Σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του ήπατος και του μαστού εμφάνισαν άτομα που κατά τη διάρκεια νέας επιστημονικής μελέτης κατανάλωναν τακτικά γαλακτοκομικά προϊόντα.
Μέχρι σήμερα τα στοιχεία που συνδέουν την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων με τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου είναι αντιφατικά. Όπως αναφέρει το BMC Medicine στο οποίο δημοσιεύτηκε η νέα μελέτη, παλιότερες έρευνες σε πληθυσμούς του δυτικού κόσμου έχουν δείξει μία σύνδεση στην κατανάλωση γαλακτομικών προϊόντων με χαμηλότερο κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου, αλλά υψηλότερο κίνδυνο καρκίνου του προστάτη. Ωστόσο, οι επιστήμονες δεν είχαν καταφέρει να βρουν σαφή σύνδεση των γαλακτομικών προϊόντων με άλλους τύπους καρκίνων, όπως του μαστού.
Τα παραπάνω συμπεράσματα, όπως σημειώθηκε, αφορούν σε δυτικούς πληθυσμούς. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, τα αποτελέσματα μπορεί να μην ισχύουν σε μη δυτικούς πληθυσμούς.
Σήμερα, η πρώτη μεγάλη μελέτη για τη συσχέτιση της κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων και του κινδύνου καρκίνου σε Κινέζους ενήλικες έχει διαπιστώσει ότι η μεγαλύτερη πρόσληψή τους συσχετίστηκε με υψηλότερους κινδύνους καρκίνου του ήπατος και καρκίνου του μαστού στις γυναίκες.
Πώς συγκέντρωσαν οι ερευνητές τα ευρήματά τους
Ερευνητές από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, το Πανεπιστήμιο του Πεκίνου και την Κινεζική Ακαδημία Ιατρικών Επιστημών στο Πεκίνο προσπάθησαν να αντιληφθούν τις αιτίες που τα γαλακτοκομικά προϊόντα προκαλούν καρκίνο στους Κινέζους.
Στο πλαίσιο της μελέτης China Kadoorie Biobank, συγκέντρωσαν δεδομένα από περισσότερους από 510.000 συμμετέχοντες, ηλικίας από 30 έως 79 ετών (59% γυναίκες και 41% άνδρες), οι οποίοι προέρχονταν από δέκα γεωγραφικά διαφορετικές περιοχές της Κίνας. Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, κανείς από τους συμμετέχοντες δεν είχε ιστορικό καρκίνου.
Στην πρώτη φάση της έρευνας ο κάθε συμμετέχων έπρεπε να συμπληρώσει ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με τη συχνότητα που κατανάλωνε μία σειρά τροφίμων, μεταξύ των οποίων και γαλακτοκομικών προϊόντων.
Η δεύτερη φάση απαιτούσε από τους επιστήμονες που συμμετείχαν στη μελέτη να χωρίσουν τους συμμετέχοντες σε τρεις ομάδες: Στους τακτικούς καταναλωτές γαλακτοκομικών προϊόντων (τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα), στους μηνιαίους και σε άτομα που δεν κατανάλωναν ποτέ ή σπάνια γαλακτοκομικά προϊόντα (μη καταναλωτές).
Στο πλαίσιο της έρευνας, οι μελετητές παρακολουθήθηκαν τους συμμετέχοντες κατά μέσο όρο για περίπου 11 χρόνια, χρησιμοποιώντας, παράλληλα, δεδομένα από εθνικά μητρώα καρκίνου και θανάτου, καθώς και αρχεία ασφάλισης υγείας για τον εντοπισμό νέων διαγνώσεων καρκίνου. Κατά τη διάρκεια των αναλύσεων των δεδομένων ελήφθησαν υπόψη κι άλλοι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, όπως η ηλικία, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, το φύλο, το κάπνισμα, κ.ά.
Τα ευρήματα της μελέτης
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, το 11% κατανάλωνε γαλακτοκομικά προϊόντα κάθε μήνα ενώ το 69% άνηκαν στους μη-καταναλωτές. Η μέση κατανάλωση ήταν 38 γραμμάρια την ημέρα στο σύνολο του πληθυσμού της μελέτης και 81 γραμμάρια την ημέρα μεταξύ των τακτικών καταναλωτών (σε σύγκριση με μία μέση κατανάλωση περίπου 300 γραμμαρίων την ημέρα σε συμμετέχοντες από τη βρετανική βιοτράπεζα). Κατά την έρευνα, καταγράφηκαν 29.277 νέες περιπτώσεις καρκίνου, με το υψηλότερο ποσοστό να αφορά στον καρκίνο του πνεύμονα (6.282 περιπτώσεις). Ακολουθεί ο καρκίνος του μαστού (2.582 περιπτώσεις), του στομαχιού (3.577), του παχέος εντέρου (3.350) και του ήπατος (3.191). Σύμφωνα με την έρευνα, τα άτομα που κατανάλωναν τακτικά γαλακτοκομικά προϊόντα είχαν σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του ήπατος και του μαστού. Παράλληλα, η τακτική κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο λεμφώματος. Τέλος, δεν βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων και του καρκίνου του παχέος εντέρου, του καρκίνου του προστάτη ή οποιουδήποτε άλλου τύπου καρκίνου που διερευνήθηκε.
«Ενώ τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι μπορεί να υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της τακτικής κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων και ορισμένων μορφών καρκίνου, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι τα γαλακτοκομικά προϊόντα αποτελούν πηγή πρωτεϊνών, βιταμινών και ανόργανων συστατικών», τόνισε ο Huaidong Du, ανώτερος ερευνητής στο Oxford Population Health και ένας από τους βασικούς συγγραφείς της μελέτης.
«Δεν θα ήταν συνετό να μειωθεί η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων με βάση μόνο τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης ή χωρίς να εξασφαλιστεί επαρκής πρόσληψη πρωτεϊνών, βιταμινών και ανόργανων συστατικών από άλλες πηγές», σημείωσε ο επιστήμονας.