Ο Βρετανός serial killer Πίτερ Σάτκλιφ πέθανε σε ηλικία 74 ετών σε νοσοκομείο, έπειτα από τη μόλυνσή του από τον κορωνοϊό.
Ο «Αντεροβγάλτης του Γιόρκσαϊρ», όπως τον είχε ονομάσει ο βρετανικός Τύπος, καταδικάστηκε το 1981 σε 20 φορές ισόβια για τη δολοφονία 13 γυναικών και την απόπειρα δολοφονίας άλλων επτά. Από το 1975 έως το 1980 είχε σκορπίσει τον τρόμο στη βόρεια Αγγλία.
Ο Σάτκλιφ έπασχε από υποκείμενα νοσήματα προτού βρεθεί θετικός στον κορωνοϊό. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, στο νοσοκομείο αρνήθηκε τη θεραπεία για τον κορωνοϊό. Είχε περάσει πολλά χρόνια σε υψηλής ασφαλείας ψυχιατρικό νοσοκομείο, μέχρι το 2016 όταν κρίθηκε ότι μπορεί να μεταφερθεί στη φυλακή Φράκλαντ, στο Ντάραμ.
Οι δολοφονίες
Το 1981, όταν τελικά συνελήφθη ομολόγησε στους αστυνομικούς ότι ήταν ο δολοφόνος. Κατά τη διάρκεια της δίκης είχε υποστηρίξει ότι ήταν σε αποστολή από τον Θεό για να δολοφονήσει εκδιδόμενες γυναίκες. Δεν ήταν ιερόδουλες όλα τα θύματά του.
Διέπραξε την πρώτη δολοφονία τον Οκτώβριο του 1975, λιγότερο από ένα χρόνο μετά τον γάμο του. Το πρώτο θύμα του ήταν η 28χρονη Βίλμα ΜακΚαν, μητέρα τεσσάρων παιδιών και εργάτρια του σεξ. Την χτύπησε με σφυρί και τη μαχαίρωσε 15 φορές.
«Μετά την πρώτη φορά ανέπτυξα ένα μίσος για τις ιερόδουλες προκειμένου να δικαιολογήσω στον εαυτό μου τον λόγο που επιτέθηκα και σκότωσα την Βίλμα ΜακΚαν», είπε αργότερα στην αστυνομία. Ακολούθησαν οι δολοφονίες άλλων 12 γυναικών, από 16 έως 47 ετών, τα επόμενα πέντε χρόνια.
Πριν από την πρώτη δολοφονία είχε επιτεθεί σε τουλάχιστον τρεις γυναίκες. Το 1969 χτύπησε με πέτρα στο κεφάλι μία γυναίκα. Παραδέχθηκε την επίθεση, αλλά το θύμα επέλεξε να μην κάνει μήνυση. Έξι χρόνια αργότερα, μήνες πριν από τη δολοφονία της ΜακΚαν, επιτέθηκε σε άλλες δύο γυναίκες με σφυρί και μαχαίρι, αλλά αμφότερες επέζησαν.
Είχε ανακριθεί 9 φορές, αλλά συνέχισε να σκοτώνει
Ο Σάτκλιφ είχε ανακριθεί 9 φορές από την αστυνομία, στην πορεία των ερευνών, αλλά όλες τις φορές αφέθηκε ελεύθερος και συνέχισε να σκοτώνει. Μάλιστα, η αστυνομία παρέβλεψε το γεγονός ότι το 1969 είχε συλληφθεί να κουβαλά ένα σφυρί σε περιοχή με οίκους ανοχής, όπως και μια ανώνυμη επιστολή που είχε στείλει ο φίλος του Τρέβορ Μπίρντσαλ, που ήθελε να τον αποκαλύψει.
Για τον εντοπισμό του serial killer είχε στηθεί μια τεράστια αστυνομική επιχείρηση. Περίπου 150 αστυνομικοί έκαναν πάνω από 11.000 ανακρίσεις. Έρευνα που έγινε μετά την καταδίκη του Σάτκλιφ απέδειξε ότι εξαιτίας των συσσωρευμένων εγγράφων για την υπόθεση, οι αστυνομικοί δεν μπορούσαν να συνδέσουν κρίσιμες πληροφορίες.
Επιπλέον, η έρευνα πήρε τη λάθος κατεύθυνση- και εστίασε σε λάθος περιοχή της βόρειας Αγγλίας- εξαιτίας μίας βάναυσης φάρσας. Ο Τζον Χαμπλ ξεγέλασε την αστυνομία, υποστηρίζοντας ότι είναι ο δράστης, στέλνοντας ανώνυμες επιστολές και ηχογραφήσεις. Μέχρι το 2019 που πέθανε ο Χαμπλ δεν εξήγησε ποτέ γιατί το έκανε αυτό.
Τελικά ο Σάτκλιφ συνελήφθη τον Ιανουάριο του 1981, όταν η αστυνομία σταμάτησε το αυτοκίνητο που οδηγούσε, επειδή διαπιστώθηκε ότι ήταν κλεμμένες οι πινακίδες του. Μαζί του είχε μια εργάτρια του σεξ.
Η λεπτομερής ομολογία του κράτησε 24 ώρες. Στο διάστημα αυτό ζήτησε να φέρουν τη σύζυγό του, Σόνια, προκειμένου να της πει ότι ήταν ο δολοφόνος.
Ένα από τα θύματά του που επέζησαν δήλωσε ότι, 44 χρόνια αργότερα, ακόμη υποφέρει από τις συνέπειες της επίθεσης που δέχθηκε στο Λιντς. «Πρέπει να ζω με τα τραύματά μου. 54 ράμματα στο κεφάλι, ενώ έχασα κι ένα μωρό. Ήμουν τεσσάρων μηνών έγκυος. Ακόμη έχω πονοκεφάλους, ζαλάδες και λιποθυμίες», δήλωσε η Μαρσέλα Κλάξτον στο Sky News.
Με πληροφορίες από CNN, BBC, Guardian