ΜΟΙΑΖΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Ο καίριος ψυχαγωγός αυτών των ημερών ο γνωστός ηθοποιός (κωμικός κυρίως αλλά και δραματικός εσχάτως), σεναριογράφος, παραγωγός και «ξενιστής» μιας σειράς κραυγαλέων χαρακτήρων (Ali G, Μπόρατ, Μπρούνο, κλπ) Σάσα Μπάρον Κόεν, ως ένας από τους κεντρικούς ιστορικούς χαρακτήρες της «Δίκης των 7 του Σικάγο» (και συγκεκριμένα ο αστέρας της αντικουλτούρας Άμπι Χόφμαν) που προβάλλεται στο Netflix και βέβαια, ως δημιουργός και ερμηνευτής του νέου Borat που έσκασε με θόρυβο στην πλατφόρμα του Amazon Prime, δεκαπέντε σχεδόν χρόνια μετά από την πρώτη ταινία και σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο.
Στο "Borat 2" (ας το πούμε έτσι για να αποφύγουμε τον προγλωσσικό τίτλο-σιδηρόδρομο με τον οποίο εμφανίζεται επίσημα η ταινία), ο γνωστός παλαιολιθικός αντισημίτης δημοσιογράφος από το Καζακστάν επιστρέφει στην Γη της Επαγγελίας (και της ανωμαλίας), για να εκθέσει ξανά τις ρατσιστικές / σεξιστικές / ακροδεξιές / παθολογικές ιδέες απλών, κανονικών ανθρώπων αλλά και επώνυμων, πανίσχυρων αξιωματούχων στην Αμερική του Τραμπ. Μαζί του αυτή τη φορά στο νέο αυτό ψευδοντοκιμαντέρ που γυρίστηκε λίγο πριν αλλά και μέσα στην πανδημία, η 15χρονη «κόρη» του, η οποία προορίζεται να παραδοθεί ως δώρο (σεξουαλική σκλάβα) στον Αμερικανό Αντιπρόεδρο Μάικ Πενς.
Η αλήθεια είναι ότι, όπως τακτικά έχει παρατηρηθεί τα δύο τελευταία χρόνια, η δυναστεία του Τραμπ δεν ακυρώνει μόνο την δημοκρατία, αλλά και την σάτιρα. Η αντίδραση στο τέρας με τα ίδια μέσα (fake news, χτυπήματα κάτω από τη ζώνη) μοιάζει κι αυτή με τερατούργημα.
Στην πορεία, επισκέπτονται μεταξύ άλλων «μία από τις ηγετικές φιγούρες του φεμινισμού», σύμφωνα με τον Μπόρατ, την πλατινέ ξανθιά influencer του Instagram (και αυτοαποκαλούμενη «βασίλισσα των sugar babies»), Macey Chanel, ένα συνέδριο Ρεπουμπλικάνων γυναικών, ένα ζαχαροπλαστείο όπου η ιδιοκτήτρια δεν έχει κανένα πρόβλημα να γράψει στην τούρτα που προορίζεται για τον Πενς, «Οι Εβραίοι δεν θα μας αντικαταστήσουν», έναν πλαστικό χειρουργό που μοιάζει να μην έχει κανέναν απολύτως ηθικό ενδοιασμό, μια μεγάλη συγκέντρωση για το δικαίωμα στην οπλοκατοχή, διάφορους ακροδεξιούς εξτρεμιστές, αλλά και μία γυναίκα 87 ετών που έχει επιζήσει από το Ολοκαύτωμα. Η κυρία αυτή πέθανε το καλοκαίρι που μας πέρασε, μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας, οι συγγενείς της όμως δεν είδαν με καθόλου μάτι την παρουσία της μέσα σε όλο αυτό το φαρσικό όργιο, μηνύοντας την ομάδα παραγωγής της ταινίας επειδή δεν είχε καταστήσει σαφές στην γυναίκα ότι επρόκειτο για σατιρικό προϊόν.
Δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά ποιο από τα σκετς-επεισόδια της ταινίας μπορεί να ήταν στημένο και ποιο όχι. Αυτός που σίγουρα αγνοούσε ότι τον έχουν τυλίξει σε μια μεγαλειώδη φάρσα είναι ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης και νυν δικηγόρος και κολαούζος του Τραμπ, Ρούντι Τζουλιάνι, (μα καλά, τόσο σάπιος ξεκούτης είναι; τίποτα δεν ψιλιάστηκε;) ο οποίος εμφανίζεται όχι μόνο να χαριεντίζεται με την «κόρη του Μπόρατ», η οποία του παρουσιάστηκε ως (ιδεολογικώς) φίλα προσκείμενη δημοσιογράφος, αλλά και ξαπλωμένος στο κρεβάτι με τα χέρια να πλησιάζουν στο ξεκούμπωτο παντελόνι του. Εκ των υστέρων δήλωσε ότι του την έφεραν μπαμπέσικα, η εικόνα όμως είναι αποκαλυπτική και τον κάνει ρόμπα ως την αιωνιότητα.
Δεν ξέρω, ακόμα κι αυτή η «σοκαριστική» κλιμάκωση της ταινίας, μου άφησε μια ξινόπικρη (δυσάρεστη δηλαδή) γεύση. Δεν είμαι σίγουρος πλέον εάν και κατά πόσο εκτιμώ αυτές τις «αντάρτικες» πρακτικές, παρά τις ευγενείς προθέσεις του πολυσχιδούς δημιουργού, ο οποίος δήλωνε σε μεγάλη συνέντευξή του στους New York Times την προηγούμενη εβδομάδα σχετικά με τους στόχους της ταινίας: «Το 2005 χρειαζόταν ένας μισογύνης, ρατσιστής και αντισημίτης χαρακτήρας σαν τον Μπόρατ για να εκθέσει τις κρυφές προκαταλήψεις των ανθρώπων. Σήμερα πλέον αυτές οι εσωτερικές προκαταλήψεις εκδηλώνονται απροκάλυπτα. Οι ρατσιστές είναι περήφανοι που είναι ρατσιστές. Όταν ο ίδιος ο Πρόεδρος είναι απροκάλυπτος ρατσιστής και φασίστας, αλλάζει το ύφος του διαλόγου σε ολόκληρη την κοινωνία. Ο σκοπός σε αυτή την δεύτερη ταινία δεν ήταν να αποκαλυφθεί το μέγεθος των ρατσιστικών αντιλήψεων αλλά η ολισθηρή κάθοδος στον ολοκληρωτισμό, όπου το καθεστώς μόνο κατ' όνομα είναι δημοκρατικό, όπως συμβαίνει στην Ρωσία και στην Τουρκία».
Η αλήθεια όμως είναι ότι, όπως τακτικά έχει παρατηρηθεί τα δύο τελευταία χρόνια, η δυναστεία του Τραμπ δεν ακυρώνει μόνο την δημοκρατία, αλλά και την σάτιρα. Η αντίδραση στο τέρας με τα ίδια μέσα (fake news, χτυπήματα κάτω από τη ζώνη) μοιάζει κι αυτή με τερατούργημα. Ακόμα και η σινεμά βεριτέ, αποκαλυπτική σάτιρα του Μπόρατ μοιάζει κοινότοπη και επιμελώς κατεργασμένη στην εποχή του Τραμπ. Θεωρητικά, η προέλαση του Ντόναλντ Τραμπ (ή ΜακΝτόναλντ Τραμπ, όπως τον λέει ο Μπόρατ) στην εξουσία, θα αποτελούσε, αν μη τι άλλο, αστείρευτη πηγή έμπνευσης για την σάτιρα και για την κωμωδία, προσφέροντας διαρκώς έτοιμο υλικό. Όπως όμως σημείωσε τις προάλλες ο κωμικός και παρουσιαστής Τζον Όλιβερ, το «έτοιμο» υλικό που προσφέρει ο Τραμπ είναι το χειρότερο είδος κωμωδίας: «Μακάρι να ξεκουμπιστεί κι αυτός και η πανδημία για να επιστρέψει και η κωμωδία στον ρόλο της».