Το 2017 ήταν μία χρονιά που θυμούνται ακόμα οι θαλάσσιοι βιολόγοι στη Νότια Αφρική, αφού μέσα σε μόλις τέσσερις μήνες είχαν ξεβραστεί πέντε κουφάρια λευκών καρχαριών. Σε τέσσερα από αυτά έλειπε το συκώτι και από ένα είχε αφαιρεθεί «όχι και τόσο χειρουργικά» η καρδιά.
Πλέον οι επιστήμονες έχουν βρει τους δράστες: δύο αρσενικές όρκες, ο Port και ο Starboard, που αρέσκονται στο πλούσιο σε ενέργεια συκώτι καρχαρία.
Οι επιθέσεις συνεχίζονται καθώς το ζεύγος μάλλον δεν είναι οι μόνες όρκες που τρομοκρατούν τους λευκούς καρχαρίες στην περιοχή. Μελέτη που δημοσιεύθηκε την προηγούμενη Τετάρτη στο επιστημονικό περιοδικό African Journal of Marine Science διαπίστωσε ότι οι όρκες εκτοπίζουν τους λευκούς καρχαρίες ως το κορυφαίο αρπακτικό στο Γκανσμπάι, έναν δημοφιλή προορισμό για την παρατήρηση καρχαριών, περίπου 75 μίλια ανατολικά του Κέιπ Τάουν.
Με την απουσία των μεγάλων λευκών καρχαριών να γίνεται όλο και πιο αντιληπτή, τα μικρότερα αρπακτικά μπορούν να πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα, απειλώντας τα θηράματα και αποσταθεροποιώντας ολόκληρο το οικοσύστημα.
Παρόμοιες καταστάσεις με αλλαγή του κορυφαίου θηρευτεί έχουν μελετηθεί εκτενώς σε χερσαία οικοσυστήματα, αλλά η καταγραφή του ίδιου φαινομένου στον ωκεανό είναι σπάνια, σύμφωνα με την Alison Towner, θαλάσσια βιολόγο στο Dyer Island Conservation Trust που ηγήθηκε της μελέτης.
«Τώρα έχουμε χειροπιαστές αποδείξεις ότι ένα από τα μεγαλύτερα κορυφαία αρπακτικά των ωκεανών εκτοπίζει πλήρως το άλλο και είναι η πρώτη φορά στον κόσμο που κουφάρια λευκού καρχαρία είναι διαθέσιμα για επιστημονική εξέταση αμέσως μετά το κυνήγι τους από φάλαινες δολοφόνους», έγραψε σε ένα email στην Washington Post.
Οι ερευνητές ξεκίνησαν τη μελέτη το 2017, αφού πραγματοποίησαν νεκροψίες στους λευκούς καρχαρίες που έπεσαν θύματα του Port και του Starboard, οι οποίοι αναγνωρίστηκαν από τα χαρακτηριστικά ραχιαία πτερύγιά τους.
Πριν τις πρώτες επιθέσεις του 2017, τα νερά στα ανοικτά του Γκανσμπάι ήταν συνήθως γεμάτα με καρχαρίες, και οι επιστήμονες κατέγραφαν σχεδόν επτά θεάσεις την ημέρα. Όμως στους έξι μήνες μετά τις επιθέσεις των όρκων, η συχνότητα παρατήρησης έπεσε αμέσως σε 1,17 ανά ημέρα. Ο μέσος όρος παρέμεινε κάτω από δύο θεάσεις την ημέρα και όλο το 2018 και το 2019.
Πριν από το 2017, είχαν καταγραφεί στα αρχεία μόνο δύο περίοδοι (από την έναρξη της συλλογής δεδομένων) κατά τις οποίες τα λευκά κήτη δεν είχαν παρατηρηθεί για μια εβδομάδα ή περισσότερο: μια εβδομάδα το 2007 και μια περίοδο τριών εβδομάδων το 2016. Το 2019 περνούσαν ακόμα 10 εβδομάδες μεταξύ των παρατηρήσεων.
Οι παρατεταμένες απουσίες καρχαριών, σε συνδυασμό με την αύξηση θεάσεων όρκας, οδήγησαν τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι ο φόβος για τα μεγαλύτερα αρπακτικά πιθανώς οδηγούσε τους λευκούς κήτους μακριά από αυτά τα νερά.
Οι όρκες μπορούν να γίνουν κατά 50% μεγαλύτερες από τους λευκούς καρχαρίες και μια προηγούμενη μελέτη είχε δείξει ότι εκτόπισαν τα λευκά κήτη στα ανοικτά των ακτών του Σαν Φρανσίσκο. Όμως είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει στα ανοικτά της νότιας Αφρικής.
Οι ερευνητές παρομοίασαν τη συμπεριφορά των μεγάλων λευκών καρχαριών με τα άγρια σκυλιά στο Σερενγκέτι της Τανζανίας, τα οποία εγκαταλείπουν μακροπρόθεσμα την περιοχή τους όταν έρχονται λιοντάρια.
Η μελέτη εξέτασε επίσης τον τρόπο με τον οποίο το οικοσύστημα αντέδρασε στην απουσία των λευκών καρχαριών. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι η εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαταραχές της τροφικής αλυσίδας, καθώς η μείωση ή η εξαφάνιση ενός είδους από το αντίστοιχο επιπέδο του τροφικού πλέγματος, αποσταθεροποιεί ολόκληρο το οικοσύστημα.
«Η οικολογία είναι μια ισορροπία», έγραψε ο Towner. «Αφαιρέστε τους καρχαρίες από την κορυφή και τα πάντα διαταράσσονται, τα μικρότερα αρπακτικά κυριαρχούν και το σύστημα μπορεί ενδεχομένως να καταρρεύσει ή ενδεχομένως κάποια είδη μέσα σε αυτό».
Ελλείψει των λευκών καρχαριών, μικρότεροι φαλαινών μετακινήθηκαν στην περιοχή για πρώτη φορά, ένα σημάδι των ταχέων επιπτώσεων χαμηλότερα στην τροφική αλυσίδα. Στο Γκανσμπάι, οι μεγάλοι λευκοί καρχαρίες κρατούν σε συγκεκριμένα επίπεδα τον τοπικό πληθυσμό της φώκιας του Ακρωτηρίου.
Χωρίς έναν θηρευτή που να τον φοβούνται, οι φώκιες θα μπορούν να κυνηγούν τους αφρικανικούς πιγκουίνους υπό εξαφάνιση ή να καταβροχθίζουν περισσότερα μικρά ψάρια με τα οποία τρέφονται ως τώρα οι πιγκουίνοι.
Οι ερευνητές εξέτασαν εναλλακτικές εξηγήσεις για την απουσία των μεγάλων λευκών καρχαριών, όπως η θερμοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας και η αλιεία, αλλά καμία από αυτές δεν μπορούσε να εξηγήσει την ξαφνική τοπική μείωση στο Γκανσμπάι. Στον κόλπο Mossel, μια άλλη περιοχή που συχνάζουν οι λευκοί καρχαρίες περίπου 200 μίλια ανατολικά, το ζεύγος των όρκων δεν εθεάθη και οι θεάσεις καρχαριών παρέμειναν σταθερές.
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι όρκες μπορεί να μετακινήθηκαν στο Γκανσμπάι, λόγω της έλλειψης τροφής σε άλλες περιοχές. Οι επιστήμονες εξετάζουν κατά πόσον οι μεταβαλλόμενες συνθήκες στα ανοικτά της θάλασσας που συνδέονται εν μέρει με την κλιματική αλλαγή οδηγούν τις όρκες έξω από τις συνήθη όρια για κυνήγι, σύμφωνα με τον Towner.
Παρόλο που οι λευκοί καρχαρίες κυριαρχούν όλο και περισσότερο σε ορισμένες περιοχές, όπως στις ακτές της Καλιφόρνια, ο συνολικός πληθυσμός τους παραμένει ευάλωτος και η εμφάνιση ενός νέου θηρευτή είναι ανησυχητική, σύμφωνα με τους ερευνητές. Ο Τάουνερ δήλωσε ότι η μελέτη χρησιμεύει ως προειδοποίηση για περισσότερες οικολογικές ζημιές που πρόκειται να προκληθούν.
«Είναι λες και η επιστήμη δεν μπορεί να συμβαδίσει με το πόσο γρήγορα αλλάζει η οικολογία», είπε. «Τα στοιχεία υπάρχουν, πρέπει να ληφθούν υπόψη τους υπεύθυνους που χαράζουν πολιτική, για να αποφευχθεί μια κλιμάκωση στην οποία δεν θα μπορούμε πια να βοηθήσουμε».
Με πληροφορίες από Washington Post