Η πολιτική ψυχαγωγία του Stephen Colbert

Η πολιτική ψυχαγωγία του Stephen Colbert Facebook Twitter
Ο Κολμπέρ διαδέχθηκε τον πολύ Ντέιβιντ Λέτερμαν το 2015 στη διαφημιστικά πανάκριβη, καυτή ζώνη της μεσονύκτιας ψυχαγωγίας που δεν παρακολουθεί σύσσωμη η Αμερική, όπως μαρτυρούν οι τηλεθέασεις, αλλά είθισται να αποτελεί βαρόμετρο της κοινής γνώμης.
3

Όποιος έτυχε να δει το απόσπασμα από τη βραδινή εκπομπή «Late Show», με τον Κιάνου Ριβς να απαντά σοφά, απλά, ανθρώπινα στην ερώτηση «πού πηγαίνουμε όταν πεθάνουμε;», σίγουρα έλιωσε με τον ειλικρινή περισπασμό του Αμερικανού ηθοποιού ‒ ακόμα κι εγώ, που δεν είμαι fan, αλλά τον συμπαθώ σαν τον γείτονα που πηγαίναμε μαζί στο σινεμά στα σχολικά μας χρόνια. «Αυτό που ξέρω είναι πως θα λείψουμε από αυτούς που μας αγαπούν». Απλά και ωραία.


Αυτός που με κέρδισε ολοσχερώς είναι ο παρουσιαστής Στίβεν Κολμπέρ (ή Κόουλμπερτ, με την εναλλακτική προφορά που τιμά τον πατέρα του). Η αντίδρασή του ήταν σπάνια και πολύτιμη. Δεν ανταπάντησε με κάτι έξυπνο ή αστείο, άφησε την πρόταση του Κιάνου να καθίσει λίγο, την παρέδωσε στους θεατές που αναφώνησαν θετικά, χαμήλωσε το βλέμμα, χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη και έκπληξη που δεν έκρυβε ούτε στο ελάχιστο επιτίμηση και τον αποχαιρέτησε με θερμή χειραψία. Κανείς δεν κάνει παύση σε μια εκπομπή όπου το ζάπινγκ απειλεί σαν πέλεκυς και η ταχύτητα εναλλαγής υπαγορεύει τον λόγο.

Το γεγονός πως ο Κολμπέρ είχε χάσει τον πατέρα του και δύο από τα δέκα αδέλφια του σε αεροπορικό δυστύχημα όταν ήταν 10 ετών πρέπει να πέρασε σαν φλας από το μυαλό του. Ομολογώ πως δεν το γνώριζα ‒ το διάβασα πρόσφατα. Ήμουν, ωστόσο, σίγουρος πως υπήρχε λόγος που με άγγιξε τόσο πολύ η άρρητη αντίδρασή του. Ξεχωριστός είναι ο άνθρωπος που δεν ευτελίζει την προσωπική του ζωή μπροστά σε κάμερες όταν δεν υπάρχει λόγος και ξέρει να εκτιμά σιωπηλά οτιδήποτε προέρχεται από έναν βαθύ τόπο.

Ο Κολμπέρ δεν είναι ένας ακόμα κομπέρ: δίνει σήματα και αναβαθμίζει το τηλεοπτικό comedy, χωρίς να αποποιείται την περιστασιακή σαχλαμάρα.

Ο Κολμπέρ διαδέχθηκε τον πολύ Ντέιβιντ Λέτερμαν το 2015 στη διαφημιστικά πανάκριβη, καυτή ζώνη της μεσονύκτιας ψυχαγωγίας που δεν παρακολουθεί σύσσωμη η Αμερική, όπως μαρτυρούν οι τηλεθέασεις, αλλά είθισται να αποτελεί βαρόμετρο της κοινής γνώμης και να αναμεταδίδεται την επομένη, είτε στη μορφή αποσπασματικής παρλάτας από το best of του καθιερωμένου εισαγωγικού μονολόγου των παρουσιαστών είτε μέσω των πασίγνωστων ηθοποιών που κάθονται αναπαυτικά στις πολυθρόνες τους και προωθούν τη δουλειά τους με χάρη, ιλαρότητα ή αυτοαναφορικότητα, ανάλογα με την προσωπικότητά τους.

Αντίθετα με το αγχώδες και showbiz-ίστικο βιμπράτο του Τζίμι Φάλον και του Τζέιμς Κόρντεν, ο Κολμπέρ έχει χτίσει το πολιτικό του προφίλ εδώ και χρόνια παρωδώντας τις ρεπουμπλικανικές τακτικές με έναν καταπληκτικό χαρακτήρα που επινόησε στο Comedy Central, έναν ανταποκριτή σοβαροφανή και εντελώς δεξιό που πυροβολούσε το πόδι του χωρίς να χρειαστεί να τον παγιδέψει κανείς. Η επιτυχία του είναι μεγάλη και η αναγνώριση δεδομένη.

Και ενώ παρέλαβε τον θρόνο, δεν έχασε την ψυχραιμία του όταν ο Φάλον τραγουδούσε και έπαιζε πινγκ-πονγκ με τους καλεσμένους του ούτε όταν ο Κίμελ είχε το «σπρώξιμο» του ABC με τα Όσκαρ και το πιο τακτοποιημένο προφίλ. Αναμφίβολα, όλο το κόλπο της παρουσίασης μιας τέτοιας εκπομπής, που έχει τις ρίζες της στην απαρχή της αμερικανικής τηλεόρασης και απογειώθηκε με την παντοδυναμία του Τζόνι Κάρσον, φιλτράρεται μέσα από την «όρθια πλάκα», αλλιώς δεν τρυπάει τις μάζες.

Κι ενώ σε κάποια φάση είχαν επιχειρήσει και δημοσιογράφοι όπως ο Τομ Σνάιντερ να αναλάβουν τον κρίσιμο τομέα της βραδινής ψυχαγωγίας, μεταφέροντας μια 60 Minutes πείρα στην post-Watergate περίοδο, επικράτησαν οι ηθοποιοί, στη συντριπτική πλειοψηφία τους κωμικοί, και όλοι άνδρες ‒ το μεγάλο παράπονο της αθυρόστομης Τζόαν Ρίβερς, που ο Κάρσον σταμάτησε να της μιλάει όταν νόμισε πως τον πρόδωσε και έφυγε για ανταγωνιστικό κανάλι, ενώ στην πραγματικότητα κανείς δεν της πρότεινε μια περίοπτη θέση στο πατριαρχικό τηλεοπτικό βασίλειο.

Η πολιτική ψυχαγωγία του Stephen Colbert Facebook Twitter
Δεν έχασε την ψυχραιμία του όταν ο Φάλον τραγουδούσε και έπαιζε πινγκ-πονγκ με τους καλεσμένους του ούτε όταν ο Κίμελ είχε το «σπρώξιμο» του ABC με τα Όσκαρ και το πιο τακτοποιημένο προφίλ.


Ακόμα και ο Ντικ Κάβετ, ο άρχοντας των σπουδαίων ωριαίων συνεντεύξεων, από ηθοποιός ξεκίνησε και δεν απαρνιόταν το χιούμορ, ειδικά όταν ήθελε να ελαφρύνει τα πνεύματα. Από το πλευρό των διάσημων και εξαιρετικά καλοπληρωμένων παρουσιαστών έχουν περάσει εξαιρετικοί καλεσμένοι.

Μεγάλο παράδειγμα, ο κορυφαίος Ντον Ρικλς, ένα ακούραστο δυναμό ετοιμότητας και επιθετικού νεοϋρκέζικου χιούμορ (που πολλοί μπέρδευαν με προσβολή) που αναστάτωνε τακτικά το πλατό του Κάρσον και έλεγε αυτά που οι υπόλοιποι δεν τολμούσαν, πυροβολώντας αδιακρίτως εθνότητες, ασχέτως προσωπικής φιλίας ‒ πάει η λιακάδα της πολιτικής λοξότητας. Ή ο ατρόμητος Άντι Κάουφμαν, που λάνσαρε την αντι-κωμωδία και σαν εκδικητικός φαρσέρ πλήγωνε τους ανύποπτους τηλεθεατές, προτείνοντάς τους ένα άβολο, αναρχικό δεκάλεπτο αντί του déjà vu που ήταν πρόθυμοι να καταναλώσουν. Οι οικοδεσπότες έκαναν τους χαζούς, αφήνοντας μεγάλα ταλέντα να αλωνίζουν, προϋπαντώντας το stand up από τον άμβωνα της τηλεόρασης.

Θυμάστε ίσως τον Βασιλιά της Κωμωδίας, την πιο σκληρή ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε μετά τον Ταξιτζή. Με τον Ρόμπερτ ντε Νίρο στον ρόλο του αντιπαθέστατου Ρούπερτ Πάπκιν, του φτωχοδιάβολου που έδεσε χειροπόδαρα τον Τζέρι Λιούις (σε μία από τις θεϊκές του ερμηνείες) για να πραγματοποιήσει πάση θυσία το όνειρό του, να γίνει ακριβώς αυτό, ένας παρουσιαστής late night show, σε πείσμα της αταλαντοσύνης και της παντελούς έλλειψης επαφής με την πραγματικότητα και την ανθρώπινη φύση. Σκληρή ταινία, σπουδαία, αν και επίτηδες «άχαρη», για ένα τραχύ περιβάλλον που σχεδιάστηκε επιστημονικά για να σκορπάει διασκέδαση με πασπάλισμα πολιτικού σχολιασμού της επικαιρότητας.

Μετά από δεκαετίες εφαρμογής και τελειοποίησης, ο Κολμπέρ γνωρίζει καλά το φορμάτ, πατάει στο καλούπι, αναπτύσσει την περσόνα του Colbert Report σε μια νέα εποχή, αυτήν τη φορά κυριολεκτώντας, για να χτυπήσει αλύπητα τη φαιδρότητα του Τραμπ με επιχειρήματα και κοφτερή άποψη. Η πολιτική του ψυχαγωγία δεν έχει ταίρι. Ο Κολμπέρ δεν είναι ένας ακόμα κομπέρ: δίνει σήματα και αναβαθμίζει το τηλεοπτικό comedy, χωρίς να αποποιείται την περιστασιακή σαχλαμάρα.


Έχει κανείς ακόμη απορία γιατί αντίστοιχη εκπομπή δεν έχει πιάσει ποτέ στην ελληνική τηλεόραση;

TV & Media
3

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σεναριογράφος κατηγορεί τον ΛεΜπρόν Τζέιμς και το Netflix ότι του έκλεψαν σενάριο ταινίας

TV & Media / Σεναριογράφος κατηγορεί τον ΛεΜπρόν Τζέιμς και το Netflix ότι του έκλεψαν σενάριο ταινίας

Ο κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία του NBA κατηγορείται από τον σεναριογράφο Ρομπ Γκράμποου ότι, μαζί με την εταιρεία παραγωγής του, SpringHill Company, έκλεψε το σενάριό του για την αθλητική ταινία Rez Ball, η οποία κυκλοφόρησε στο Netflix τον Σεπτέμβριο
LIFO NEWSROOM

σχόλια

3 σχόλια
Ο Κολμπερτ που πριν τον Τραμπ σχεδιαζε να κατεβασει ρολα. με τις χλιαρες ερωτησουλες του. Ναι, χμμ, γουατεβερ. Πριν κ μετα τον Κρεγκ Φεργκιουσον το χαος. Τουλαχιστον το σωζει λιγο ο Τζον Ολιβερ. Κ ο Τζον Στιουαρτ σταματησε στο καλυτερο.
Συγχαρητήρια για την ανάλυση! Ο Colbert είναι η Αμερική που αγαπάμε. Αυτός, μαζί και με τα "άλλα παιδιά" του John Stewart που αντιστέκονται με το μυαλό τους στην "άλλη Αμερική" του Trump. Κι εννοείται πως ζηλεύουμε επειδή αντίστοιχα μυαλά λείπουν εδώ και καιρό από την δική μας πραγματικότητα.Εδώ είναι και μια πολύ ωραία συνέντευξή του: https://www.nytimes.com/interactive/2019/06/03/magazine/stephen-colbert-politics-religion.html
Κι εγώ αναρωτιέμαι γιατί δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα. Ίσως επειδή στην Αμερική οι αριστεροί είναι αστοί δημοκράτες ενώ στην Ελλάδα δημόσιοι κηφήνες ή θιασώτες του κομμουνισμού. Ίσως επειδή στην Αμερική οι δεξιοί είναι αστοί δημοκράτες ενώ στην Ελλάδα έχουμε σφακιανακιδες και χρυσαυγίτες που τους δίνει δημοσιότητα ο κάθε ηλίθιος παρουσιαστής.Ίσως επειδή στην Αμερική το να κάνεις promotion τη δουλειά σου δεν είναι έγκλημα ενώ στην Ελλάδα η λέξη επιχείρηση και επιχειρηματίας είναι βρισια; Ίσως στην Αμερική ξεπέρασαν τις ερωτήσεις του στυλ, δηλαδή ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΣΤΟ ΘΕΟ; Είμαστε δυστυχως κάτι δεκαετίες πίσω. Περίπου δέκα δεκαετίες.