Απ' όλους μου τους βοηθούς, αυτή που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η Φουρνάρισσα. Τους άλλους δυο τους γνώριζα κατά βάθος. Ίσως γιατί οι άντρες είναι απλοί - εμείς τους προσδίδουμε ιδιότητες να τους κάνουμε περίπλοκους, εκείνοι ούτε φαντάζονται ότι της έχουν. Όμως η Φουρνάρισσα με εντυπωσίαζε. Είχε ένα αλάθητο ένστικτο στα πράγματα και στο τι κρυβόταν πραγματικά πίσω απ΄τις ιστορίες των αναγνωστών - έτσι έμοιαζε, σαν ένστικτο. Αλλά το ρήμα της δεν ήταν σίγουρα το «νιώθω». Ήταν το «ξέρω». Εκείνο το βράδυ κοιμηθήκαμε όλες μαζί στο σπίτι της Τσιάουα. Ξυπνήσαμε Κυριακή μεσημέρι και πίνοντας καφέ άκουσα ξαφνικά για πρώτη φορά την ιστορία της. Στην αρχή πίστεψα ότι την έλεγε για να κάνει την Τσιάουα να ξεχαστεί, να δει ότι υπάρχουν και χειρότερα.
Η Φουρνάρισσα, λοιπόν, κάποτε ήταν παντρεμένη. Με τον έρωτα της ζωής της. Δεν θα σταθώ καθόλου στην ιστορία της με τον άντρα της, στις όμορφες στιγμές που έζησαν μαζί, στον έρωτα, στο δέσιμο και στην αγάπη, θα σταθώ μόνο σε ένα λεπτό της ζωής τους. Τη στιγμή που έγκυος ανακάλυψε ότι εκείνος είχε μόνιμη ερωμένη. Και ότι δεν της είχε πει καν ότι ήταν παντρεμένος. Αυτό το λεπτό της ζωής μας, ένα μόνο λεπτό, μέσα στη διαδρομή μας στο χρόνο, που βιώνουμε την προδοσία, είναι τόσο έντονο... Ειδικά για τις γυναίκες, που ποτέ δεν θα απωθήσουν το δράμα, δεν θα το φοβηθούν, αλλά θα μείνουν να το ζήσουν όλο, μέχρι να πιάσουν πάτο. Γι' αυτό άλλωστε γίνονται στο πέρασμα του χρόνου δυνατές -ή σκληρές- ο πόνος έχει αποδειχτεί το πιο σημαντικό συναίσθημα για την επιβίωση του είδους μας. Αυτό το λεπτό λοιπόν, που μια τρομακτική μάσκα παραμορφώνει το πρόσωπό σου, είναι καθοριστικό. Γιατί τον εαυτό σου, λένε, τον βρίσκεις όταν όλοι σε έχουν προδώσει. Το θέμα βέβαια είναι ποιος είναι ο πραγματικός σου εαυτός.
Έσκιζε φωτογραφίες, έμπηγε καρφίτσες, έκλαιγε, κυλιόταν στο πάτωμα ουρλιάζοντας. Σηκώθηκε και προσπάθησε να βγει έξω απ΄την πόρτα του σπιτιού της και να μην ξαναγυρίσει ποτέ, αλλά τα πόδια της έκαναν ένα βήμα μπροστά κι ένα πίσω. Πήρε μια βαθιά ανάσα, αποφάσισε ότι δεν μπορούσε καν να φτιάξει βαλίτσες και πήδηξε απ΄ το μπαλκόνι στο πεζοδρόμιο. Τα αυτοκίνητα σταμάτησαν να κινούνται στο δρόμο, τα πουλιά να πετούν, οι άνθρωποι να γεννιούνται και να πεθαίνουν. Ο κόσμος κράτησε ενός λεπτού σιγή. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα τακούνια της, καθώς έτρεχε στη λεωφόρο. Πριν πάει στην κλινική για άμβλωση, μπήκε στο στούντιο -ήταν τραγουδίστρια τότε- κράτησε ουίσκι και τσιγάρο, που τα είχε κόψει λόγω εγκυμοσύνης, και λιώμα τραγούδησε με λυγμούς τη «Navilouca», ένα αργό σπαρακτικό κομμάτι. Ήταν το αντίο προς τον άνδρα της. Αποχαιρέτησε και την μπάντα της και βγήκε ξανά στο δρόμο. Και τα αυτοκίνητα άρχισαν πάλι να πηγαινοέρχονται, η Γη να γυρίζει, οι άνθρωποι να πεθαίνουν, σηματοδότες να αναβοσβήνουν στην πόλη, πουλιά να πετούν ψηλά, μωρά να κλαίνε στα πίσω καθίσματα λευκών Mercedes, κι όλοι έκαναν «σσσσ» στο πέρασμά της, αλλά κανείς δεν μπορούσε πραγματικά ούτε να τη νιώσει ούτε να τη σώσει.
Άλλαξε γειτονιά κι άνοιξε ένα μικρό φούρνο, προσπαθώντας να δώσει την εικόνα μιας ήρεμης, ασήμαντης, μικροαστικής ζωής. Κάθε βράδυ έκλεινε το φούρνο κι έπαιρνε τη μεγάλη highway Β για να ψωνίσει αρσενικά. Χωρίς ζώνη στο τζίν, χωρίς συναισθήματα, χωρίς μωρά στο πίσω κάθισμα και χωρίς ποτέ κάποιον στο σπίτι να την περιμένει να επιστρέψει. Αλλά κάθε φορά που ένα θηλυκό Α βγαίνει στη highway B χωρίς ίχνος έρωτα μέσα του, ξέρεις ότι η εκδίκηση θα γραφτεί με πολύ σπέρμα κι αίμα. Το θέμα ήταν πια ποιος θα έπεφτε τελευταίος στα τέσσερα στο πάτωμα να τα μαζέψει.
Κάθε φορά που ένας άντρας έκρινε μια γυναίκα, η Φουρνάρισσα το έπαιρνε προσωπικά. Ήταν το μόνο που την τάραζε πια. Τα δάκρυα που έριξε τη μέρα που τραγούδησε για τελευταία φορά πάγωσαν γύρω της. Μια παγωμένη λίμνη την περικύκλωνε, το ένιωθες αμέσως. Αν τυχόν την ερωτευόσουν κι ορκιζόσουν να την πλησιάσεις, θα σπαταλούσες και τις επτά ζωές σου προσπαθώντας να σπάσεις τον πάγο και σε κάθε μία στο τέλος θα πέθαινες από υποθερμία φωνάζοντας «σκύλα!». «Πες μου το δικό σου όνομα, θυμάσαι ποιο είναι;» θα σε ρωτούσε εκείνη τελευταία στιγμή για να σε σώσει, να σε κάνει να βρεις τα λογικά σου και να βγεις απ΄ τη λίμνη, παρακινούμενη ίσως από ένα τελευταίο ίχνος οίκτου ή απλά από μητρικό ένστικτο, αλλά θα ήταν αργά και κάθε φορά εσύ θα πέθαινες έτσι, τρέμοντας απ΄ το κρύο και αγωνιώντας μάταια να θυμηθείς πώς σε λένε εσένα, όχι εκείνη.
«Δώσε μου το τηλέφωνο του γκόμενού σου και θα τον κάνω εγώ να μετανιώσει για τα καψόνια που σου έκανε» είπε η Φουρνάρισσα. Κι η Τσιάουα της το έδωσε, μην υπολογίζοντας ότι μόλις έκανε πάσα αυτόν που γούσταρε. Στην Bitch Queen.
(συνεχίζεται)
σχόλια