Οι αρχές της Λιβύης άφησαν ελεύθερο έναν άνδρα, που περιγράφεται ως ένας από τους πλέον καταζητούμενους για διακίνηση ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το συμβούλιο ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών του έχει επιβάλλει κυρώσεις για την άμεση εμπλοκή του σε ναυάγιο μεταναστευτικών σκαφών. Ο διοικητής της ακτοφυλακής Abd al-Rahman Milad, γνωστός από το ψευδώνυμό του Bija, είναι ύποπτος ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης, που λειτουργεί στο Zawiyah στη βορειοδυτική Λιβύη.
Συνελήφθη τον περασμένο Οκτώβριο, αλλά αφέθηκε ελεύθερος την Κυριακή αφού ο γενικός εισαγγελέας της Τρίπολης απέρριψε τις κατηγορίες εναντίον του «λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων». Τα νέα για την απελευθέρωσή του είχαν ως αποτέλεσμα τις σφοδρές επικρίσεις από την Ιταλία, όπου δύο δημοσιογράφοι που είχαν αναφέρει για τις φερόμενες εγκληματικές δραστηριότητες του Bija έλαβαν αστυνομική προστασία έπειτα από θανατικές απειλές εναντίον τους.
Η Λιβύη μαστίζεται από διαφθορά και αναταραχές από τότε που μια υποστηριζόμενη από το ΝΑΤΟ εξέγερση ανέτρεψε και σκότωσε τον δικτάτορα Μουαμάρ Καντάφι το 2011. Έκτοτε, η πλούσια σε πετρέλαιο, χώρα έχει αναδειχθεί ως ένας σημαντικός αγωγός για ανθρώπους από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή που διαφεύγουν από πολέμους και φτώχεια, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον στην Ευρώπη, μέσω της Μεσογείου.
Τον Ιούνιο του 2018, το συμβούλιο ασφαλείας επέβαλε κυρώσεις στον Bija και σε πέντε άλλους φερόμενους ηγέτες εγκληματικών δικτύων, που ασχολούνται με τη διακίνηση μεταναστών από τη Λιβύη. Το 2019, μια έρευνα της ιταλικής εφημερίδας Avvenire τεκμηρίωσε την παρουσία του Bija στην Ιταλία σε μια σειρά συναντήσεων στη Σικελία και τη Ρώμη τον Μάιο του 2017, προκαλώντας κριτική στον τότε υπουργό Εσωτερικών, Μάρκο Μινίτι.
Τρεις μήνες νωρίτερα, ο Μινίτι είχε υπογράψει ένα μνημόνιο με τον ηγέτη της κυβέρνησης της Λιβύης, Φαγιέζ Σαρράι, για συνεργασία με την ακτοφυλακή της χώρας.
Αυτό περιελάμβανε την παροχή τεσσάρων περιπολικών σκαφών. Η συμφωνία εξουσιοδότησε την ακτοφυλακή της Λιβύης να αναχαιτίζει μεταναστευτικά σκάφη στη θάλασσα και να τα ανακατευθύνει στη Λιβύη, όπου οι υπηρεσίες βοήθειας λένε ότι οι πρόσφυγες κακοποιούνται και βασανίζονται.
Ο Bija, για τον οποίο ο ΟΗΕ ισχυρίστηκε προηγουμένως ότι «εμπλέκεται άμεσα στην βύθιση μεταναστευτικών σκαφών, χρησιμοποιώντας πυροβόλα όπλα», παρουσιάστηκε στις συναντήσεις ως «διοικητής της ακτοφυλακής της Λιβύης», ανέφερε η Avvenire. Ο Μινίτι αρνήθηκε οποιαδήποτε αδικοπραξία, λέγοντας ότι η Ιταλία δεν γνώριζε τους ισχυρισμούς για εγκληματική δραστηριότητα εναντίον του τότε.
Την ίδια ώρα, οι Ιταλοί δημοσιογράφοι Nello Scavo και Nancy Porsia, οι οποίοι τεκμηρίωσαν για πρώτη φορά την παρουσία του Bija στην Ιταλία και έγραψαν για τις ύποπτες εγκληματικές του δραστηριότητες το 2016, έλαβαν αστυνομική προστασία πριν από δύο χρόνια έπειτα από απειλές εναντίον τους.
«Είναι παράλογο το γεγονός ότι η Ιταλία συνεχίζει να δίνει χρήματα στην ακτοφυλακή της Λιβύης - μια χώρα που απελευθέρωσε έναν διακινητή, ο οποίος απείλησε δύο Ιταλούς πολίτες», δήλωσε ο Scavo στο Guardian.
«Και είναι ακόμη πιο παράλογο το ότι η απελευθέρωσή του πραγματοποιήθηκε λίγες μέρες μετά την επίσκεψη του Ιταλού πρωθυπουργού, Μάριο Ντράγκι, στην Τρίπολη».
Η Porsia, της οποίας η οικογένεια έχει δεχθεί απειλές θανάτου, δήλωσε ότι η απελευθέρωσή του θα μπορούσε να είναι μια πολιτική κίνηση πριν από τις εκλογές στη Λιβύη.
«Ο Bija θεωρείται ακόμα εθνικός ήρωας από μέρος του πληθυσμού της Λιβύης», δήλωσε η Porsia. «Συνελήφθη από τον πρώην υπουργό Εσωτερικών. Σήμερα, στη Λιβύη, διορίστηκε μια νέα προσωρινή κυβέρνηση. Είναι σαφές ότι η απελευθέρωσή του από τη φυλακή πραγματοποιείται σε μια στιγμή πολιτικής αναταραχής σε μια χώρα που προετοιμάζεται για εκλογές».
Σε μια δημοσίευση του Facebook την Τρίτη, ο Bija επιτέθηκε στον Λιβυκό και διεθνή τύπο αναφέροντας πως «Όταν με συνέλαβαν τον περασμένο Οκτώβριο, ο Τύπος έγραψε ψευδείς ειδήσεις για μένα. Γνωρίζω ότι η σύλληψη διατάχθηκε από ορισμένους πολιτικούς».
Αξιωματούχοι στη Λιβύη δεν παρείχαν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την απελευθέρωσή του. Σύμφωνα με το Associated Press, το υπουργείο Εσωτερικών της χώρας αρνήθηκε να σχολιάσει σχετικά.
Με πληροφορίες του Guardian