Επιστήμονες έχουν διαπιστώσει ότι η επικίνδυνη διατροφική διαταραχή της νευρικής ανορεξίας δεν είναι μια καθαρά ψυχιατρική κατάσταση, αλλά ίσως οδηγείται επίσης από προβλήματα που σχετίζονται με τον μεταβολισμό.
Το εύρημα μπορεί να βοηθήσει ώστε να εξηγηθούν οι κακές επιδόσεις της ιατρικής για τη θεραπεία της ασθένειας και να ανοίξει το δρόμο για ριζοσπαστικές νέες προσεγγίσεις για την πρόβλεψη και τη θεραπεία των ατόμων που κινδυνεύουν περισσότερο, αναφέρει ο Guardian.
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν την ανακάλυψη αφού συνέκριναν το DNA περίπου 17.000 ατόμων με ανορεξία με αυτό που έλαβαν περισσότερους από 55.000 υγιείς ανθρώπους. Στη μελέτη συμμετείχαν άνθρωποι από 17 χώρες και το dna τους αναλύθηκε για να εντοπιστούν γενετικές μεταλλάξεις που ήταν πιο συχνές σε ασθενείς με ανορεξία.
Η μελέτη αποκάλυψε οκτώ γονίδια που συνδέουν την ανορεξία με το άγχος, την κατάθλιψη και την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, όλα αναμενόμενα. Αλλά επίσης υπογράμμισε τη σημασία του DNA τους που εμπλέκεται στην καύση λίπους, στη σωματική άσκηση και στην αντοχή στον διαβήτη τύπου 2.
«Αυτό που δείχνει η μελέτη μας, είναι ότι δεν μπορούμε πλέον να αντιμετωπίζουμε την ανορεξία και ίσως και άλλες διατροφικές διαταραχές, ως καθαρά ψυχιατρικές ή ψυχολογικές διαταραχές», δήλωσε ο Gerome Breen, γενετιστής στο King's College του Λονδίνου, ο οποίος συμμετείχε στη μελέτη με Αμερικανούς ερευνητές στο Πανεπιστήμιο της Β. Καρολίνας στο Chapel Hill. «Η ανορεξία έχει τους αναμενόμενους συσχετισμούς με το άγχος, την κατάθλιψη και την OCD, αλλά και με μεταβολικούς συσχετισμούς που δεν συναντάμε σε καμία άλλη ψυχιατρική διαταραχή», πρόσθεσε ο Breen.
Αν και φαίνονται υγιή, τα γονίδια μεταβολισμού φαίνεται να συνδυάζονται με γονίδια που συνδέονται με ψυχιατρικά θέματα και αυξάνουν τον κίνδυνο ανορεξίας. Περίπου το ήμισυ της ανορεξίας εξηγείται από τη γενετική, με το υπόλοιπο να αποδίδεται σε άλλους παράγοντες, αναφέρει η έρευνα. Οι ερευνητές δεν έχουν διερευνήσει πλήρως το ρόλο που διαδραματίζουν όσα ανακάλυψαν. Ωστόσο, υποψιάζονται ότι οι μεταλλάξεις επιτρέπουν στους ανθρώπους να λιμοκτονούν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Όταν οι περισσότεροι άνθρωποι χάνουν βάρος, υπάρχουν σήματα στο σώμα που ωθούν σε αλλαγή, διεγείροντας την όρεξη. «Αυτά είναι πολύ σημαντικά για τον έλεγχο του επιπέδου βάρους», δήλωσε στο BBC News ένας καθηγητής που συμμετείχε στην έρευνα. «Είναι πιθανό ότι όταν οι άνθρωποι χάνουν βάρος με νευρική ανορεξία, δεν έχουν τόσο ισχυρά σήματα για να επιστρέψουν πίσω στο φυσιολογικό», συμπλήρωσε
Η νευρική ανορεξία είναι η πιο θανατηφόρος από όλες τις ψυχιατρικές ασθένειες. Το ποσοστό κυμαίνεται μεταξύ 1% και 4% σε γυναίκες και σε περίπου 0,3% στους άνδρες. Αυτοί που έχουν προσβληθεί μπορούν να έχουν επικίνδυνα χαμηλό σωματικό βάρος και αλλοιωμένη αντίληψη της εμφάνισης του σώματός τους ενώ μπορεί να τρομοκρατηθούν στην ιδέα του να πάρουν βάρος. Ενώ μερικοί τρώνε ελάχιστα, σε βαθμό λιμοκτονίας, άλλοι τρώνε κανονικά, αλλά ασκούνται μέχρι το σημείο που καίγονται περισσότερες θερμίδες από όσες καταναλώνουν.
Η διαταραχή μπορεί να αντιμετωπιστεί με ένα συνδυασμό ψυχολογικών παρεμβάσεων, αλλά αυτά δεν είναι πάντα επιτυχημένοι. Οι γιατροί έχουν εδώ και πολύ καιρό θεωρήσει ότι το οικογενειακό περιβάλλον αποτελεί παράγοντα νευρικής ανορεξίας, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και ευρέως διαδεδομένες πεποιθήσεις μπορεί να είναι λανθασμένες.
Τα οκτώ γονίδια που προσδιορίζονται στην έρευνα, εξηγούν μόνο ένα μικρό μέρος της ανορεξίας. Όπως συμβαίνει με πολλές ιατρικές καταστάσεις, είναι πιθανό να υπάρχουν εκατοντάδες ή χιλιάδες γονίδια συνολικά που συμβάλλουν στον κίνδυνο ένα άτομο να αναπτύξει τη διαταραχή.
Ο Breen δήλωσε ότι τώρα υπάρχει ανάγκη οι επιστήμονες να μελετήσουν το μεταβολισμό των ανθρώπων με ανορεξία και άλλες διατροφικές διαταραχές για να δουν αν ήταν δυνατό να αναπτυχθούν θεραπείες με βάση το μεταβολισμό ή να εντοπιστούν εκείνοι που κινδυνεύουν από υποτροπή, ένα κοινό πρόβλημα στην ανορεξία. «Η πρόβλεψη της υποτροπής είναι ένα από τα πιο πολύτιμα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε», είπε. Η μελέτη δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό Nature Genetics.
Ο Rebecca Park, σύμβουλος ψυχίατρος που μελετά διατροφικές διαταραχές στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, δήλωσε ότι ενώ η έρευνα δεν παρείχε άμεση λύση, μπορεί να οδηγήσει σε νέους τρόπους αντιμετώπισης της ανορεξίας.«Αυτή η μελέτη προσθέτει κάτι πραγματικά σημαντικό», είπε. «Δίνει το μήνυμα στους πάσχοντες και τις οικογένειές τους, καθώς και στους επαγγελματίες που παρέχουν ή αναπτύσσουν θεραπείες, ότι η ανορεξία δεν μπορεί να θεωρείται μόνο ως μια ψυχιατρική πάθηση».
Με πληροφορίες από BBC/ Guardian
σχόλια