Βαθύς αναστεναγμός ανακούφισης. Αυτή είναι η κυρίαρχη οργανική αντίδραση – τα υπόλοιπα έπονται – κατά τη διάρκεια της αγχωτικής παρακολούθησης των δύο πρώτων επεισοδίων του νέου Twin Peaks. Μπορούμε μάλιστα να ανακοινώσουμε με δέος και συγκίνηση ότι δεν απογοητεύει. Και δεδομένης της εύλογης δυσπιστίας προς κάθε πολυδιαφημισμένο remake/ reboot / reunion παλιού και αγαπημένου προϊόντος – πόσο μάλλον για κάτι που κάποτε είχε φανεί τόσο καθοριστικό – , «δεν απογοητεύει» = «τα σπάει». Πρόκειται δηλαδή για μια φρέσκια και μεγεθυμένη εκδοχή του ίδιου παζλ, και όπως και με κάθε παζλ που κατασκευάζει προς μαζική τέρψη ο Ντέιβιντ Λιντς, σημασία έχει η ιδέα και η σύνθεση του παζλ, όχι η επίλυση του. Γι' αυτό ακριβώς και αποτελεί οξύμωρο σχήμα το να κάνεις «spoilers» στην πλοκή του Twin Peaks - λες και κάποιος που το έχει δει μπορεί να εξηγήσει σε κάποιον που δεν το έχει δει τι ακριβώς παίζεται. Ή σε ποιο ακριβώς είδος ανήκει: Διεστραμμένη σαπουνόπερα; Μαύρη κωμωδία; Αστυνομικό θρίλερ; Ιστορία (μεταφυσικού) τρόμου;
Τέτοια ερωτήματα έμειναν αναπάντητα και το 1990 που έληξε μάλλον άδοξα η πρώτη ύπαρξη της σειράς και παραμένουν χωρίς απάντηση και χωρίς νόημα ίσως, αφού όλη η ουσία βρίσκεται στη συντήρηση – πάντα με την αρωγή των θαυμαστά υποβλητικών εικαστικών εμπνεύσεων του Λιντς – μιας ατμόσφαιρας αρχέγονου μυστηρίου σε σύγχρονο σκηνικό που έχει πλέον έχει ξεφύγει από την κωμόπολη των Δίδυμων Κορφών και περιλαμβάνει γυρίσματα στο Μανχάταν, τη Νότια Ντακότα και το Λας Βέγκας. Όπου κι αν είναι όμως, το σκηνικό παραμένει σαγηνευτικά απειλητικό και ονειρικά (και κατά τόπους εφιαλτικά) απόκοσμο με τις χαρακτηριστικές πινελιές μινιμαλιστικής αφαίρεσης και ανωμαλίας και την απόλυτη αισθητική αντίληψη του δημιουργού του, είτε πρόκειται για τον πραγματικό κόσμο είτε για την διάσταση που βρίσκεται το καθαρτήριο του Μαύρου Ξενώνα, εκεί όπου έχει παραμείνει παγιδευμένος τα τελευταία 27 χρόνια ο Πράκτορας Κούπερ, ενώ έξω κυκλοφορεί ελεύθερο το Κακό Ομοίωμα του, δηλαδή ο ίδιος ο Κάιλ ΜακΛάχλαν αλλά με το μακρύ μαλλί του Διαβολικού Μπομπ και το ντύσιμο του Νίκολας Κέιτζ στην «Ατίθαση Καρδιά».
Μιλάμε για τη σειρά που έθεσε πρώτη την ατμόσφαιρα του οικεία αλλόκοτου και την αλφαβήτα του υπαρκτού σουρεαλισμού που τα τελευταία χρόνια κανιβαλίζουν τόσες και τόσες άλλες σειρές.
Όσο κι αν αντισταθεί κανείς στους νοσταλγικούς δεσμούς με τους χαρακτήρες του τότε, είναι δύσκολο να μην βιώσει την επιστροφή κάποιων από αυτούς ως ένα είδος ανέλπιστου reunion – καλοδεχούμενου και απειλητικού συγχρόνως, όπου μέρος της νοσηρής απόλαυσης είναι η αναζήτηση του ποιοι από τον παλιό θίασο θα εμφανιστούν τελικά και κυρίως πώς έχουν μεγαλώσει. Και είναι αρκετοί οι «επιζήσαντες» που εμφανίζονται ξανά έστω και με ελάχιστο χρόνο παρουσίας, αρκετό όμως για να κάνει κάποιος φευγαλέες σκέψεις για τον πανδαμάτωρ χρόνο και τα καπρίτσια του στην εμφάνιση των ανθρώπων. Ειδικά δε όταν πρόκειται για τον αδιαμφισβήτητο κεντρικό ήρωα της σειράς, τον Πράκτορα Κούπερ τον οποίο παρακολουθούμε σε κοντινά πλάνα στον πιλότο του νέου κύκλου επεισοδίων να στέκεται στο καθαρτήριο σαν παγωμένος στον χρόνο με το χαρακτηριστικό μαύρο κουστούμι του ενώ το βαμμένο κορακί μαλλί του κάνει το φρεσκοξυρισμένο και μεσήλικο πλέον πρόσωπό του να μοιάζει αφύσικα πρησμένο. Στην πολυθρόνα δίπλα του σ' αυτό το γνωστό φουαγιέ για την Κόλαση με τις βαριές κόκκινες κουρτίνες και το σχήμα στο μωσαϊκό που θυμίζει το «Spellbound» (Νύχτα Αγωνίας) του Χίτσκοκ, εξίσου βασανιστικά εντός και εκτός χρόνου, εμφανίζεται προς στιγμήν η Σέριλ Λι ως Λόρα Πάλμερ για να δηλώσει: «Είμαι νεκρή, κι όμως ζω».
Το νέο Twin Peaks όμως, παρότι δεν εγκαταλείπει φυσικά τους δεσμούς με τα παλιά, πάει για άλλα. Ακόμα κι αν δεν έχει δει ποτέ κάποιος κανένα από τα παλιά επεισόδια, ακόμα κι αν δεν του είναι καν γνωστή η ακολουθία με τις τρεις νότες (παμ – παμ, παμ) στην εισαγωγή του «εμβληματικού» μουσικού θέματος του Άντζελο Μπανταλαμέντι, μπορεί άνετα να παρακολουθήσει τις νέες πίστες που θα διανύσει για 18 επεισόδια, όλα σκηνοθετημένα από τον Λιντς, η σειρά, ασφαλής στην σκέψη ότι αυτή θα του επιφυλάξει τόνους αλλόκοτης ψυχαγωγίας και «wtf» στη νιοστή. Μιλάμε άλλωστε για τη σειρά που έθεσε πρώτη την ατμόσφαιρα του οικεία αλλόκοτου και την αλφαβήτα του υπαρκτού σουρεαλισμού που τα τελευταία χρόνια κανιβαλίζουν τόσες και τόσες άλλες σειρές. Υποθέτω μάλιστα με σχετική βεβαιότητα ότι πολλοί νεαροί θεατές, γαλουχημένοι με τη σύγχρονη φουρνιά της αποκαλούμενης «surreal TV», θα αποκομίσουν την στρεβλή εντύπωση ότι το νέο Twin Peaks είναι αυτό που έχει αντιγράψει στοιχεία από εκείνες και όχι το αντίθετο. Πρόκειται για παραδοξότητα που απαντά κανείς σε όλες τις μορφές καλλιτεχνικής / αφηγηματικής έκφρασης, όπου το πρωτοποριακό (ειδικά όταν «επιστρέψει») συν τω χρόνω, μοιάζει να έχει μιμηθεί αυτό τους επιγόνους που οικειοποιήθηκαν τα υλικά του.
Τα παλιά δεν χάνονται στη λήθη, υπάρχουν όμως στο νέο Twin Peaks πολλά νέα και συναρπαστικά. Νέες καταστάσεις, νέες φρίκες, νέα ειδύλλια, νέα κόλπα, νέα εφέ, νέες τεχνολογίες, νέοι γρίφοι, νέα κρυπτικά σλόγκαν: «Θυμήσου το 430. Ρίτσαρντ και Λίντα», «Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια», «253. Ξανά και ξανά μέσα στα χρόνια», «Είμαστε στο μέλλον ή στο παρελθόν;» κ.ο.κ. Και νέοι χαρακτήρες και ηθοποιοί φυσικά, μεταξύ αυτών και η μεγάλη Τζένιφερ Τζέισον, την οποία επιτέλους έχουμε την ευκαιρία να καλωσορίσουμε θερμά στο σύμπαν του Ντείβιντ Λιντς. Υπάρχουν όμως και επισκέψεις παλιών χαρακτήρων κυριολεκτικά από το υπερπέραν. Όπως η παρουσία σε εμφανώς ευάλωτη κατάσταση της Κυρίας με τον Κορμό του Δέντρου (The Log Lady) σε δύο σκηνές που γυρίστηκαν πριν ενάμιση χρόνο, λίγο πριν πεθάνει η ηθοποιός Catherine E. Coulson που την υποδυόταν. Από το υπερπέραν, τρόπον τινά, κάνει και μια έμμεση εμφάνιση και ο David Bowie, όταν ο Κακός Κούπερ δέχεται ένα τηλεφώνημα από κάποιον που ισχυρίζεται ότι είναι ο Φίλιπ Τζέφρις, ο πράκτορας – φάντασμα που είχε υποδυθεί ο Bowie στο Fire Walk With Me, την ταινία που ακολούθησε ως (ατυχές γενικά) κινηματογραφικό prequel το τέλος της πρώτης ζωής της σειράς.