Τα fake news είναι ένας όρος που εσχάτως χρησιμοποιείται πάρα πολύ, ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια, και ο οποίος δημιουργήθηκε για να περιγράψει κάτι πάρα πολύ παλιό: την προπαγάνδα, τα ψέματα, την παραπληροφόρηση, τη διαστρέβλωση και τις κατασκευασμένες ειδήσεις που υπήρχαν πάντα.
Αυτό που έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια είναι οι τρόποι διάδοσής τους. Υπάρχει, ωστόσο, και μια μεγάλη σύγχυση γύρω από τον όρο αυτό, κυρίως επειδή χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό καταχρηστικά, ειδικά από τους πολιτικούς.
Συχνά, πολιτικά πρόσωπα που ψεύδονται και παραπληροφορούν συστηματικά την κοινή γνώμη καταγγέλλουν ως «fake news» αλήθειες ή αποκαλύψεις που δεν τους βολεύουν.
Ένα σχετικά πρόσφατο παράδειγμα είναι εκείνο του πρωθυπουργού της Μάλτας Τζόζεφ Μουσκάτ που έχει κατηγορηθεί για πλήθος σκανδάλων διαφθοράς και ο οποίος κατήγγειλε ως fake news τα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ της δημοσιογράφου Δάφνης Καρουάνα Γκαλιζία που δολοφονήθηκε πριν από έναν χρόνο.
Επειδή οι πολιτικές εξουσίες χρησιμοποιούν τον όρο καταχρηστικά και επειδή είναι οι πρώτες στην κατασκευή ψευδών ειδήσεων, καθίσταται σαφές ότι όσες από αυτές εξαγγέλλουν μηχανισμούς ελέγχου των «ψευδών ειδήσεων» έχουν σκοπό τον έλεγχο της ενημέρωσης.
Αλλά και στα καθ' ημάς, πολιτικοί που έχουν πιαστεί να λένε ψέματα και να παραπληροφορούν πάρα πολλές φορές δεν διστάζουν να χαρακτηρίζουν «fake news» ό,τι τους ενοχλεί.
Πριν από λίγο καιρό εξαγγέλθηκε ως κυβερνητική πρωτοβουλία από το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής νομοσχέδιο που θα έχει στόχο τον εντοπισμό των ψευδών ειδήσεων. Πόσο ειλικρινής, όμως, μπορεί να είναι μια τέτοια πρωτοβουλία από μια κυβέρνηση που διαθέτει και η ίδια έναν μακρύ κατάλογο ψευδών, ανακριβειών και διαστρεβλωμένων πληροφοριών δικής της παραγωγής;
Οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα, βέβαια, το συνηθίζουν αυτό. Δεν είναι η πρώτη που ψεύδεται (παρ' ότι πολλοί είναι εκείνοι που της προσάπτουν το ρεκόρ). Είναι η πρώτη, όμως, που ενώ παράγει προπαγανδιστικά ψεύδη αφειδώς, εξαγγέλλει μηχανισμό εντοπισμού τους.
Λογίζεται, άραγε, για την κυβέρνηση ως «fake news» η περσινή δήλωση του πρωθυπουργού ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να νομοθετήσει ούτε ένα ευρώ επιπλέον μέτρα», όταν λίγες μέρες μετά, προκειμένου να κλείσει την αξιολόγηση, συμφώνησε με τους δανειστές για νέα μέτρα δισεκατομμυρίων ευρώ;
Είναι ή όχι «fake news» η έξοδος από τα μνημόνια, όταν δεν καταργείται ούτε ένας μνημονιακός νόμος, αλλά, αντιθέτως, τα υπάρχοντα μνημόνια συμπληρώνονται με νέους νόμους, μέτρα και δεσμεύσεις;
Γιατί, παρά τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης περί του αντιθέτου, η έξοδος από τα μνημόνια είναι η μεγαλύτερη από τις ψευδείς και κατασκευασμένες ειδήσεις, αφού η χώρα ολοκληρώνει το μνημονιακό πρόγραμμα και δεν βγαίνει από αυτό. Αν τελειώσει κάτι τον Αύγουστο, αυτό θα είναι ο φθηνός δανεισμός που συνοδεύτηκε από το μνημονιακό πρόγραμμα.
Το ίδιο πάνω-κάτω συμβαίνει και εκτός συνόρων, απ' όπου άλλωστε ξεκίνησε και η (κατα)χρήση του όρου «fake news». O Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήριζε εξαρχής fake news όλες τις άβολες αλήθειες των ΜΜΕ που του ασκούσαν κριτική, όπως π.χ. αυτές των NYtimes και του CNN, αλλά ποτέ όσα λένε γι' αυτόν τα φιλικά ΜΜΕ, όπως το τηλεοπτικό κανάλι FOX κ.ά. Και, φυσικά, δεν μιλά ποτέ για τα δικά του ψεύδη. Για τον Ντόναλντ Τραμπ, όπως και για τους δικούς μας κυβερνητικούς, «ψευδείς ειδήσεις» είναι μόνο όσες δεν του αρέσουν.
Ακριβώς, λοιπόν, επειδή οι πολιτικές εξουσίες χρησιμοποιούν τον όρο καταχρηστικά και επειδή είναι οι πρώτες στην κατασκευή ψευδών ειδήσεων, καθίσταται σαφές ότι όσες από αυτές εξαγγέλλουν μηχανισμούς ελέγχου των «ψευδών ειδήσεων» έχουν σκοπό τον έλεγχο της ενημέρωσης.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν υφίσταται ζήτημα γενικά με τις ψεύτικες ειδήσεις και το μίσος που συχνά αυτές τροφοδοτούν. Το πρόβλημα είναι υπαρκτό, όπως ήταν πάντα.
Αυτό που έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια είναι οι μέθοδοι διάδοσης με το πέρασμα της επικοινωνίας και της ενημέρωσης στην εποχή του Διαδικτύου. Κατά τ' άλλα, οι ψευδείς και οι κατασκευασμένες ειδήσεις είναι τόσο παλιές όσο και οι ειδήσεις.
Μέχρι την εποχή του Διαδικτύου, η ενημέρωση μέσω του Τύπου, της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου ελεγχόταν κυρίως από το κράτος, το κεφάλαιο και τις ελίτ. Και περιοριζόταν εντός εθνικών συνόρων. Τα ανεξάρτητα ΜΜΕ ήταν πάντα λιγότερα και η επιρροή τους είχε όρια.
Το Διαδίκτυο έδωσε τη δυνατότητα να δημιουργηθούν μέσα χωρίς το μεγάλο κόστος που απαιτούσε η προηγούμενη εποχή. Επίσης, διευκόλυνε την ταχύτητα διάδοσης και την εξεύρεση κοινού. Τα social media επέτρεψαν στον καθένα να αποκτήσει δημόσιο λόγο (όλα αυτά με συγκεκριμένο κόστος και συνέπειες, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα) και συνέβαλαν επίσης στη διακίνηση ειδήσεων, αληθινών και ψευδών.
Για να περιοριστούμε στα θετικά εδώ, όμως, το Διαδίκτυο έδωσε τη δυνατότητα να δημοσιεύονται ειδήσεις που στα μεγάλα, καθιερωμένα ΜΜΕ, αυτά που αποκαλούνται «συστημικά», συχνά είναι απαγορευμένες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων «απαγορευμένων» ειδήσεων στη χώρα μας ήταν (και είναι) τα τεράστια σκάνδαλα των τραπεζών, τα οποία αποσιωπήθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους, καθώς οι τράπεζες χρηματοδοτούσαν, μέσω διαφήμισης, σχεδόν το σύνολο των ΜΜΕ.
Ένα άλλο παράδειγμα άξιο αναφοράς είναι τα ρεπορτάζ της δολοφονημένης Μαλτέζας δημοσιογράφου Δάφνης Καρουάνα Γκαλιζία, τα οποία αναφέρονταν στην κυβερνητική διαφθορά και στις ύποπτες συναλλαγές πολιτικών με τράπεζες που δημοσιεύονταν (για ευνόητους λόγους) κυρίως στο προσωπικό της ιστολόγιο, το οποίο ήταν εξαιρετικά δημοφιλές.
Οι νέες δυνατότητες που έδωσε το Διαδίκτυο αρχικά φάνηκε ότι ήταν προς όφελος των πιο ανίσχυρων και ανεξάρτητων δημοσιογραφικών φωνών, που μπορούσαν πλέον να ακουστούν. Οι πάσης φύσεως εξουσίες που θίγονταν, όμως, δεν θα έμεναν με σταυρωμένα τα χέρια ούτε θα άφηναν ένα τέτοιο «όπλο» στα χέρια όσων τις αμφισβητούν, χωρίς να το αξιοποιήσουν οι ίδιες υπέρ των δικών τους συμφερόντων.
Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ που έλεγχαν τα παραδοσιακά μέσα, μετά την αρχική αμηχανία και τον αιφνιδιασμό (καθώς οι αλματώδεις εξελίξεις τις βρήκαν σχετικά απροετοίμαστες), φρόντισαν να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που παρείχαν τα νέα μέσα και τη δύναμη του Διαδικτύου προς όφελός τους.
Οι βασικότεροι παραγωγοί ψευδών ειδήσεων και δημιουργοί μηχανισμών παραπληροφόρησης ήταν πάντα οι διαπλεκόμενες πολιτικές εξουσίες. Έτσι και τώρα αξιοποίησαν τα νέα μέσα για τον ίδιο σκοπό.
Ιστοσελίδες και μπλογκ που αναπαράγουν πολιτική προπαγάνδα, διαστρεβλώνουν την αλήθεια (όταν αυτή είναι ενοχλητική για την εξουσία που υπηρετούν) και συκοφαντούν τον αντίπαλο, άρχισαν να δημιουργούνται με πολιτική καθοδήγηση και πόρους που προέρχονταν είτε από κρατική διαφήμιση, είτε από επιχειρηματικά συμφέροντα για λογαριασμό πολιτικών, είτε και από μαύρα κομματικά ταμεία.
Το ίδιο συνέβη και με τους κομματικούς στρατούς των έμμισθων χειριστών accounts και τα κομματικά τρολ, που λειτουργούν ως βασικοί διακινητές της πολιτικής προπαγάνδας. Όλα τα κόμματα και οι μηχανισμοί εξουσίας διαθέτουν πλέον τέτοιους στρατούς, οι οποίοι τροφοδοτούνται καθημερινά από τα πολιτικά επιτελεία με τη «γραμμή» της ημέρας και το απαραίτητο προπαγανδιστικό υλικό για την υποστήριξή της.
Ο μεγάλος ντόρος γύρω από τα «fake news» έγινε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου των τελευταίων εκλογών των ΗΠΑ και συνεχίστηκε και μετά, μέχρι σήμερα. Ο Ντόναλντ Τραμπ κατήγγειλε ως «fake news» όσα δημοσιεύματα περιείχαν αποκαλύψεις εναντίον του και το ίδιο έκανε το επιτελείο της Χίλαρι Κλίντον με τα αντίστοιχα δημοσιεύματα που αφορούσαν εκείνη.
Την ίδια περίοδο φούντωσαν και οι θεωρίες συνωμοσίας −με λιγότερη ή περισσότερη αλήθεια, ή άλλες φορές και καθόλου−, σύμφωνα με τις οποίες πίσω από τη νίκη του Τραμπ κρύβονταν η Ρωσία και οι πανίσχυροι μηχανισμοί προπαγάνδας του Πούτιν.
Οι ισχυρισμοί αυτοί, άσχετα από το μέγεθος της αλήθειας τους, ανέδειξαν ένα νέο, υπαρκτό ζήτημα: την ευκολία που έχουν πλέον ξένες δυνάμεις, ακόμα και όχι τόσο ισχυρές, να αποκτούν μηχανισμούς επιρροής στην κοινή γνώμη μιας άλλης χώρας μέσω του Διαδικτύου. Η επιρροή στη διεθνή κοινή γνώμη, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, ήταν κάτι που ελάχιστες χώρες μπορούσαν να κάνουν.
Ποιος (απ' όσους ήταν ενήλικες) δεν θυμάται το 1991 τη φωτογραφία που παρουσίασε το CNN με τον βουτηγμένο στο πετρέλαιο κορμοράνο (υποτίθεται στα μολυσμένα νερά του Περσικού Κόλπου), γεγονός για το οποίο υπαίτιος παρουσιάστηκε ο Σαντάμ Χουσεΐν, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα αρνητικό κλίμα και να διευκολυνθεί η επέμβαση στο Ιράκ;
Αργότερα, και αφού ο στόχος της προπαγάνδας είχε επιτευχθεί, αποκαλύφθηκε ότι ο κορμοράνος ανήκε σε ζωολογικό κήπο και είχε περιλουστεί με πετρέλαιο για να στηθεί η συγκεκριμένη φωτογραφία.
Την ίδια περίοδο, άλλη μια χαρακτηριστική περίπτωση κατασκευασμένης είδησης ήταν όταν στην επιτροπή του Κογκρέσου για τα ανθρώπινα δικαιώματα παρουσιάστηκε ένα κορίτσι που ισχυρίστηκε, κλαίγοντας, ότι Ιρακινοί στρατιώτες είχαν εισβάλει σε ένα μαιευτήριο στο Κουβέιτ και πετούσαν τα νεογέννητα μωρά από τις θερμοκοιτίδες.
Δύο χρόνια μετά αποκαλύφθηκε ότι το κορίτσι αυτό ήταν κόρη του πρεσβευτή του Κουβέιτ στην Ουάσινγκτον και ότι η κατάθεσή της ήταν κι αυτή στημένη, όπως η φωτογραφία με τον κορμοράνο.
Οι δύο αυτές κατασκευασμένες ειδήσεις είχαν κάνει τον γύρο του (δυτικού τουλάχιστον) κόσμου μέσω των παραδοσιακών ΜΜΕ, επηρεάζοντας την κοινή γνώμη, προκειμένου να εξουδετερωθούν οι αντιδράσεις για την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ.
Τώρα η Δύση ανησυχεί ότι το Διαδίκτυο προσφέρει τη δυνατότητα διακίνησης προπαγάνδας πέρα από το πεδίο επιρροής της, σε χώρες όπως η Ρωσία, που πριν δεν είχαν. Γι' αυτό και τα αγγλόφωνα ρωσικά ΜΜΕ κατηγορούνται συχνά ως κατασκευαστές fake news.
Σε γενικές γραμμές, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν οι εξουσίες μιλούν για αντιμετώπιση των fake news, εννοούν κυρίως είτε την επιρροή της Ρωσίας είτε των ευρωσκεπτικιστών αλλά και την αποκαλυπτική ειδησεογραφία εναντίον τους.
Για τις πολιτικές εξουσίες, «fake news» είναι κάθε είδηση −κατασκευασμένη ή πραγματική− που τις ενοχλεί, ενώ οι ίδιες χρησιμοποιούν μεθόδους προπαγάνδας με καθημερινή παραγωγή ψευδών ειδήσεων εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων, των εχθρών τους αλλά και των πολιτών, προκειμένου να διαιωνίζουν την εξουσία τους.
Δεν ευαισθητοποιήθηκαν, λοιπόν, ξαφνικά οι πολιτικές ελίτ για την αντιμετώπιση των ψευδών ειδήσεων. Αυτό που θέλουν είναι να ελέγξουν την ενημέρωση. Το κατεστημένο των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ ταράχτηκε ευλόγως το τελευταίο διάστημα με το έδαφος που είδε να χάνει το σύστημα της Χίλαρι, που νόμιζε ότι είναι ανίκητο, και έριξε το ανάθεμα στις δυνάμεις του «λαϊκισμού» και στη «Ρωσία».
Το ίδιο περίπου συνέβη και στην Ε.Ε., όταν άρχισαν να διαπιστώνουν ότι η κεντρική πολιτική τους καθίσταται όλο και λιγότερο δημοφιλής, με αποτέλεσμα την άνοδο των ευρωσκεπτικιστών. Κι εκεί το ανάθεμα έπεσε στην προπαγάνδα των «λαϊκιστών» και της Ρωσίας.
Ο πρόεδρος Γιούνκερ, μάλιστα, πριν από καιρό ζήτησε από την επίτροπο Ψηφιακής Οικονομίας Μαρίγια Γκάμπριελ «να ερευνήσει τις προκλήσεις που δημιουργούν οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες για τις δημοκρατίες σχετικά με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων» και να αναλάβει πρωτοβουλίες «για να προστατευτούν οι πολίτες» της Ε.Ε.
Στο πλαίσιο αυτό συστήθηκε και μια ομάδα 39 εμπειρογνωμόνων για να συμβουλεύει σχετικώς την επιτροπή. Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι τρία χρόνια πριν, από το 2015, είχε ήδη συσταθεί η East Stratcom Task Force από την εκπρόσωπο της Ε.Ε. για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας Φεντερίκα Μογκερίνι για «την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης στις ανατολικές γειτονικές χώρες».
Ο λόγος που δημιουργήθηκε αυτή η Task Force είναι η ανησυχία τους ότι Ρωσία, εθνικιστές και λαϊκιστές επηρεάζουν την κοινή γνώμη των χωρών αυτών − σημαντικό τμήμα της οποίας δεν φαίνεται ιδιαίτερα ικανοποιημένο από τις ευρωπαϊκές πολιτικές.
Πάνω στην ευρωπαϊκή ανησυχία, που κι αυτή δεν είναι τόσο αθώα, ωστόσο κινείται εντός συγκεκριμένων θεσμικών ορίων, σκοπεύει να πατήσει και η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να νομιμοποιήσει τις μεθόδους που θα χρησιμοποιήσει για τις «ψευδείς ειδήσεις».
Πέρα από γενικότητες και αοριστίες, όμως, τα κυβερνητικά στελέχη δεν έχουν πει τίποτα συγκεκριμένο για το πώς σκοπεύουν να υλοποιήσουν τα σχέδια που έχουν εξαγγείλει.
Κάποιες σκόρπιες κουβέντες για αλγόριθμους και τεχνητή νοημοσύνη δεν οδηγούν σε σαφή συμπεράσματα για το τι θα κάνουν, αλλά είναι επίσης γνωστό ότι οι αλγόριθμοι στην πραγματικότητα δεν έχουν τη δυνατότητα να εντοπίζουν τις ψευδείς ειδήσεις.
Αν μπορούσαν να το κάνουν, θα ήμασταν όλοι ευτυχέστεροι και θα τους αναθέταμε να ελέγχουν και τις ομιλίες των πολιτικών στις προεκλογικές, και όχι μόνο, περιόδους.