Η οικονομική ευρωστία για την οποία υπερηφανεύεται και δια της οποίας επιβάλλει τις θέσεις της η Γερμανία, στηρίζεται και στη φτωχοποίηση των εργαζομένων. Σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία (Destatis), ο αριθμός των φτωχών εργαζομένων, σε επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 10 εργαζόμενους, αυξήθηκε σε 20,6% το 2010 από 18,7% το 2006.
Η πλειονότητα των φτωχών εργαζόμενων απασχολούνται, σύμφωνα με το ΑΜΠΕ, σε άτυπες μορφές εργασίας, δηλαδή με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή μερικής απασχόλησης, ή ως αναπληρωτές. Υπό αυτό το εργασιακό καθεστώς απασχολούνται κυρίως οδηγοί ταξί, εργαζόμενοι στην καθαριότητα, προσωπικό ξενοδοχείων και εστιατορίων και κομμωτές.
Οι σαρωτικές αλλαγές στον τομέα εργασίας στη Γερμανία, ήλθαν το 2000 από τον σοσιαλιστή Γκέρχαρντ Σρέντερ με την ονομασία «Ατζέντα 2010». Ενώ ο Σρέντερ, υπερηφανεύεται ότι το πρόγραμμα του έγινε η αιτία για να μειωθεί ο αριθμός των ανέργων του 2005, το συνδικάτο των εργαζομένων στον τομέα των υπηρεσιών Verdi, καταγγέλλει ότι η «Ατζέντα 2010» επιδείνωσε τις κοινωνικές ανισότητες.
Ως χαμηλός μισθός ορίζεται αυτός που φτάνει τα 2/3 του μέσου μισθού. Στη Γερμανία χαμηλοί μισθοί θεωρούνταν το 2010, όσοι ήταν κάτω από 10,36 ευρώ ανά ώρα, σε μεικτές αποδοχές. Σχεδόν 1 στους 2 που απασχολούνταν σε άτυπες μορφές εργασίας αμειβόταν κάτω από αυτό το όριο.
Ενδιαφέρον έχει επίσης το στοιχείο ότι, για τους εργοδότες που δεν καλύπτονταν από συλλογικές διαπραγματεύσεις, το ποσοστό των εργαζομένων που έπαιρναν το 2010 χαμηλούς μισθούς ήταν σχεδόν 31,0%, ενώ για τους εργοδότες που καλύπτονταν από συλλογικές συμβάσεις το ποσοστό ήταν 11,9%.
Στη Γερμανία, κατώτατος μισθός δεν έχει θεσπιστεί και ανά περιοχή και τομέα τον καθορίζουν οι κοινωνικοί εταίροι. Τα συνδικάτα από την πλευρά τους ζητούν να καθιερωθεί κατώτατος μισθός το λιγότερο 8,50 ευρώ μεικτά την ώρα.