Η Ισλανδία, μια από τις μόνες χώρες στον κόσμο που επιτρέπει το κυνήγι φαλαινών για εμπορικούς λόγους, μαζί με τη Νορβηγία και την Ιαπωνία, σχεδιάζει να τερματίσει τη φαλαινοθηρία από το 2024.
Ο λόγος είναι ότι η ζήτηση μειώνεται, όπως δήλωσε η υπουργός Αλιείας.
«Υπάρχουν λίγες δικαιολογίες για να επιτραπεί το κυνήγι φαλαινών μετά το 2024», όταν λήγουν οι τρέχουσες ποσοστώσεις, έγραψε στην εφημερίδα Morgunblaðið η Svandis Svavarsdóttir, μέλος του κόμματος των Αριστερών Πρασίνων.
«Έχουμε ελάχιστες αποδείξεις ότι υπάρχει κάποιο οικονομικό πλεονέκτημα σε αυτή τη δραστηριότητα», πρόσθεσε.
Οι ετήσιες ποσοστώσεις της Ισλανδίας για την περίοδο 2019-23 επιτρέπουν το κυνήγι 209 πτερυγοφαλαινών, το δεύτερο μεγαλύτερο είδος του πλανήτη μετά τη μπλε φάλαινα, και 217 φαλαινών Minke, ενός από τα μικρότερα είδη.
Όμως, τα τελευταία τρία χρόνια, οι δύο κύριοι κάτοχοι άδειας έχουν αναστείλει το κυνήγι φαλαινών τους και ο ένας από αυτούς αποχώρησε οριστικά ήδη από το 2020.
Μόνο μια φάλαινα έχει σκοτωθεί τα τελευταία τρία χρόνια, μια φάλαινα Minke το 2021.
Η ζήτηση για το κρέας της φάλαινας στην Ισλανδία μειώθηκε δραματικά από τότε που η Ιαπωνία, η κύρια αγορά παγκοσμίως, επέστρεψε στην εμπορική φαλαινοθηρία το 2019 μετά την αποχώρησή της από τη Διεθνή Επιτροπή Φαλαινοθηρίας (IWC).
Το κυνήγι είχε επίσης γίνει πολύ ακριβό μετά την επέκταση μιας παράκτιας ζώνης απαγόρευσης αλιείας, που απαιτούσε από τα φαλαινοθηρικά να πηγαίνουν ακόμη πιο μακριά στην ανοιχτή θάλασσα.
Επιπλέον, οι απαιτήσεις ασφάλειας για το εισαγόμενο κρέας ήταν πιο αυστηρές από ό,τι για τα τοπικά προϊόντα, καθιστώντας τις εξαγωγές της Ισλανδίας πιο δύσκολες.
Οι περιορισμοί της κοινωνικής απόστασης για την καταπολέμηση της πανδημίας του κορωνοϊού σήμαινε ακόμη ότι τα ισλανδικά εργοστάσια επεξεργασίας κρέατος φαλαινών δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν κανονικά.
Στην τελευταία πλήρη σεζόν το 2018, σκοτώθηκαν 146 πτερυγοφάλαινες και έξι φάλαινες Minke.
Η Ισλανδία ξανάρχισε την εμπορική φαλαινοθηρία το 2006 παρά το μορατόριουμ της IWC το 1986, στο οποίο είχε αντιταχθεί.
Με πληροφορίες του Guardian