Πρόστιμο ύψους 20.000 ευρώ επέβαλε το ΕΣΡ στο MEGA για μετάδοση παραπλανητικής φωτογραφίας. Πρόκειται για τη φωτογραφία της ηλικιωμένης μπροστά σε ΑΤΜ την εποχή που επιβλήθηκαν τα capital controls. Όπως αποδείχτηκε η φωτογραφία αυτή δεν ήταν από ελληνική τράπεζα αλλά από το εξωτερικό και δεν είχε καμία σχέση με την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων στις ελληνικές τράπεζες.
Συγκεκριμένα στην απόφαση Αριθ. 301/17.9.2015 του ΕΣΡ αναφέρεται:
«Το ΕΣΡ έγινε αποδέκτης πολλών καταγγελιών σχετικά με τη μετάδοση, κατά τη διάρκεια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων της 29ης.6.2015 του ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού MEGA CHANNEL, που ανήκει στην εταιρεία με την επωνυμία ΤΗΛΕΤΥΠΟΣ Α.Ε., φωτογραφίας εικονίζουσας μια ηλικιωμένη γυναίκα να προστατεύει με το σώμα της ένα άλλο πρόσωπο που βρίσκεται μπροστά από μηχάνημα τραπεζικών συναλλαγών. Σύμφωνα με τον σταθμό, η φωτογραφία είχε ληφθεί «από τράπεζα χθες βράδυ στο κέντρο της Αθήνας», ενώ σύμφωνα με τις καταγγελίες πρόκειται για φωτογραφία από τη Ν. Αφρική. Η φωτογραφία μεταδόθηκε κατά τη διάρκεια ρεπορτάζ με θέμα τα κρούσματα επιθέσεων μετά από αναλήψεις μετρητών και τα μέτρα της ΕΛ. ΑΣ. για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Yπενθυμίζεται ότι κατά τη χρονική περίοδο μεταδόσεως του ρεπορτάζ είχε δημιουργηθεί μεγάλη ένταση στη λειτουργία των τραπεζών λόγω της διακοπής λειτουργίας τους.»
Σύμφωνα με το άρθρo 5 παρ. 1 του Π. Δ/τος 77/2003, κατά το οποίο «Η μετάδοση των γεγονότων πρέπει να είναι αληθής, ακριβής και όσον το δυνατόν πλήρης, τα γεγονότα πρέπει να παρουσιάζονται με προσοχή και αίσθημα ευθύνης, ώστε να μη δημιουργούν υπέρμετρη ελπίδα, σύγχυση ή πανικό στο κοινό». Εξάλλου, στο άρθρο 8 παρ. 1 εδ. α’ του Π. Δ/τος 77/2003 ορίζεται ότι «Δεν πρέπει να μεταδίδονται πληροφορίες χωρίς να έχουν ελεγχθεί».
Εν προκειμένω, ο τηλεοπτικός σταθμός Mega, όπως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω και όπως συμπληρωματικώς αναλύεται στο Υπόμνημα του σταθμού, αναμετέδωσε κατά τη διάρκεια δελτίου ειδήσεων την περιγραφόμενη ανωτέρω φωτογραφία, που δημοσιεύθηκε στην καθημερινή εφημερίδα Espresso (βλ. σχετική ένδειξη στο δεξιό άνω μέρος της οθόνης), αναφέροντας ότι πρόκειται για στιγμιότυπο από τράπεζα στο κέντρο της Αθήνας. Ωστόσο, όπως προκύπτει από αναζήτηση στο διαδίκτυο, η σχετική φωτογραφία (αγνώστου προελεύσεως) έχει αναπαραχθεί στο παρελθόν παντοιοτρόπως και σε κάθε περίπτωση δεν είναι δυνατό να εικονίζει στιγμιότυπο στο κέντρο της Αθήνας κατά τις ημέρες μετάδοσης του δελτίου ειδήσεων.
Επιπλέον, ενόψει της συγκυρίας μεταδόσεως της είδησης την επομένη της εκδόσεως της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου με την οποία τέθησαν περιορισμοί στις οικονομικές συναλλαγές και διεκόπη η λειτουργία των τραπεζών, γεγονότα που με τη σειρά τους προκάλεσαν συρροή των πολιτών στα μηχανήματα αυτόματης συναλλαγής των τραπεζών, η μετάδοση της φωτογραφίας αυτής ήταν δυνατό να προκαλέσει το αίσθημα του κινδύνου σε ορισμένους καταναλωτές, οι οποίοι ενδεχομένως να απέφευγαν να κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας. Εξάλλου, ο ισχυρισμός που παρατίθεται στο Υπόμνημα ότι, λόγω προηγούμενης δημοσίευσης της φωτογραφίας στην εφημερίδα Espresso, «συγγνωστά ο σταθμός θεώρησε την φωτογραφία επίκαιρη» δεν μπορεί να γίνει δεκτός, διότι η σχετική δημοσίευση δεν φέρει κανένα στοιχείο (π. χ. στοιχεία φωτογράφου, τοπικός προσδιορισμός) από το οποίο θα μπορούσε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι πρόκειται για αξιόπιστη πηγή άξια να αναπαραχθεί από άλλο μέσο ενημέρωσης, όταν μάλιστα το τελευταίο έχει μεγαλύτερη απήχηση σε σχέση με την εφημερίδα χαμηλής κυκλοφορίας Espresso. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η μετάδοση της ως άνω φωτογραφίας συνιστά ευθεία παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 και 8 παρ. 1 εδ. α’ του Π. Δ/τος 77/2003.»