Ο όμιλος Condé Nast, μετά από απώλειες περίπου 120 εκατ. δολαρίων πέρυσι, σχεδιάζει να πουλήσει τρία από τα εναπομείναντα περιοδικά, το Brides, το Golf Digest και το W., σύμφωνα με εταιρικές πηγές.
Ο όμιλος, που εκδίδει τα περιοδικά Vogue, Vanity Fair και The New Yorker, αποτελεί έναν από τους πιο επιτυχημένους εκδοτικούς ομίλους περιοδικών, γοητεύοντας τόσο τους αναγνώστες, όσο και τους διαφημιστές, συνδυάζοντας την αίγλη του παρελθόντος με την ενέργεια της σύγχρονης Αμερικής.
Σήμερα όμως, ακόμα και μετά τη λήψη μέτρων για τη μείωση των δαπανών του και να προσαρμοστεί στην ψηφιακή εποχή, ο όμιλος αναμένεται να υιοθετήσει μια πιο ριζική στρατηγική για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του.
Ο Ρόμπερτ Σάουερμπεργκ, πρόεδρος του Condé Nast, σκοπεύει να συναντηθεί με τα ανώτερα στελέχη του ομίλου στις 8 Αυγούστου.
Η συνάντηση πραγματοποιείται, μετά την εκτεταμένη επίσκεψη από την Boston Consulting Group, η οποία πρόσφατα ολοκλήρωσε έναν μηνιαίο έλεγχο στην εταιρεία.
Δεν αναμένεται να είναι μία ευχάριστη συγκέντρωση, όπως αναφέρουν πηγές.
Σύμφωνα με αρκετά στελέχη του ομίλου, πρώην και τρέχοντα, οι οποίοι μίλησαν υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας ώστε να μπορέσουν να συζητήσουν εσωτερικά θέματα, τα μέτρα που θεσπίστηκαν στην εταιρεία κατά την τελευταία δεκαετία δεν ήταν αρκετά για να σταματήσουν την οικονομική αιμορραγία.
Ανάμεσα σε αυτά ήταν το κλείσιμο του Details και των έντυπων εκδόσεων του Self και του Teen Vogue, η απόλυση περίπου 80 υπαλλήλων την προηγούμενη χρονιά και η συγχώνευση των τμημάτων φωτογραφίας και έρευνας σε διάφορα περιοδικά.
Η εταιρεία είχε απώλειες περίπου 120 εκατ. δολαρίων πέρυσι και σχεδιάζει να πουλήσει τρία από τα εναπομείναντα περιοδικά, όπως ανέφεραν τρία στελέχη.
Η ζημία ύψους 120 εκατ. δολαρίων το 2017, ήταν το αποτέλεσμα της απότομης μείωσης των εσόδων από διαφημίσεις, από τα έντυπα περιοδικά.
Τα κέρδη από τα ψηφιακά μέσα αντιστάθμισαν την απώλεια, αλλά δεν είναι αρκετά για να καταστήσουν την εταιρεία κερδοφόρα.
Η εταιρεία με βάση εν μέρει τη σύσταση της Boston Consulting Group, θα προσπαθήσει να πουλήσει τα περιοδικά Brides, Golf Digest και W, ανέφεραν τα τρία στελέχη.
Η ζημία αυτή, για έναν εκδότη που κάποτε είχε συνηθίσει σε ετήσια κέρδη εκατοντάδων εκατομμυρίων, έχει ασκήσει πίεση στον κ. Σάουερμπεργκ, ο οποίος εντάχθηκε στον Condé Nast ως εκτελεστικός αντιπρόεδρος το 2005 και ανήλθε στην θέση του προέδρου το 2016.
Επιπλέον, η εταιρεία θα αρχίσει σύντομα τη διαδικασία μίσθωσης τουλάχιστον έξι από τους 23 ορόφους της στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου 1, όπου βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία από το 2015.
Τα περιοδικά «The New Yorker» και «Vanity Fair» θα είναι ανάμεσα σε αυτά που θα μετακινηθούν για τους νέους ενοίκους.
Ο όμιλος Condé Nast αρνήθηκε να σχολιάσει.
Κάποιοι παλαιότεροι υπάλληλοι της Condé Nast αναρωτιούνται κατά πόσο η κατάρρευση της εταιρείας μπορεί να αποδοθεί στην πτώση των έντυπων μέσων ή αν είναι το αποτέλεσμα κινήσεων της διοίκησης.
Στο χαμηλό ηθικό συνέβαλε και η αίσθηση ότι η ηγεσία της εταιρείας είναι μετέωρη, η οποία προέκυψε εν μέρει από μια πρόσφατη πληθώρα άρθρων και φημών που είκαζαν ότι η κ. Γουίντουρ, η εκδότρια της Vogue από το 1988 και καλλιτεχνική διευθύντρια της εταιρείας, θα αποχωρούσε από τον όμιλο μετά το κλείσιμο του Vogue Σεπτεμβρίου, τεύχους ορόσημου για τη μόδα.
Ο κ. Σάουερμπεργκ προσπάθησε να κατευνάσει τις φήμες την Τρίτη, όταν ανακοίνωσε ότι η κα Γουίντουρ συμφώνησε να παραμείνει επ' αόριστον στη θέση της ως διευθύντρια του περιοδικού Vogue και καλλιτεχνική διευθύντρια του Condé Nast
Θα χρειαστεί ωστόσο κάτι παραπάνω από την εταιρική σταθερότητα, να αντιστραφεί η οικονομική κατάρρευση της εταιρείας.
Ο όμιλος επιδιώκει τα τελευταία χρόνια να αναθεωρήσει την εταιρική του ταυτότητα στην ψηφιακή εποχή.
Ο κ. Σάουερμπεργκ σε mail του προς το προσωπικό της εταιρείας αυτό το καλοκαίρι είπε: «Διασχίσαμε ένα σημαντικό ορόσημο».
«Οι επιχειρηματικές μας δραστηριότητες στο διαδίκτυο και στο βίντεο έχουν αναπτυχθεί σημαντικά, που τα έσοδά τους ξεπέρασαν για πρώτη φορά στην ιστορία της εταιρείας τις έντυπες εκδόσεις», ανέφερε.
Η εταιρεία χτίζει το μέλλον της πλέον γύρω από αυτή την κατεύθυνση. Αυτό σημαίνει ότι διαμορφώνεται από μία εταιρεία περιοδικών με ακριβοπληρωμένες διαφημίσεις σε έναν παραγωγό βίντεο, με διαφημίσεις, που παίζονται στο YouTube, το Facebook, το Snapchat και στις δικές της ιστοσελίδες.
Με πληροφορίες από The New York Times
σχόλια