Το κλάμα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας, μία αίσθηση που έχει νιώσει ο καθένας μας, αλλά στο ζωικό βασίλειο, είμαστε το μοναδικό είδος που χρησιμοποιεί τα δάκρυα για να εκφράσει συναισθήματα.
Άλλα ζώα έχουν τη δυνατότητα να παράγουν δάκρυα για να προστατεύσουν τα μάτια τους, αλλά οι επιστήμονες πιστεύουν ότι μόνο οι άνθρωποι κλαίνε όταν νιώθουν έντονη λύπη ή συγκίνηση. Ωστόσο, δεν είναι ακόμη σαφές γιατί ο οργανισμός μας αντιδράει με αυτό τον τρόπο και το ανθρώπινο κλάμα παραμένει μυστήριο.
Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι δεν υπάρχει μία συγκεκριμένη περιοχή του μυαλού που είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία αισθημάτων όπως λύπη ή θυμός και σύμφωνα με τους New York Times, οι ερευνητές δεν έχουν ακόμη μελετήσει τη δραστηριότητα του εγκεφάλου μας την ώρα που κλαίμε.
Όμως, υπάρχουν κάποιες πληροφορίες που μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε το φαινόμενο, όπως γιατί παράγουμε δάκρυα, ποια είναι η σύνθεση τους και γιατί το κλάμα μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα.
Τα τρία είδη δακρύων
Σε γενικές γραμμές, κάθε πλάσμα που έχει βολβούς παράγει δύο τύπους δακρύων, τα βασικά και τα αντανακλαστικά δάκρυα. Τα πρώτα διατηρούν το μάτι υγρό, ενώ τα δεύτερα δίνουν προστασία από εξωτερικούς ερεθιστικούς παράγοντες, όπως η σκόνη.
Οι άνθρωποι, όμως, έχουν και έναν τρίτο τύπο δακρύων, τα συναισθηματικά δάκρυα, που πέφτουν όταν είναι συναισθηματικά φορτισμένοι, είτε από τη λύπη, είτε από τη συγκίνηση.
Όπως εξηγεί η Νταρλίν Νταρτ, καθηγήτρια οφθαλμολογίας στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, οι τρις τύποι δακρύων είναι δομικά πανόμοιοι, καθώς κατά κύριο λόγω αποτελούνται από νερό, έλαια, βλέννα, αντιβακτηριακές πρωτεΐνες και ηλεκτρολύτες.
Ίσως, έχετε παρατηρήσει ότι μικροσκοπικές ποσότητες βασικών δακρύων απελευθερώνονται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Όταν εξατμίζονται, η θερμοκρασία των βολβών πέφτει ελαφρώς, γεγονός που σηματοδοτεί ότι τα μάτια πρέπει να παράγουν περισσότερα βασικά δάκρια για να αποφευχθεί η ξήρανση των ματιών.
Τα αντανακλαστικά και τα συναισθηματικά δάκρια απελευθερώνουν περισσότερο νερό, για αυτό τρέχουν ρυάκια από τα μάτια μας όταν κόβουμε κρεμμύδια ή αν βρισκόμαστε σε μία κηδεία. Αυτό το επιπλέον υγρό προέρχεται κυρίως από ειδικούς δακρυϊκούς αδένες που βρίσκονται κάτω από τα φρύδια και ρυθμίζονται από εγκεφαλικά κύτταρα.
Για τα αντανακλαστικά δάκρυα, τα νεύρα στα μάτια δίνουν σήμα στον εγκέφαλο ότι χρειάζονται δάκρυα για να ξεπλύνουν οτιδήποτε τα ερεθίζει. Όσο για τα συναισθηματικά δάκρυα, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι διαφορετικά μέρη του εγκεφάλου επικοινωνούν με τα κύτταρα που ενεργοποιήσουν τους δακρυϊκούς αδένες.
Γιατί κλαίμε;
Πολλά ζώα, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων, ουρλιάζουν από αγωνία, με τους ειδικούς να πιστεύουν ότι εξελίξαμε αυτή την ικανότητα κατά τη βρεφική ηλικία, ως μέσο επιβίωσης. Αυτό γιατί τα περισσότερα μωρά θηλαστικά βασίζονται σε μία μητέρα ή έναν πατέρα για την επιβίωσή τους και το κλάμα είναι ο πιο άμεσος τρόπος να ζητήσουν βοήθεια από έναν γονέα.
Αλλά τα ζώα δε χύνουν συναισθηματικά δάκρυα και για τις πρώτες εβδομάδες της ζωής τους, ούτε και οι άνθρωποι. Αντιθέτως, τα νεογέννητα βρέφη ακολουθούν το παράδειγμα των ζώων και ουρλιάζουν για να απαιτήσουν την προσοχή. Μέχρι που, κάποια στιγμή έπειτα από έναν ή δύο μήνες στον κόσμο, αρχίζουν να παράγουν και δάκρυα.
Δεν είναι ακόμη γνωστός ο ακριβώς λόγος για τον οποίο αναπτύξαμε αυτή τη δυνατότητα. Είναι πιθανό ότι όταν ουρλιάζουμε, ασκείται πίεση στα στους βολβούς των ματιών, διεγείροντας τους δακρυϊκούς αδένες, σύμφωνα με τον Δρ Αντ Βίνγκερχοετς, καθηγητή κλινικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τίλμπουργκ, στην Ολλανδία και ένας από τους σημαντικότερους ειδικούς στο ανθρώπινο κλάμα.
Μία άλλη θεωρία προτείνει ότι το κλάμα είναι εξελικτικό πλεονέκτημα που αποκτήσαμε, ώστε αντί να ουρλιάζουμε, να κλαίμε, κάτι που μας επιτρέπει να εκφράζουμε τη δυσφορία μας πολύ πιο ήσυχα. Η συγκεκριμένη ικανότητα θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη στους προγόνους μας που ζούσαν στην εξοχή και έπρεπε να προφυλάσσονται από άλλα αρπακτικά ζώα.
Όσο μεγαλώνουμε, κλαίμε για διαφορετικούς λόγους
Για τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, συνήθως κλαίμε επειδή κάτι μας συνέβη, όπως ένας τραυματισμός ή η απώλεια ενός αγαπημένου παιχνιδιού. Όμως όσο γινόμαστε όλο και πιο ώριμοι συναισθηματικά, τα δάκρυα μας τείνουν να σχετίζονται με τις διαπροσωπικές μας σχέσεις και όχι με τον σαρκικό πόνο.
Μία από τις πιο κοινές αιτίες πίσω από το κλάμα είναι η απουσία ή η απώλεια κάποιου αγαπημένου προσώπου, αλλά κάποιες φορές κλαίμε και εκ μέρους άλλων ανθρώπων ή και φανταστικών χαρακτήρων, καθώς προσπαθούμε να μπούμε στη θέση τους.
Μάλιστα, έτσι ακριβώς μελετούν οι επιστήμονες το φαινόμενο: Δείχνουν στους ανθρώπους μία συναισθηματική σκηνή από ταινία και περιμένουν να δουν αν το αντικείμενο θα κλάψει.
Γιατί κάποιοι άνθρωποι κλαίνε περισσότερο από άλλους
Μπορεί να είναι κλισέ, αλλά τα στατιστικά δείχνουν ότι ο πιο ακριβής προγνωστικός παράγοντας για το πόσο συχνά κλαίει κανείς είναι το φύλο. Όπως έχουν δείξει μελέτες σε όλο τον κόσμο, οι γυναίκες απλώς τείνουν να κλαίνε περισσότερο από τους άνδρες.
Ωστόσο, αυτή η διαφοροποίηση ανάμεσα στα δύο φύλλα πιθανότατα μπορεί να αποδοθεί σε κοινωνικούς παράγοντες, λένε οι ειδικοί. Άλλωστε, τα μικρά αγόρια και κορίτσια κλαίνε με περίπου την ίδια συχνότητα, τονίζει ο Τζόναθαν Ρότενμπεγκ, καθηγητής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο Cornell.
Όπως εξηγεί, μόνο με την πάροδο του χρόνου αρχίζει να παρατηρείται χάσμα ανάμεσα στα δύο φύλα και εικάζει ότι αυτό συμβαίνει επειδή η κοινωνία σε μεγάλο βαθμό θεωρεί σημαντικό οι άνδρες να είναι σκληροί και όχι συναισθηματικοί.
Οι ορμόνες μπορεί επίσης να παίζουν κάποιο ρόλο, καθώς οι διαφοροποιήσεις στο πόσο πολύ κλαίνε τα αγόρια και τα κορίτσια εμφανίζονται στην εφηβεία, όταν δηλαδή υπάρχουν μεγάλες μεταβολές στις σεξουαλικές ορμόνες. Σύμφωνα με μία υπόθεση, τα αυξημένα επίπεδα τεστοστερόνης μπορεί να καταστέλλουν τα δάκρυα ή να καθιστούν την παραγωγή τους λιγότερο πιθανή. Πάντως, οι New York Times αναφέρουν ότι είναι λίγες οι μελέτες που έχουν γίνει πάνω στο θέμα.
Τα προνόμια του κλάματος
Μία από τις μεγαλύτερες επιστημονικές διαμάχες σχετικά με το κλάμα αφορά τους λόγους για τους οποίους νιώθουμε καλύτερα αφότου έχουμε κλάψει.
Σε μία από τις πιο εκτεταμένες έρευνες του φαινομένου, λίγο περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες απάντησαν ότι αισθάνθηκαν καλύτερα έπειτα από την τελευταία φορά που έκλαψαν, ενώ το 40% δήλωσε ότι δε βίωσε καμία διαφορά και το 10% ότι ένιωσε χειρότερα.
Κατά κάποιο τρόπο, όταν κλαίμε ενώ είμαστε μόνοι μας έχουμε την ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με τα συναισθήματά μας.
«Μας αναγκάζει να σκεφτούμε γιατί κλαίμε. Να το αντιμετωπίσουμε συναισθηματικά και να επεξεργαστούμε, κατά κάποιον τρόπο, οτιδήποτε μας αναστατώνει», είπε στους New York Times η Δρ. Λορέν Μπίλσμα, καθηγήτρια ψυχιατρικής και ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ.
Επιπλέον, οι άνθρωποι τείνουν να αισθάνονται καλύτερα αν το επεισόδιο κλάματος προκλήθηκε από ένα θέμα που μπορεί να επιλυθεί, όπως μια διαφωνία με έναν σύντροφο και όχι από μια κατάσταση που βρίσκεται εκτός του ελέγχου τους, όπως η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, δήλωσε ο Δρ Αντ Βίνγκερχοετς.
Σε κοινωνικές καταστάσεις, ο μεγαλύτερος παράγοντας για το πως θα αισθάνεται κάποιος αφότου κλάψει είναι οι αντιδράσεις του περίγυρού του. Οι άνθρωποι που λαμβάνουν υποστηρικτικά σχόλια ή μία αγκαλιά, τείνουν να αισθάνονται καλύτερα, ενώ όσοι αντιμετωπίζονται με χλευασμό όταν κλαίνε, είναι πιθανό να αισθανθούν χειρότερα.
Αυτό είναι λογικό, καθώς οι ειδικοί εκτιμούν ότι ο πρωταρχικός σκοπός του κλάματος, άσχετα με την ηλικία, είναι να επικοινωνήσουμε στους γύρω μας ότι αισθανόμαστε δυσφορία. Έτσι, η επιστήμη λέει ότι αν κάποιος κλαίει γύρω σας, το σωστό είναι να δείξετε τη στήριξή σας.
Με πληροφορίες από New York Times