Η Αυστραλία ολοκλήρωσε το νομοσχέδιο της και γίνεται η πρώτη χώρα που επιβάλλει στο Facebook και την Google να πληρώνουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για περιεχόμενο ειδήσεων.
Πρόκειται για παγκόσμια πρώτη κίνηση με στόχο την προστασία της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας, κίνηση που έχει αντιταχθεί έντονα από τους κολοσσούς του διαδικτύου.
Σύμφωνα με νόμους που θα εισάγουν προς ψήφιση στο κοινοβούλιο αυτήν την εβδομάδα, οι εταιρείες κολοσσοί πρέπει να διαπραγματευτούν με τοπικούς εκδότες και ραδιοτηλεοπτικούς φορείς το ποσό που θα πληρώνουν για περιεχόμενο που εμφανίζεται στις πλατφόρμες τους.
Εάν δεν μπορούν να επιτύχουν μια συμφωνία, τότε ένας διαμεσολαβητής που διορίζεται από την κυβέρνηση θα αποφασίσει γι 'αυτούς.
«Αυτή είναι μια τεράστια μεταρρύθμιση. Είναι ένας κόσμος πρωτόγνωρος και όλη η υφήλιος παρακολουθεί τι συμβαίνει εδώ στην Αυστραλία», δήλωσε σε δημοσιογράφους o Josh Frydenberg, αρμόδιος ομοσπονδιακός ταμίας.
«Η νομοθεσία μας θα βοηθήσει να διασφαλιστεί ότι οι κανόνες του ψηφιακού κόσμου αντικατοπτρίζουν τους κανόνες του φυσικού κόσμου και τελικά θα διατηρήσουν το τοπίο των Μέσων μας» πρόσθεσε.
Ο νόμος αντιστοιχεί στον ισχυρότερο έλεγχο της δύναμης της αγοράς των τεχνολογικών κολοσσών παγκοσμίως και μετά από τρία χρόνια έρευνας και διαβούλευσης, τελικά υποβλήθηκε σε δημόσια διαβούλευση τον Αύγουστο, όταν οι αμερικανικές εταιρείες προειδοποίησαν ότι ενδέχεται να σταματήσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην Αυστραλία.
Ο διευθύνων σύμβουλος του Facebook της Αυστραλίας, Will Easton, δήλωσε την Τρίτη ότι η εταιρεία θα επανεξετάσει τη νομοθεσία και θα «συμμετάσχει στην επικείμενη κοινοβουλευτική διαδικασία με στόχο την εδραίωση ενός εφαρμόσιμου πλαισίου για την υποστήριξη του συστήματος ειδήσεων της Αυστραλίας».
Εκπρόσωπος της Google, από την άλλη, αρνήθηκε να σχολιάσει, λέγοντας ότι η εταιρεία δεν είχε ακόμη δει την τελική έκδοση του προτεινόμενου νόμου.
Μέχρι πρόσφατα, οι περισσότερες χώρες έχουν παραμείνει αδρανείς καθώς οι διαφημιστές ανακατευθύνουν τις δαπάνες στον μεγαλύτερο ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης και τη μηχανή αναζήτησης στον κόσμο, την ίδια ώρα που οι αίθουσες των ειδήσεων υποφέρουν οικονομικά από την κύρια πηγή εσόδων τους και οδηγούνται σε εκτεταμμένες διακοπές λειτουργίας και απώλειες θέσεων εργασίας.
Ωστόσο, οι ρυθμιστικές αρχές αρχίζουν να δοκιμάζουν τη δύναμή τους για να συγκρατήσουν τις δύο μεγάλες εταιρείες που παίρνουν περισσότερα από τα 4/5 των αυστραλιανών διαδικτυακών διαφημιστικών δαπανών, σύμφωνα με τον Frydenberg.
Φέτος, ένας Γάλλος ρυθμιστής είπε στην Google να διαπραγματευτεί με εκδότες σχετικά με την πληρωμή του περιεχομένου των ειδήσεων. Το ζήτημα παραμένει στα δικαστήρια.
«Είναι και πολύ φιλόδοξο και πολύ απαραίτητο», δήλωσε ο Denis Muller, επίτιμος συνεργάτης στο Κέντρο Προώθησης της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης, αναφερόμενος στον αυστραλιανό νόμο.
«Η λήψη του περιεχομένου των ειδήσεών τους χωρίς να το έχουν πληρώσει, σε αντάλλαγμα μιας πολύ αμφισβητήσιμης ανταμοιβής, φαίνεται να είναι μια πολύ άδικη, άνιση και τελικά δημοκρατικά επιζήμια ρύθμιση» τόνισε.
Ο εκτελεστικός πρόεδρος της News Corp Australia, Michael Miller, δήλωσε ότι το νομοσχέδιο αποτελεί «ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός, στην εκστρατεία για την επίτευξη δικαιοσύνης στη σχέση μεταξύ των αυστραλιανών εταιριών ειδήσεων και των παγκόσμιων τεχνολογικών κολοσσών».
Τον Μάιο, η News Corp σταμάτησε να εκδίδει περισσότερες από 100 εφημερίδες της Αυστραλίας, επικαλούμενη την οικονομική πτώση των διαφημίσεων.
Η τελική έκδοση του νόμου δεν θα επηρεάσει το περιεχόμενο ειδήσεων που διανέμεται στο Facebook ή στο Youtube της Google. Το Facebook και η Google θα έχουν επίσης τη δυνατότητα να συμπεριλαμβάνουν στις διαπραγματεύσεις την αξία των κλικ, που κατευθύνουν οι πλατφόρμες τους, σε ιστότοπους ειδήσεων.
Ο Frydenberg πρόσθεσε στον κατάλογο των εταιρειών πολυμέσων, με τις οποίες οι τεχνολογικοί κολοσσοί πρέπει να διαπραγματευτούν, ότι θα συμπεριληφθεί ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός, η Australian Broadcasting Corp και ο ειδικός δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός SBS, μαζί με κυρίαρχα Μέσα του ιδιωτικού τομέα όπως η News Corp και η Nine Entertainment Co Holdings Ltd.
Με πληροφορίες του Reuters