Θα μπορούσε να πει κανείς, επιχειρώντας να δώσει συνοπτικά το στίγμα αυτής της ταινίας που έκανε πρεμιέρα στο Netflix πριν από μερικές μέρες, ότι πρόκειται για ένα υβριδικό δείγμα του υποείδους της κωμωδίας τρελών κι ακραίων καταστάσεων με τη χρήση κρυφής κάμερας, που εκθέτει τις αυθόρμητες αντιδράσεις ανύποπτων περαστικών, για ένα σπαρταριστό αλλά και τρυφερό σχεδόν ταξίδι στα όρια του γούστου, κάπου ανάμεσα στις άγριες κι επώδυνες φάρσες της σειράς ταινιών Jackass και στη σατιρική κοινωνιολογία του Borat. Χωρίς όμως τον άσκοπο σαδομαζοχισμό του πρώτου και τις μεγαλεπήβολες βλέψεις του δεύτερου.
Είναι τόσο καλοστημένο στις αυτοσχεδιαστικές προοπτικές του το Bad Trip, και τόσο προετοιμασμένο για παν ενδεχόμενο, που μπορεί να ακολουθήσει τις θεαματικές καταστροφές που προκαλούν οι πρωταγωνιστές του, οι οποίοι εκτός από ηθοποιοί λειτουργούν συγχρόνως και ως ριψοκίνδυνοι κασκαντέρ, ώστε ξεχνιέται συχνά ο θεατής και νομίζει ότι παρακολουθεί μια κανονική μυθοπλασία, μια κανονική κωμωδία (με όλες τις σύγχρονες ευαισθησίες και χοντράδες του είδους), μια κανονική πλοκή.
Σε σχέση, όμως, με τις αντίστοιχες ταινίες του Σάσα Μπάρον Κόεν, οι άνθρωποι αυτοί δεν εκτίθενται στις μικρότητες και τις μισαλλοδοξίες τους ούτε διαπομπεύονται στα πέρατα της γης μέσω μιας κρυμμένης κάμερας. Αντιθέτως, με έναν μαγικό σχεδόν τρόπο, προσκαλούνται από τους επαγγελματίες δημιουργούς και πρωταγωνιστές της ταινίας να συμμετάσχουν ενεργά στην ανάπτυξη της αφήγησης προσδίδοντας, έστω και εν αγνοία τους, αυθεντικότητα και αλήθεια στα τρελά δρώμενα.
Πλοκή υπάρχει σίγουρα, πάντως, και είναι σε γενικές γραμμές η εξής: Ο Κρις (τον υποδύεται ο κωμικός Eric André από το τηλεοπτικό σόου του οποίου προέρχεται η ιδέα της ταινίας) είναι ένας μισοτελειωμένος loser από τη Φλόριντα, που δεν μπορεί να προκόψει πουθενά, ώσπου συναντά τυχαία μετά από πολλά χρόνια τον μεγάλο σχολικό του έρωτα, τη Μαρία (Michaela Conlin), η οποία του δίνει με τυπική ευγένεια την επαγγελματική της κάρτα με τα στοιχεία της γκαλερί που διευθύνει στο Μανχάταν και έχει εγκαίνια σε μερικές μέρες.
Εκείνος όμως είναι τόσο αλλού που το εκλαμβάνει ως ευθεία πρόσκληση να πάει να τη βρει στα εγκαίνια και αμέσως να ξεκινήσουν να ζουν το παραμύθι του μεγάλου τους έρωτα. Ψήνει λοιπόν τον μοναδικό κολλητό του, τον ντροπαλό και ταπεινόφρονα Μπαντ (Lil Rel Howery), ο οποίος καταπιέζεται αγρίως από την υπερδυναμική, εξουσιαστική φυλακόβια αδελφή του, Τρίνα (φοβερή στο ρόλο η Tiffany Haddish), να της βουτήξουν το αυτοκίνητο (ένα ροζ όχημα που γράφει με μεγάλα γράμματα στο πίσω παρμπρίζ «Bad Bitch»), να ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους και να πάνε στη Νέα Υόρκη για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Όπως και ξεκινάνε να κάνουν, μη γνωρίζοντας όμως ότι στο μεταξύ η Τρίνα το έχει σκάσει από τη φυλακή και τους ακολουθεί σ’ αυτό το road trip «από την κόλαση» οδηγώντας ένα κλεμμένο περιπολικό.
Αυτοί είναι οι τέσσερις πρωταγωνιστές της ταινίας και συγχρόνως οι μοναδικοί σχεδόν χαρακτήρες από όσους εμφανίζονται, οι οποίοι γνωρίζουν ότι συμμετέχουν σε ένα καλοστημένο ψέμα, σε μια φάρσα με πολλά επεισόδια και εξωφρενικές κλιμακώσεις, σε μια ταινία. Οι υπόλοιποι είναι απλώς αθώοι περαστικοί που βρίσκονται ξαφνικά μπλεγμένοι στις εκρηκτικές (κυριολεκτικά), επικίνδυνες, εμετικές (επίσης κυριολεκτικά), τραγελαφικές καταστάσεις που πυροδοτούν οι πρώτοι.
Σε σχέση, όμως, με τις αντίστοιχες ταινίες του Σάσα Μπάρον Κόεν, οι άνθρωποι αυτοί δεν εκτίθενται στις μικρότητες και τις μισαλλοδοξίες τους ούτε διαπομπεύονται στα πέρατα της γης μέσω μιας κρυμμένης κάμερας. Αντιθέτως, με έναν μαγικό σχεδόν τρόπο, προσκαλούνται από τους επαγγελματίες δημιουργούς και πρωταγωνιστές της ταινίας να συμμετάσχουν ενεργά στην ανάπτυξη της αφήγησης προσδίδοντας, έστω και εν αγνοία τους, αυθεντικότητα και αλήθεια στα τρελά δρώμενα.
Και το παρήγορο (για την εξέλιξη αυτού του πρότζεκτ αλλά και της ανθρώπινης κατάστασης γενικότερα) είναι ότι οι περισσότεροι εκδηλώνουν μια φιλεύσπλαχνη διάθεση, μια ενσυναίσθηση και μια πρόθεση να ανταποκριθούν με θετικό τρόπο στο χάος που σκάει ξαφνικά δίπλα τους. Ακόμα κι όταν βγάζουν αντανακλαστικά πρώτα το κινητό για να τραβήξουν έναν από τους πρωταγωνιστές ενώ κακοποιείται σεξουαλικά από γορίλα (δεν ήταν πραγματικός ούτε ο γορίλας ούτε ο βιασμός) ή έναν άλλον ενώ κρέμεται από έναν ψηλό περβάζι, αντί να πάνε να βοηθήσουν.