Το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς χρηματοδότησε βρετανική έρευνα η οποία ασχολήθηκε με τις διαφορές σε ύψος και βάρος μεταξύ των νεογνών παγκοσμίως. Όπως συμπέρανε η μελέτη, οι διαφορές στην οικονομική κατάταξη ανάμεσα στις μητέρες και ό,τι αυτό συνεπάγεται στην διατροφή και την υγεία της είναι ο πιο ουσιαστικός παράγοντας και όχι η φυλή ή η εθνικότητα.
Η επιστημονική ομάδα του Τμήματος Γυναικολογίας και Μαιευτικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, με επικεφαλής τον Δρ Χοσέ Βιγιάρ, μελέτησε στοιχεία που αφορούσαν περισσότερους από 80.000 τοκετούς σε οκτώ χώρες (ΗΠΑ, Βρετανία, Ιταλία, Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Κένυα, Ομάν). Από την επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε ότι, το μέσο ύψος των νεογνών παγκοσμίως είναι 49,4 εκατοστά (+/- 1,9 εκατοστά).
Εκτός από την κακή διατροφή και την υγεία της μητέρας σημαντικό ρόλο παίζουν οι επιπλοκές της εγκυμοσύνης, το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ, η σωματικά κοπιαστική εργασία κατά την κύηση και ο πρόωρος τοκετός, καθώς και το επίπεδο των ιατρικών υπηρεσιών κατά τον τοκετό. Λιποβαρή νεογέννητα είναι ευάλωτα σε διάφορες παθήσεις, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα (διαβήτης, αρτηριακή πίεση, καρδιαγγειακές παθήσεις κ.α.).
«Ασφαλώς δεν είμαστε όλοι ίσοι κατά τη γέννησή μας. Όμως μπορούμε να είμαστε. Μπορούμε να εκκινήσουμε από την ίδια αφετηρία, αν φροντίζουμε, ώστε όλες οι μητέρες να τρέφονται και να μορφώνονται σωστά, να είναι υγιείς και να έχουν την κατάλληλη προγεννητική φροντίδα. Μην λέτε ότι οι γυναίκες σε μερικά μέρη του κόσμου γεννάνε μικρόσωμα παιδιά, επειδή είναι προκαθορισμένο από τη φύση τους κάτι τέτοιο. Απλώς αυτό δεν είναι αλήθεια», σχολιάζει ο Δρ Βιγιάρ.
Μόνο το 4% των διαφορών μεγέθους μεταξύ των βρεφών διεθνώς μπορεί να αποδοθεί σε φυλετικές διαφορές. Το 27% των νεογνών παγκοσμίως, γεννιούνται από γονείς που υποσιτίζονται.
σχόλια