Ασαφές είναι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες προτίθενται να επιβάλουν κυρώσεις στην Τουρκία για την απόκτηση του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400, μετά από αντικρουόμενες δηλώσεις του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Αρχικά ο κ. Τραμπ δήλωσε από το Οβάλ Γραφείο πως η Ουάσιγκτον δεν εξετάζει «προς το παρόν» το ενδεχόμενο επιβολής ποινών στην Άγκυρα. Ωστόσο, λίγες ώρες αργότερα φάνηκε να ανασκευάζει λέγοντας: «Το κοιτάμε και θα δούμε τι θα κάνουμε». Πρόκειται για «πολύ, πολύ δύσκολη κατάσταση για πολλούς λόγους», προσέθεσε.
Η τοποθέτηση Τραμπ έρχεται την στιγμή που στο Κογκρέσο υπάρχει μεγάλη και δικομματική στήριξη για ανάληψη μέτρων κατά της Άγκυρας. Βάση για τις κυρώσεις αποτελεί ο νόμος Countering America's Adversaries Through Sanctions (CAATSA), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ το 2017 και στοχοποιεί πρόσωπα που συναλλάσσονται με την αμυντική βιομηχανία ή τις υπηρεσίες πληροφοριών της Ρωσίας.
Ο νόμος περιέχει κατάλογο 12 πιθανών κυρώσεων, εν των οποίων ο πρόεδρος καλείται να επιλέξει τουλάχιστον πέντε. Κυμαίνονται από σχετικά ήπια μέτρα, όπως απαγόρευση εισόδου στις Ηνωμένες Πολιτείες, μέχρι αυστηρότατους οικονομικούς και εμπορικούς περιορισμούς. Ο πρόεδρος μπορεί πάντως να ζητήσει αναβολή ή ακύρωση των κυρώσεων εάν παράσχει στοιχεία πως κατ' αυτόν τον τρόπο εξυπηρετείται το εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ.
Προχθές ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε επίσημα την αποβολή της Τουρκίας από το πρόγραμμα συμπαραγωγής και απόκτησης του μαχητικού αεροσκάφος F-35, τονίζοντας πως το αμερικανικό όπλο είναι ασύμβατο με το S-400.
Το Πεντάγωνο ανακοίνωσε πως θα μεταφέρει τις παραγγελίες που είχαν ανατεθεί στην τουρκική αμυντική βιομηχανία σε άλλους εργολάβους έως τον προσεχή Μάρτιο. Περίπου δέκα τουρκικές εταιρείες παρήγαγαν περισσότερα από 900 εξαρτήματα για το F-35. Το κόστος σε βάθος χρόνου για την Τουρκία υπερβαίνει τα 9 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με την υφυπουργό Άμυνας των ΗΠΑ Έλεν Λορντ.