Όποτε ο Ντόναλντ Τραμπ βλέπει δημοσκοπήσεις που δεν του αρέσουν, κυρίως τα στοιχεία που τον εμφανίζουν πίσω από τον Τζο Μπάιντεν σε εθνικό επίπεδο, η αντίδρασή του είναι ίδια: ψευδείς ειδήσεις.
Αν οι δημοσκοπήσεις έχουν πάντα δίκιο, εκτιμά ο Ρεπουμπλικάνος, τότε η Χίλαρι Κλίντον θα έπρεπε να είναι υποψήφια για την επανεκλογή της και όχι εκείνος. Οι δημοσκοπήσεις σε εθνικό και πολιτειακό επίπεδο εμφάνιζαν το 2016 την τότε υποψήφια των Δημοκρατικών μπροστά από τον Τραμπ, όπως συμβαίνει και τώρα. Όμως οι ειδικοί στις δημοσκοπήσεις αναφέρουν ότι αυτή τη φορά έχουμε καλούς λόγους να τις πιστεύουμε.
Οι δημοσκοπήσεις διαβάζουν καλύτερα την εκλογική βάση του Τραμπ
Πολλοί δημοσκόποι έχουν αλλάξει τις μεθόδους τους για να λάβουν υπόψη τους περισσότερο τη δημογραφική ομάδα που αποφεύγει τις δημοσκοπήσεις, αλλά σε μεγάλο βαθμό υποστηρίζει τον Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο: τους λευκούς χωρίς πτυχίο πανεπιστημίου.
Δεν είναι ξεκάθαρο για ποιο λόγο η ομάδα αυτή είναι πιο πιθανό σε σχέση με άλλες να μην συμμετέχει στις δημοσκοπήσεις, όμως κατά την εξέταση των δειγμάτων τους οι δημοσκόποι παρατήρησαν ότι αυτοί οι Αμερικανοί υποεκπροσωπούνταν.
Αυτό αποτελεί πρόβλημα στις πολιτικές δημοσκοπήσεις, καθώς οι λευκοί χωρίς πτυχίο πανεπιστημίου τείνουν να στηρίζουν τους Ρεπουμπλικάνους. Επίσης αποτελούν μεγάλο μέρος των Αμερικανών ψηφοφόρων: το ινστιτούτο Pew εκτίμησε ότι το 2016 το 44% των ψηφοφόρων ήταν λευκοί χωρίς πτυχίο πανεπιστημίου.
Για τον λόγο αυτό πολλά ινστιτούτα διενέργειας δημοσκοπήσεων περιλαμβάνουν πλέον ένα επιπλέον παράγοντα: Αν σε μια δημοσκόπηση συμμετάσχουν λιγότεροι λευκοί χωρίς πτυχίο από όσους θα ανέμενε κανείς βάσει του πληθυσμού που ερωτήθηκε, οι δημοσκόποι δίνουν αυτόματα περισσότερο βάρος στις απαντήσεις τους ώστε να εκπροσωπούνται σωστά.
Λιγότεροι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι φέτος
Πολλοί Αμερικανοί δυσκολεύτηκαν να αποφασίσουν ποιον θα ψηφίσουν το 2016. Ούτε ο Τραμπ ούτε η Κλίντον ήταν δημοφιλείς, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι το 20% των πιθανών ψηφοφόρων παρέμεναν αναποφάσιστοι μέχρι τις τελευταίες εβδομάδες πριν τις εκλογές.
Το μεγάλο προβάδισμα της Χίλαρι Κλίντον τον Οκτώβριο σχεδόν εξαλείφθηκε λίγο πριν την 6η Νοεμβρίου, όταν διεξήχθησαν οι εκλογές το 2016, καθώς ολοένα και περισσότεροι ψηφοφόροι αποφάσιζαν ποιον θα επιλέξουν. Φέτος οι αναποφάσιστοι είναι λιγότεροι, με την πιο πρόσφατη έρευνα του Reuters/Ipsos να αναφέρει ότι λιγότερο από το 7% των πιθανών ψηφοφόρων δεν ξέρουν ποιον θα ψηφίσουν.
Πολιτικοί αναλυτές είναι πιο σίγουροι για τις δημοσκοπήσεις φέτος διότι οι πολίτες εμφανίζονται πιο σίγουροι για την ψήφο τους. «Οι δημοσκοπήσεις μας θυμίζουν περισσότερο το 2012, όταν (...) το εκλογικό σώμα ήταν πιο αποφασισμένο», σχολίασε ο Κάιλ Κόντικ, πολιτικός αναλυτής στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη δημοσκόπηση του Reuters/ Ipsos, ο Μπάιντεν έχει τη στήριξη του 52% των πιθανών ψηφοφόρων, ενώ ο Τραμπ του 42%. Ακόμη κι αν όλοι οι αναποφάσιστοι τελικά ψηφίσουν τον Τραμπ, αυτό δεν θα αρκέσει για να ξεπεράσει τον Μπάιντεν σε ψήφους.
Όμως για να κερδίσει την προεδρία ένας υποψήφιος πρέπει να συγκεντρώσει επαρκή αριθμό εκλεκτόρων.
Μεγαλύτερη προσοχή στις δημοσκοπήσεις στις πολιτείες
Οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί επενδύουν επίσης περισσότερα στις δημοσκοπήσεις σε πολιτειακό επίπεδο, κυρίως στις πιο αμφίρροπες πολιτείες. Για παράδειγμα, το Reuters έχει πραγματοποιήσει ή σκοπεύει να πραγματοποιήσει 36 δημοσκοπήσεις σε έξι αμφίρροπες πολιτείες από τις 7 Σεπτεμβρίου και ως την ημέρα των εκλογών, την επόμενη Τρίτη.
Ο μεγαλύτερος αριθμός των δημοσκοπήσεων δεν αυξάνει απαραιτήτως την ακρίβεια των μετρήσεων. Όμως επιτρέπει στους αναλυτές να παρακολουθούν την κοινή γνώμη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και να εντοπίζουν ανακολουθίες στα στοιχεία.
Μέχρι στιγμής οι δημοσκοπήσεις του Reuters/Ipsos δείχνουν τον Τραμπ και τον Μπάιντεν να δίνουν μάχη στήθος με στήθος στην Αριζόνα, τη Φλόριντα και τη Βόρεια Καρολίνα. Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών διατηρεί προβάδισμα στο Ουισκόνσιν, την Πενσιλβάνια και το Μίσιγκαν.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ/Reuters