Πίσω στην Αθήνα με περίμενε μια στοίβα από mail που έπρεπε να απαντηθούν. Και οι βοηθοί μου ήταν προς απόλυση. Ο dr Aris είχε φάει ένα στράβωμα ότι η γυναίκα του έμοιαζε πια εκπληκτικά με τη μάνα του και δεν μπορούσε να δουλέψει. «Τι πράγμα είναι αυτό» μονολογούσε στο δρόμο, «να γουστάρεις τρελά μια γυναίκα, να φέρνεις τον κόσμο ανάποδα για να την κατακτήσεις, να την παντρεύεσαι και μετά να σου θυμίζει τη μάνα σου». Οι περαστικοί τού έλεγαν ο καθένας τα δικά του, άλλος ότι εκείνος ευθύνεται εφόσον τη βάζει να του μαγειρεύει κι άλλος ότι σε άλλους άντρες συμβαίνουν χειρότερα - να γουστάρεις τρελά μια γυναίκα, να καταφέρεις να την πας στο σπίτι σου και την ώρα του σεξ να συνειδητοποιείς ότι μοιάζει με τoν πατέρα σου. Η Φουρνάρισσα να με βοηθήσει δεν προλάβαινε γιατί είχε μπει η άνοιξη κι είχε πάθει ορμονική διαταραχή. Όλα έδειχναν ότι θα σάρωνε τα φετινά Βραβεία Τσουλοσύνης (τα διοργανώνουν κάτι αναγνώστριες κάθε καλοκαίρι). Ο αρραβωνιάρης μου απ' το Facebook μού υπέβαλε την παραίτησή του και ταυτόχρονα με χώρισε. Γιατί έλεγε ότι η σχέση μας πήγε στα άπατα, όπως κι όλες οι σχέσεις από το f/b. (Δηλαδή δεν του έστειλα μήνυμα για μια ολόκληρη μέρα.)
Τέλος πάντων, αποφάσισα να βγω με άλλον. Με τον Περιζήτητο Εργένη. (Είχε μπει κάποτε σε αφιέρωμα περιοδικού: «Οι είκοσι περιζήτητοι εργένηδες».) Όταν μου τηλεφώνησε να πάμε για καφέ, κόπηκα λίγο. Ήταν Κυριακή πρωί και ο Περιζήτητος Εργένης έδειξε τρομερό ενδιαφέρον για τη δουλειά μου. Μετά τον καφέ, συνεχίσαμε την κουβέντα και, περπατώντας, φτάσαμε έξω απ' το Α' Νεκροταφείο. «Ας μπούμε» είπε ο Περιζήτητος Εργένης, «έχει απόλυτη ηρεμία και οικογενειακούς τάφους-έργα τέχνης». Με παραξένεψε λίγο το date σε νεκροταφείο, αλλά πάρκο να περπατήσουμε δεν υπήρχε τριγύρω κι εξάλλου έχω μάθει πια να μην κρίνω - αφού όλοι οι γκόμενοι του γιατρού είναι. Πράγματι όμως, ήταν πολύ ωραία και ήρεμα στο νεκροταφείο, αγάλματα, πουλάκια και πολύ πράσινο. «Πώς απ' όλες τις αναγνώστριές σου η Μάρα έμεινε παρθένα μέχρι τα τριάντα;» ρώτησε ο Περιζήτητος Εργένης. Κοίτα. Έφταιγαν κι οι γονείς της. Ήταν συντηρητικοί. Όταν η Μάρα θα έφευγε στα 18 να σπουδάσει στην Αγγλία, πήγε κι η μάνα της μαζί της. «Γιατί, τι κάνει κάποιος όταν φεύγει από την εξουσία και τον έλεγχο των γονιών του;» σκεφτόταν η μάνα της. Αρχίζει να δέχεται καραμέλες από αγνώστους. Τους έλεγε κι η Μάρα ότι παράλληλα με τις σπουδές της στο Λονδίνο θα πραγματοποιούσε το όνειρό της να γίνει μοντέλο και φρίκαραν περισσότερο. «Τι σχέση έχει το ένα με το άλλο;» ρωτούσε ο Περιζήτητος Εργένης. «Καμία» έλεγα εγώ. «Κι η παιδική μου φίλη, ενώ σπούδαζε νευροχειρουργός στην Ιταλία, έκανε παράλληλα και μόντελινγκ». «Α, ωραία» έλεγε ο Περιζήτητος Εργένης. «Και τι έγινε τελικά;». Διαφήμιση για καπότες.
Έκλαιγε κι οδυρόταν η έφηβη Μάρα που θα καταστρέφονταν η φοιτητική της ζωή. «Τελείωσε το θέμα» έλεγε η μάνα της. «Πας για πρώτη φορά μόνη διακοπές με τις φίλες σου το καλοκαίρι» -παραχώρηση δικαιωμάτων- «και μετά φεύγουμε μαζί να σπουδάσουμε στο Λονδίνο». Τα νεύρα της είχαν γίνει τσατάλια να εξηγεί, όταν τη ρωτούσε γλυκά ο μπαμπάς της ποια είναι τα σχέδιά της για το καλοκαίρι. Έλεγε «το μόνο που δεν σχεδιάζω γι' αυτό το καλοκαίρι είναι να έχω self control». Και του ανέβαινε η πίεση. Έτσι, δεν πήγε διακοπές με τις φίλες της η Μάρα εκείνο το καλοκαίρι και δεν έχασε την παρθενιά της. Από τα 19 μέχρι τα 25, που κατάφερε επιτέλους να τελειώσει τις σπουδές της, δεν υπήρχε περίπτωση να τη χάσει με τη μάνα-κέρβερο πάνω απ' το κεφάλι της, οπότε τη χτύπησε κι η αγαμία στην τελετή αποφοίτησής της, τσακ, της μπαίνει και το χούι με τους διάσημους και τρέχα γύρευε. «Μοντέλο έγινε τελικά;» με ρωτούσε ο εργένης. «Μπα, με τη μάνα της να της μαγειρεύει και χωρίς σεξουαλική ζωή, το έριξε στο σεξ των συνταξιούχων. Το φαγητό δηλαδή. Στο πανεπιστήμιο έλεγε συνέχεια ότι είναι πάλι έγκυος, για να μπορεί να τρώει. Ε, και μετά έπεφτε απ' τις σκάλες μόνη της». «Μα τόσο κολλημένοι οι γονείς της;» ρωτούσε ο Περιζήτητος Εργένης. «Κοίτα να δεις» του έλεγα, «η αλήθεια είναι ότι η τσουλοσύνη είναι σαν ένα είδος ασθένειας. Μπορεί να είσαι χρόνια φορέας, από μωρό. Και μια μέρα πας πανεπιστήμιο και μέσα σε όλη αυτήν τη σύγχυση με τα αγόρια, τα πάρτι και τα ναρκωτικά, χωρίς τους γονείς σου στο κεφάλι σου και με άπειρο ελεύθερο χρόνο, αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα. Ώσπου μια μέρα, μπαμ! Ξυπνάς κι είσαι πια Μεγάλη Τσούλα. Κάπως έτσι έγινε και με το γείτονά μου τον Χαράλαμπο» θυμήθηκα καθώς χάζευα έναν τάφο. «Η περίπτωσή του ξεκίνησε με καρκίνο του δέρματος και εξελίχθηκε σε καρκίνο στο κεφάλι».
(συνεχίζεται)
σχόλια