενθυμίζει ένας δραστήριος κάτοικος του νησιού.
Σήμερα εκατοντάδες από αυτά τα κτίρια βρίσκονται υπό κατάρρευση. Αυτήν τη στιγμή τα ερείπια είναι περισσότερα από 1.000 σε αριθμό. «Πολλά είναι κηρυγμένα διατηρητέα, ανάμεσά τους υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός χαρακτηριστικών κτιρίων λαϊκής αρχιτεκτονικής κι άλλα είναι απλώς αξιόλογα. Στη θλιβερή εικόνα που προκαλεί η εγκατάλειψη ενός τέτοιου πλούτου, προστίθεται και η ανησυχία για την πρόκληση σοβαρού ατυχήματος από την πτώση μαρμάρινων προσόψεων και αετωμάτων ή ακόμα και ολόκληρων κτισμάτων».
«Έχουμε οδηγηθεί σε έναν κύκλο μιζέριας και μαρασμού λόγω της γραφειοκρατίας και του αρνητισμού, επικρατεί ερημοποίηση και επικινδυνότητα αντί για προστασία και αξιοποίηση. Τι άλλο πρέπει να συμβεί για να κινητοποιηθούμε;»
Πριν από περίπου έναν χρόνο, ο οικονομολόγος Χάρης Βεκρής δημιούργησε στο Facebook την ομάδα με τίτλο «Τα νεοκλασικά της Σύρου εκπέμπουν SOS», που σήμερα μετράει 3.600 μέλη και «έχει ήδη προσφέρει σημαντικά στην κινητοποίηση της τοπικής κοινωνίας», κατά τον δημιουργό της.
«Οι φωτογραφίες ερειπωμένων αρχοντικών που αναρτώνται καθημερινά από τα μέλη της ομάδας αποτυπώνουν ξεκάθαρα το μέγεθος του προβλήματος, ξεπερνώντας κατά πολύ την αίσθηση που είχε ο καθένας μας γνωρίζοντας μόνο την κατάσταση στην ευρύτερη γειτονιά του». Κατά τη διάρκεια του δεύτερου lockdown, η ομάδα διοργάνωσε δύο διαδικτυακές συναντήσεις μέσω Webex, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Σύλλογος Μελετητών Μηχανικών Νομού Κυκλάδων παρουσίασε τις πτυχές του προβλήματος στους συμμετέχοντες, μεταξύ των οποίων ήταν ο χωρικός αντιπεριφερειάρχης Κυκλάδων, ο δήμαρχος Σύρου-Ερμούπολης, αντιδήμαρχοι, η συντονίστρια της MONUMENTA, μέλη του Δ.Σ. του Πανελληνίου Συλλόγου Ιδιοκτητών Διατηρητέων Κτιρίων και Μνημείων και πολλοί ιδιοκτήτες διατηρητέων κτιρίων.
«Όπως αναδείχθηκε ξεκάθαρα, το βασικό πρόβλημα είναι οι εγκρίσεις που απαιτούνται από το υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού. Για να εγκριθεί η αρχιτεκτονική μελέτη χρειάζεται γνωμοδότηση από την αρμόδια Εφορεία, για παράδειγμα από τη Νεωτέρων Μνημείων για την Ερμούπολη και από τη Βυζαντινών Αρχαιοτήτων για την Άνω Σύρο.
Χρειάζεται επίσης απόφαση από το τοπικό συμβούλιο ή, σπανιότερα, αν το έργο είναι μεγαλύτερο, από το κεντρικό συμβούλιο και, τελικά, η οριστική έγκριση από την αρμόδια Εφορεία. Παράλληλα, πρέπει να πάρει έγκριση και από το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής. Αν έχει έγκριση κι από τα δύο γνωμοδοτικά όργανα και αυτές συμφωνούν, τότε μπορεί κανείς να απευθυνθεί στην τοπική πολεοδομία για έκδοση της άδειας.
Αυτή η γραφειοκρατική διαδικασία απαιτεί από δύο έως τέσσερα έτη. Αν συνυπολογίσουμε το χρονικό διάστημα της κατασκευής και αποκατάστασης του κτιρίου, νομίζω ότι γίνεται εύκολα αντιληπτό πως δύσκολα θα μπει κάποιος σε αυτή την περιπέτεια, ανεξαρτήτως του αν έχει τα χρήματα να το κάνει ή όχι».
Ο Σύλλογος Μελετητών Μηχανικών Νομού Κυκλάδων πρότεινε τη δημιουργία ενός διευρυμένου συμβουλίου αρχιτεκτονικής -με τη συμμετοχή και του υπουργείου Πολιτισμού- που θα συνεδριάζει στη Σύρο, μια υπηρεσία «one stop shop» που θα αποφασίζει σε πολύ συντομότερο χρονικό διάστημα.
«Ο Σύλλογος προσπαθεί εδώ και δεκαετίες να συμβάλει στη λύση του προβλήματος, απευθυνόμενος δυστυχώς σε ώτα μη ακουόντων. Αν καταφέρναμε να συντομεύσουμε αυτή την αδικαιολόγητη καθυστέρηση, η Ερμούπολη και η Άνω Σύρος έχουν τόσο μεγάλη δυναμική, που σε συνδυασμό με κάποια χρηματοδοτικά εργαλεία είναι σίγουρο πως σε λιγότερο από τέσσερα με πέντε χρόνια το τοπίο στο νησί θα άλλαζε άρδην. Θα μπορούσε να σωθεί σημαντικό ποσοστό από τον κτιριακό πλούτο, θα μειώνονταν οι πιθανότητες ατυχήματος, θα υπήρχε αισθητή βελτίωση των δεικτών της τοπικής οικονομίας», κατά τον Χάρη Βεκρή.
Στις 3/2/2021, μετά την πτώση του πρώτου ορόφου ενός διατηρητέου κτιρίου στο κέντρο της Ερμούπολης κι έπειτα από τις έντονες διαμαρτυρίες των μελών της ομάδας, πραγματοποιήθηκε τηλεδιάσκεψη μεταξύ του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, του δήμου Σύρου-Ερμούπολης, του Συλλόγου Μελετητών Μηχανικών Νομού Κυκλάδων και του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Κυκλάδων.
«Σε αυτή τη διαδικτυακή συνάντηση η υπουργός Πολιτισμού υποσχέθηκε πως θα προχωρήσει σε νομοθετική ρύθμιση που θα αφορά στη συγκρότηση ad hoc ενός ενιαίου συμβουλίου, πιλοτικά στις δύο περιφέρειες που έχουμε μείζονα προβλήματα, τις Κυκλάδες και τη Δυτική Μακεδονία, το οποίο θα αποτελείται από στελέχη του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και νομικούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Να δημιουργηθεί, δηλαδή, υπηρεσία μιας στάσης, που θα εγκρίνει τις αρχιτεκτονικές και άλλες επεμβάσεις στα κτίρια».
Η μεγάλη χρονική καθυστέρηση γνωμοδότησης του υπουργείου Πολιτισμού επί μελετών κτιριακών έργων αποτελεί το βασικότερο αντικίνητρο ιδιοκτητών και δυνητικών επενδυτών για να ασχοληθούν με τα ακίνητα στην Ερμούπολη, τονίζει ο πολιτικός μηχανικός και πρόεδρος του Συλλόγου Μελετητών Μηχανικών Νομού Κυκλάδων Μηνάς Μπουγιούρης.
«Οι συνέπειες αυτού του γεγονότος είναι οδυνηρές για τον πλούτο της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς που καταρρέει, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ερμούπολης. Η εικόνα της πόλης σε αρκετά σημεία είναι αποκαρδιωτική. Αξιόλογα και διατηρητέα κτίρια της πόλης εγκαταλείπονται, καθώς οι πολίτες αρνούνται να μπουν σε μία ατέρμονη γραφειοκρατική διαδικασία αδειοδότησης για να επέμβουν σ’ αυτά».
Μετά το 2005, όταν μεγάλο τμήμα της Ερμούπολης κηρύχθηκε ιστορικός τόπος, η κατάσταση άρχισε να χειροτερεύει, καθώς εκτός των άλλων σοβαρών θεμάτων -της πολυιδιοκτησίας, του κόστους αποκατάστασης, της οικονομικής κρίσης- ήρθε και η γραφειοκρατική διαδικασία αδειοδότησης.
«Χίλια ερείπια είναι χίλιες πληγές στο σώμα της πόλης που δεν ξέρεις πώς θα εξελιχθούν», λέει ο πολιτικός μηχανικός, «με τόσα ερείπια η πιθανότητα σοβαρού τραυματισμού δεν είναι μικρή».
Το θέμα των ετοιμόρροπων κτιρίων της Ερμούπολης είναι ένα θέμα σημαντικό και με πολλές παραμέτρους, ταυτόχρονα όμως είναι και μια μεγάλη ευκαιρία να γυρίσει σελίδα το νησί της Σύρου, κατά τον ίδιο.
«Το παράδοξο είναι ότι αναφερόμαστε σε έναν τόπο που λόγω της μοναδικότητάς του προκαλεί μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον για αγορά-αξιοποίηση ακινήτων (μόνιμη ή παραθεριστική κατοικία, ακίνητο επένδυσης, τουριστική χρήση, εμπορική χρήση στο κέντρο της πόλης), ακόμη και σήμερα εν μέσω πανδημίας. Το να κατοικήσει ή να δραστηριοποιηθεί κάποιος σε αυτόν τον τόπο είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Παρ' όλα αυτά έχουμε οδηγηθεί σε έναν κύκλο μιζέριας και μαρασμού λόγω της γραφειοκρατίας και του αρνητισμού, επικρατεί ερημοποίηση και επικινδυνότητα αντί για προστασία και αξιοποίηση. Τι άλλο πρέπει να συμβεί για να κινητοποιηθούμε;
Επιθυμούμε να δημιουργηθεί ένα σύστημα ελέγχου ευέλικτο, λειτουργικό, σύγχρονο, που να καλύπτει τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του τόπου, ώστε η δραστηριοποίηση στην Ερμούπολη και στην Άνω Σύρο να είναι δελεαστική, όχι αποτρεπτική. Θεωρούμε αυτονόητο το ότι πρέπει να προστατευτεί και να αναδειχθεί ο χαρακτήρας του τόπου.
Τονίζουμε όμως την παράμετρο του χρόνου ως εξίσου σημαντική με την οικονομική, δεν μπορείς να επιχειρείς με προοπτική πενταετίας, αυτό το χρονοδιάγραμμα έχει καταστροφικά αποτελέσματα και τα ζούμε καθημερινά στην Ερμούπολη. Η προστασία ταυτίζεται με την αποκατάσταση και την επανάχρηση, ουσιαστικά με τη ζωή. To πλέον σημαντικό είναι να αφήσουμε πίσω μας τον γραφειοκρατικό μεσαίωνα και να περάσουμε στη γραφειοκρατική αποτελεσματικότητα».
Η τελευταία συνάντηση του Συλλόγου Μελετητών Μηχανικών Νομού Κυκλάδων με την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη έγινε στις 23/9/2021. Οι προτάσεις τους δεν έγιναν αποδεκτές «ούτε σε επίπεδο φιλοσοφίας, πόσο μάλλον σε επίπεδο λεπτομερειών και εφαρμογής».
Αντί επιτροπής μίας στάσης με έδρα το νησί για τα μη κηρυγμένα μνημεία, θα διατηρηθεί το ίδιο σύστημα πολλών επιμέρους βημάτων διευρυμένο κατά δύο άτομα, δηλαδή από εντεκαμελές το συμβούλιο θα γίνει δεκατριαμελές, με το ένα από τα δύο νέα μέλη να προέρχεται από την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου.
«Δεν συμμεριζόμαστε την αισιοδοξία που υπάρχει ως προς την επιτυχία της εν λόγω τροποποίησης, δεν αντιλαμβανόμαστε από πού πηγάζει αυτή και φυσικά δεν μας βρίσκει σύμφωνους αυτή η εξέλιξη. Εντελώς διαφορετικά μηνύματα είχαν σταλεί τον Φεβρουάριο από τους ίδιους συμμετέχοντες».
Ο αρχιτέκτονας και μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου Μελετητών Μηχανικών Νομού Κυκλάδων Γιώργος Ευριπιώτης θεωρεί ότι η πρόταση που παρουσιάστηκε από την υπουργό Πολιτισμού αποτελεί ουσιαστικά μη πρόταση.
«Διαιωνίζει την παθογένεια της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων και μάλιστα την εντείνει, δεν αποτελεί λύση, μιας και ο όγκος των συσσωρευμένων φακέλων είναι αδύνατον να διεκπεραιωθεί από τους συναδέλφους του υπουργείου που είναι μόνο πέντε και καλούνται να χειριστούν εκατοντάδες σχετικούς φακέλους. Θα έπρεπε να γίνει μια επωφελής συνάντηση μεταξύ των συναδέλφων του ΥΠ.ΠΟ., των μελετητών μηχανικών και των μελών των συμβουλίων αρχιτεκτονικής».
Σχετικά με την πρόταση της υπουργού για τη δημιουργία ενός διαχρονικού μουσείου στον χώρο του πρώην Λοιμοκαθαρτηρίου Σύρου στα Λαζαρέτα, ο Χάρης Βεκρής βρίσκει πως είναι μια πολύ ωραία ιδέα αλλά εκτός πραγματικότητας. «Το κτίριο, που χτίστηκε το 1839 υπό την εποπτεία του Βίλχελμ φον Βάιλερ, είναι έτοιμο να καταρρεύσει, τη στιγμή που εδώ και αρκετά χρόνια υπάρχει δικαστική διαμάχη για το ιδιοκτησιακό του καθεστώς.
Στο νησί υπάρχει σήμερα το Βιομηχανικό Μουσείο Ερμούπολης (πρώην εργοστάσιο Κατσιμαντή), που είναι παρατημένο στην τύχη του. Παραδίπλα, το βιωματικό μουσείο Σκαγιάδικο Aναιρούση είναι εδώ και καιρό κλειστό, λόγω επικινδυνότητας. Το Λαογραφικό Μουσείο στεγάζεται σε ένα πανέμορφο, αναπαλαιωμένο νεοκλασικό κτίριο και εδώ και χρόνια περιμένουμε να ανοίξει επιτέλους τις πόρτες του για το κοινό.
Όταν λοιπόν η κατάσταση στα μουσεία του νησιού είναι τέτοια, το να συζητάμε για τη δημιουργία ενός ακόμα μουσείου -που με αυτούς τους ρυθμούς θα χρειαστεί πάνω από 20 χρόνια για να ολοκληρωθεί- γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η πρόταση της υπουργού μοιάζει περισσότερο με πυροτέχνημα».