Aκόμα κι αν κανείς αγνοεί τελείως την απολύτως εμβληματική για τη νεοϋρκέζικη κουλτούρα, εδώ και πέντε δεκαετίες, μορφή της Φραν Λίμποβιτς, ακόμα κι αν δεν του λέει τίποτα ούτε ως «καρτούν» φιγούρα (αιωνίως ντυμένη με την ίδια στολή: σκούρο μπλέιζερ, λευκό πουκάμισο Brooks Brothers, μπλουτζίν, καουμπόικες μπότες) που κάπου την έχει δει ως γκεστ σταρ (ίσως στον ρόλο της πρόεδρου του δικαστηρίου στον «Λύκο της Γουόλ Στριτ»), αξίζει και με το παραπάνω να την απολαύσει σ' αυτήν τη σειρά επτά ημίωρων επεισοδίων που ετοίμασε ο αγαπητός φίλος της Μάρτιν Σκορσέζε και προβάλλεται εδώ και μερικές μέρες στο Netflix.
Η Φραν Λίμποβιτς κατέφτασε στη Νέα Υόρκη από το γειτονικό Νιου Τζέρσι το 1969 σε ηλικία 19 ετών και σύντομα έγινε ο παλμογράφος της ζωής στο Μανχάταν, καταγράφοντας και αναλύοντας τα τεκταινόμενα στην υψηλή και στη μαζική κουλτούρα της μεγάλης μητρόπολης με το σπιρτόζικο πνεύμα και το φοβερό χιούμορ της.
Ήταν η ανεπίσημη διάδοχος της Ντόροθι Πάρκερ και τα γραπτά της (κριτικές και χρονογραφήματα) στο περιοδικό Interview του Άντι Γουόρχολ την έκαναν διάσημη, φήμη που κατοχυρώθηκε με τις δύο χιουμοριστικές ανθολογίες της –τα βιβλία Metropolitan Life και Social Studies– που εκδόθηκαν το 1978 και το 1981 αντίστοιχα.
Σου ανεβάζει την διάθεση με το αγέρωχο και χωρίς ενδοιασμούς ύφος της πρωταγωνίστριας του, με τα διάφορα αποσπάσματα από εκπομπές και από ταινίες που σκορπά εμβόλιμα ο Σκορσέζε και με το θεματάκι του Νίνο Ρότα από την Ντόλτσε Βίτα του Φελίνι προς το τέλος κάθε επεισοδίου.
Θα ακολουθούσαν ελάχιστα βιβλία με το όνομά της, είχε ήδη όμως εξοικειωθεί με την ιδιότητα που αποτελεί εδώ και δεκαετίες τη βασική πηγή βιοπορισμού της: αυτήν της δημοφιλούς δημόσιας ομιλήτριας που καλείται να σχολιάσει με τον σαρδόνιο, αλλά ποτέ κακόβουλο, τρόπο της, τα ζητήματα και τις τάσεις της επικαιρότητας, ακόμα κι αν συχνά της προκαλούν αποστροφή.
Ο τίτλος αυτής της σειράς ("Pretend it's a City"), που κάθε επεισόδιο της έχει διαφορετικό θεματικό άξονα αλλά τελικά όλα γίνονται ένα συμπλέοντας με την αφήγηση και τους συνειρμούς της (παρουσία ενός διαρκώς ξεκαρδισμένου Σκορσέζε), έχει να κάνει με τον μόνιμο εκνευρισμό της καθώς βολτάρει στους δρόμους της αγαπημένης της πόλης και πέφτουν πάνω της καθημερινά άτομα που έχουν απορροφηθεί από το κινητό τους – «φαντάσου ότι είσαι σε πόλη, όπου υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι».
Ακριβώς πριν από μια δεκαετία, ο Σκορσέζε και η Λίμποβιτς είχαν συνεργαστεί σε ένα παρόμοιο πρότζεκτ (την ταινία "Public Speaking"), αυτή εδώ η σειρά όμως είναι περισσότερο ανοιχτή, πιο ευδιάθετη (γυρίστηκε λίγο πριν από το πρώτο lockdown της περασμένης άνοιξης), πιο... Netflix. Και σου ανεβάζει τη διάθεση με το αγέρωχο και χωρίς ενδοιασμούς ύφος της πρωταγωνίστριάς του, με τα διάφορα αποσπάσματα από εκπομπές και από ταινίες που σκορπά εμβόλιμα ο Σκορσέζε και με το θεματάκι του Νίνο Ρότα από την Ντόλτσε Βίτατου Φελίνι προς το τέλος κάθε επεισοδίου.
Κάποιες ενδεικτικές ατάκες της που ακούγονται στη σειρά, ανάμεσα σε εκατοντάδες αξιομνημόνευτες άλλες:
Για το γράψιμο: «Όλοι σχεδόν όσοι δηλώνουν ότι λατρεύουν το γράψιμο είναι πολύ κακοί συγγραφείς».
Για τις δημοπρασίες τέχνης των γνωστών οίκων: «Ζούμε σ' έναν κόσμο όπου αποθεώνεται η τιμή που πιάνει το έργο, όχι ο καλλιτέχνης».
Για τα βιβλία: «Ένα βιβλίο δεν είναι καθρέπτης, είναι πόρτα».
Για τις ένοχες απολαύσεις: «Δεν έχω ένοχες απολαύσεις, δεν είναι ποτέ δυνατόν η απόλαυση να με κάνει να νιώσω ένοχη».
Για το κάπνισμα: «Είναι το χόμπι μου, αν όχι το επάγγελμά μου... Οι μέρες μου γεμίζουν με κάπνισμα και με μηχανορραφίες εκδίκησης».
Για τα κινητά: «Το μόνο άτομο που βλέπει μπροστά του καθώς περπατά στον δρόμο είμαι εγώ».
Για το λεγόμενο «αποπνικτικό» κλίμα πολιτικής ορθότητας: «Προσωπικά, μια χαρά αναπνέω» (μπορεί να έχει τις αντιρρήσεις της για τον φεμινισμό τρίτης γενιάς και για κάποια στοιχεία της δικαιωματικής κουλτούρας αλλά δεν χαρίζεται στους σύγχρονους κήρυκες της αντίδρασης και της οπισθοδρόμησης).
Για τα μικρά παιδιά: «Τα συμπαθώ πολύ και μ' αρέσει να τους μιλώ γιατί ακόμα δεν έχουν γεμίσει με κλισέ».
Για την δύναμη της μουσικής: «Κανείς καλλιτέχνης δεν αγαπιέται από το κοινό όσο οι μουσικοί. Δεν υπάρχει καν σύγκριση».
Για τα πέριξ της σημερινής 57ης οδού (όπου ζούσε για χρόνια) στο κέντρο του Μανχάταν: «Δώσαμε στον κόσμο την ιδέα του ουρανοξύστη και τώρα η 57η οδός μοιάζει σα να αντιγράφουμε εμείς τα κτίρια στο Ντουμπάι».
Τη βλέπουμε επίσης σε κάποιο σημείο, να δηλώνει την απόλυτη αδιαφορία της για τα σπορ στον φανατικό φίλαθλο Σπάικ Λι, παρατηρώντας επίσης πως της φαίνεται αδιανόητο το ότι η πυγμαχία δεν είναι παράνομη και λίγο μετά να τον διαλύει, αναφέροντας χαλαρά ότι το 1971 είχε παρευρεθεί στην πρώτη σειρά θεατών του πιο θρυλικού ίσως πυγμαχικού αγώνα όλων των εποχών – στην περίφημη «Μάχη του Αιώνα» ανάμεσα στον Μοχάμεντ Άλι και τον Τζο Φρέιζερ. Και μετά τον διαλύει ξανά, καθώς του αφηγείται ιστορίες που είχε ζήσει τις νύχτες των '70s παρέα με τον Τσαρλς Μίνγκους και τον Ντίζι Γκιλέσπι.
σχόλια