Δίωξη σε βάρος του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ασκήθηκε για τις προσπάθειές του να ανατραπεί το εκλογικό αποτέλεσμα του 2020.
Η υπόθεση αυτή θεωρείται η πλέον σοβαρή από εκείνες που αντιμετωπίζει ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος κατέρχεται υποψήφιος και για τις προεδρικές εκλογές του 2024.
Διώκεται για «συνωμοσία εναντίον του αμερικανικού κράτους», παρακώλυση διαδικασίας [σ.σ. την επικύρωση της εκλογικής νίκης του Τζο Μπάιντεν από το Κογκρέσο την 6η Ιανουαρίου 2021] και απόπειρα παραβίασης των εκλογικών δικαιωμάτων, μετά την έρευνα την οποία διενήργησε ο ειδικός εισαγγελέας Τζακ Σμιθ.
Ο τότε πρόεδρος Τραμπ, κατά τις κατηγορίες, προώθησε ισχυρισμούς περί απάτης που γνώριζε ότι ήταν αναληθείς, πίεσε πολιτειακούς και ομοσπονδιακούς αξιωματούχους - συμπεριλαμβανομένου του αντιπροέδρου Μάικ Πενς - να αλλάξουν τα αποτελέσματα και τελικά υποκίνησε βίαιη επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ σε μια απελπισμένη προσπάθεια να υπονομεύσει την αμερικανική δημοκρατία και να προσκολληθεί στην εξουσία, δήλωσαν οι εισαγγελείς.
Οι συνεχείς ισχυρισμοί ότι οι εκλογές είχαν κλαπεί κορυφώθηκαν με μια πύρινη ομιλία του Τραμπ στις 6 Ιανουαρίου 2021, καθώς το Κογκρέσο συνεδρίαζε για να επικυρώσει τα αποτελέσματα. Λίγο αργότερα, οι υποστηρικτές του εισέβαλαν στο Καπιτώλιο, σε μια προσπάθεια να εμποδίσουν το Κογκρέσο να επισημοποιήσει τη νίκη του Μπάιντεν.
Σε σύντομη δήλωσή του προς τους δημοσιογράφους, ο Σμιθ επέρριψε την ευθύνη για τη βία εξ ολοκλήρου στον Τραμπ. «Η επίθεση στο Καπιτώλιο του έθνους μας στις 6 Ιανουαρίου 2021 ήταν μια άνευ προηγουμένου επίθεση στην έδρα της αμερικανικής δημοκρατίας. Όπως περιγράφεται στο κατηγορητήριο, τροφοδοτήθηκε από ψέματα - ψέματα από τον κατηγορούμενο, με στόχο την παρεμπόδιση της βασικής λειτουργίας της αμερικανικής κυβέρνησης».
Παρά τα πολλά και σοβαρά νομικά του προβλήματα, ο Τραμπ παραμένει ο επικρατέστερος για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις.
Με πληροφορίες από Reuters