H Washington Post έχασε 200.000 συνδρομητές, μετά την απόφαση του Τζεφ Μπέζος να μην δημοσιευθεί το άρθρο στήριξης της Κάμαλα Χάρις για τις αμερικανικές εκλογές, υποχρεώνοντας τον ιδιοκτήτη της εφημερίδας να εξηγήσει πώς έφθασε σε αυτό το συμπέρασμα.
Όπως μετέδωσε το NPR (National Public Radio), η Washington Post συγκλονίστηκε από «παλιρροϊκό κύμα ακυρώσεων συνδρομών της από ψηφιακούς συνδρομητές και μια σειρά παραιτήσεων από αρθρογράφους», καθώς μετά την απόφαση του ιδιοκτήτη Τζεφ Μπέζος να μην δημοσιευθεί το άρθρο στήριξης της Κάμαλα Χάρις για την προεδρία.
Περισσότερα από 200.000 άτομα είχαν ακυρώσει τις ψηφιακές συνδρομές τους μέχρι το μεσημέρι της Δευτέρας, σύμφωνα με δύο άτομα στην εφημερίδα με γνώση εσωτερικών θεμάτων, μεταδίδει το NPR, με την υποσημείωση ότι δεν τίθενται σε άμεση ισχύ όλες οι ακυρώσεις. Ωστόσο, το ποσοστό αντιπροσωπεύει περίπου το 8% της συνδρομητικής κυκλοφορίας της εφημερίδας των 2,5 εκατομμυρίων συνδρομητών, η οποία περιλαμβάνει και έντυπη μορφή. «Ο αριθμός των ακυρώσεων συνεχιζόταν να αυξάνεται το απόγευμα της Δευτέρας», αναφέρει ακόμα το NPR.
Ένας εκπρόσωπος της εταιρείας αρνήθηκε να σχολιάσει, επικαλούμενος το καθεστώς της The Washington Post Co. ως ιδιωτικής εταιρείας. «Είναι ένας κολοσσιαίος αριθμός», δήλωσε στο NPR ο πρώην εκτελεστικός συντάκτης της Post, Marcus Brauchli. «Το πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι δεν ξέρουν γιατί πάρθηκε η απόφαση. Βασικά γνωρίζουμε ότι η απόφαση ελήφθη, αλλά δεν ξέρουμε τι οδήγησε σε αυτήν».
Άρθρο του Μπέζος για να υπερασπιστεί την απόφασή του
Αργά το βράδυ της Δευτέρας, δημοσιεύθηκε στην Washington Post άρθρο του ιδιοκτήτη της, Τζεφ Μπέζος όπου υπερασπίζεται την απόφαση να μην στηρίξει κανέναν από τους υποψήφιους για τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές.
Η απόφαση «ελήφθη εντελώς εσωτερικά», αναφέρει ο Μπέζος, τονίζοντας ότι όταν πρόκειται για τις αποφάσεις της εφημερίδας «δεν τον ωθούν» προσωπικά συμφέροντα. Σύμφωνα με τον ίδιο, «μπορείτε να θεωρήσετε την περιουσία μου και τα εμπορικά μου συμφέροντα ως ανάχωμα κατά του εκφοβισμού ή μπορείτε να θεωρήσετε ότι υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων», εξηγεί ο δισεκατομμυριούχος.
«Σας διαβεβαιώνω ότι οι απόψεις μου εδώ στην πραγματικότητα είναι θέσεις αρχής και πιστεύω ότι ο απολογισμός μου ως ιδιοκτήτη της Post από το 2013 στηρίζει αυτή την άποψη», προσθέτει ο Μπέζος. Εκτιμά επίσης, ότι «οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι τα μέσα ενημέρωσης μεροληπτούν» και ότι τόσο η Washington Post όσο και οι άλλες εφημερίδες πρέπει να ενισχύσουν την αξιοπιστία τους. Κανένας από τους υποψήφιους δεν ενημερώθηκε ούτε ρωτήθηκε σχετικά με την απόφαση, τονίζει, εξηγώντας ότι δεν έλαβε ανταλλάγματα. Πρόσθεσε μάλιστα ότι δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ της απόφασης αυτής της Post -- η οποία ανακοινώθηκε την Παρασκευή-- και της συνάντησης που είχε την ίδια ημέρα ο Ντέιβ Λιμπ, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Blue Origin, της διαστημικής εταιρείας που ανήκει στον Μπέζος, με τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων Ντόναλντ Τραμπ.
«Η υποστήριξη υποψηφίων για την προεδρία δεν αλλάζει την έκβαση των εκλογών», εκτίμησε ο δισεκατομμυριούχος. «Αυτό που κάνει στην πραγματικότητα η υποστήριξη ενός υποψηφίου για την προεδρία είναι να δημιουργεί την αίσθηση της μεροληψίας. Μια αίσθηση μη ανεξαρτησίας. Ο τερματισμός τους είναι μια απόφαση αρχής και είναι η σωστή», εξήγησε.
Ο γενικός διευθυντής της εφημερίδας Ουίλιαμ Λιούις ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι η Washington Post δεν θα στηρίξει κανέναν υποψήφιο ούτε σε αυτές τις προεδρικές εκλογές ούτε στις επόμενες. «Γνωρίζουμε ότι αυτή η απόφαση θα ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως, ότι θα θεωρηθεί ως σιωπηρή στήριξη σε έναν από τους υποψηφίους ή ως απόρριψη του άλλου, ή ως αποφυγή των ευθυνών μας. Είναι αναπόφευκτο. Εμείς δεν έχουμε αυτήν την άποψη», ανέφερε ο Λιούις. «Επιστρέφουμε στις ρίζες μας της μη υποστήριξης προεδρικών υποψήφιων», τόνισε.
«Η απόφαση της Washington Post να μην στηρίξει κανέναν από τους υποψήφιους στις προεδρικές εκλογές είναι τραγικό λάθος», έγραψαν 20 αρθρογράφοι σε άρθρο γνώμης στον ιστότοπο της εφημερίδας. Η Washington Post είχε στηρίξει τους υποψήφιους των Δημοκρατικών στις προεδρικές εκλογές του 2008, του 2012, του 2016 και του 2020.
Με πληροφορίες από NPR, Forbes, ΑΠΕ - ΜΠΕ