Όταν ο Τζεφ Μπέζος αγόρασε την Washington Post το 2013, είπε ότι ήθελε να δώσει στην ιστορική αλλά δοκιμαζόμενη εφημερίδα τον "διάδρομο" που χρειαζόταν για να απογειωθεί στην ψηφιακή εποχή.
Λίγα χρόνια αργότερα, το αεροπλάνο φαινόταν να πετάει. Το αναγνωστικό κοινό αυξανόταν, τα έσοδα - που βασίζονταν στις νέες ψηφιακές συνδρομές - αυξάνονταν, και το φιλότιμο προσωπικό της εφημερίδας κονταροχτυπιόταν καθημερινά με τους New York Times για το ποιός θα βγάλει το καλύτερο ρεπορτάζ και ασκήσει ουσιαστικότερη δημοσιογραφία, ιδίως κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και της διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Bezos, σοφά, είχε αφήσει στη θέση του τον καταξιωμένο συντάκτη Marty Baron μέχρι να συνταξιοδοτηθεί το 2022. Ο δισεκατομμυριούχος ιδιοκτήτης, ο οποίος πλήρωσε μόνο 250 εκατομμύρια δολάρια για την εφημερίδα, έδωσε μάλιστα στην Post το διάσημο πλέον σύνθημά της: "Η δημοκρατία πεθαίνει στο σκοτάδι". Η Post είχε ξαναβρεί την επιβλητικότητα που είχε επί της θρυλικής εκδότριας Katharine Graham όταν αποκάλυψε το σκάνδαλο Watergate που βοήθησε στην πτώση ενός διεφθαρμένου προέδρου τη δεκαετία του 1970.
Αλλά αυτές τις μέρες, η Post δυσκολεύεται και πάλι. Πέρυσι έχασε περίπου 100 εκατ. δολάρια, το αναγνωστικό κοινό έχει μειωθεί δραματικά και το προσωπικό της εφημερίδας που αριθμεί περίπου 1.000 άτομα έχει συρρικνωθεί λόγω αποχωρήσεων και απολύσεων.
Στο προσκήνιο εμφανίζεται τώρα ο Γουίλ Λιούις, ένας σκληροτράχηλος Βρετανός δημοσιογράφος που είχε διατελέσει εκδότης της Wall Street Journal. Τον Ιανουάριο, ο Μπέζος τον διόρισε εκδότη και διευθύνοντα σύμβουλο της Post.
Μέχρι στιγμής, η θητεία του ήταν δύσκολη, με την περασμένη εβδομάδα να είναι ιδιαίτερα χαοτική.
Ο Λιούις προέβη σε αρκετές ωμές κινήσεις που αποξένωσαν και εξόργισαν το εξαιρετικά ταλαντούχο δημοσιογραφικό προσωπικό. Εκδίωξε αιφνιδιαστικά τη Σάλι Μπούζμπι, η οποία είχε διαδεχθεί τον Μπάρον για να γίνει η πρώτη γυναίκα εκδότης της εφημερίδας, και την αντικατέστησε αμέσως με δύο πρώην συναδέλφους του, ενώ αποκάλυψε τα σχέδιά του για μια ριζικά αναδιαρθρωμένη αίθουσα σύνταξης (ο πρώην αρχισυντάκτης της Wall Street Journal Ματ Μάρεϊ και ο πρώην αναπληρωτής εκδότης της Telegraph Ρομπ Γουίνετ θα ηγηθούν δύο συγγενών εφημερίδων της Post, συμπεριλαμβανομένης μιας νέας αφιερωμένης στη "δημοσιογραφία των υπηρεσιών και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης"- και στη συνέχεια θα αλλάξουν ρόλους μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου. Όλα αυτά φαίνονται πολύ περίεργα).
Αιφνιδιασμένο και προβληματισμένο, το προσωπικό αντέδρασε με οργή και σκεπτικισμό. Σε μια σύσκεψη τη Δευτέρα, η διακεκριμένη πολιτική συντάκτρια Ashley Parker αμφισβήτησε τις αποφάσεις του Lewis, αποσπώντας το χειροκρότημα των συναδέλφων της. "Τώρα έχουμε τέσσερις λευκούς άνδρες να διευθύνουν την αίθουσα σύνταξης", είπε, σύμφωνα με το μη κερδοσκοπικό ειδησεογραφικό δίκτυο Notus.
Και μια κορυφαία ερευνητική δημοσιογράφος, η Carol Leonnig, φέρεται να αντέδρασε στις αλλαγές στην ηγεσία, σημειώνοντας ότι "επιλέξατε ανθρώπους με πολύ διαφορετική κουλτούρα από την Washington Post", προφανώς επειδή αντικατοπτρίζουν την κουλτούρα των σκανδαλοθηρικών εφημερίδων της Fleet Street και της ελεγχόμενης από τον Murdoch Wall Street Journal.
Ο Lewis θύμωσε και αμύνθηκε. "Χάνουμε μεγάλα χρηματικά ποσά. Το κοινό σας έχει μειωθεί σχεδόν στο μισό τα τελευταία χρόνια. Ο κόσμος δεν διαβάζει τα άρθρα σας".
Ισχυρίστηκε επίσης ότι του άρεσε να συνεργάζεται με την Buzbee και ευχήθηκε να μπορούσε να συνεχιστεί αυτό. Αυτό φάνηκε ανειλικρινές, όπως και οι υποσχέσεις του για ποικιλομορφία στην ηγεσία.
Τι μέλλει γενέσθαι; Πολλά θα εξαρτηθούν από τις επόμενες μέρες.
Με στοιχεία από τoν Guardian