It' so quite out here!

It' so quite out here! Facebook Twitter
0

Την απέναντι έπαυλη την αγόρασε ένας μεγιστάνας – ανάθεμα την ώρα. Ήταν για χρόνια κλειστή. Τώρα είναι στον κήπο του και δίνει εντολές στους εργάτες. Ακούω τα κομπρεσέρ τους σε αποσταση αναπνοής. Χθες το χάραμα ξύπνησα από τις κραυγές μιας μεθυσμένης που έβγαινε από το διπλανό κλαμπ-ρέστοραν εκτοξεύοντας σαν έχιδνα προσβολές (σεξουαλικές) στη φίλη της. Στο τέλος άρχισε να βγάζει άναρθρες κραυγές. Επί ώρες. Λίγο πριν, κάποιος προσπαθούσε να ξεπαρκάρει το άμαξι του –για ώρες, πέντε μεθυσμένοι τον είχαν κυκλώσει και προσπαθούσαν με σουρωμένα διατάγματα να τον καθοδηγήσουν (αριστερά, ρε μαλάκα). Κάθε σαββατόβραδο η Φωκυλίδου είναι μια κόλαση. Τώρα είναι και τις καθημερινές – με το κομπρεσέρ του μεγιστάνα.

Την περασμένη βδομάδα (δεν ξέρω αν το είπαν οι τηλεοράσεις) μια Ιταλίδα κυρία έπεισε τον άντρα της (μετανάστη από την Τυνησία) να χτυπήσουν το κουδούνι της γειτόνισσας, που ήταν πολύ θορυβώδης, και να τη σκοτώσουν. Με χασαπομάχαιρα. Μαζί, σκότωσαν το δίχρονο παιδί της («επειδή στρίγγλιζε συνέχεια»), την πεθερά της, τον άντρα της και δυο γείτονες που έσπευσαν να βοηθήσουν! Όταν η αστυνομία τούς υποπτεύθηκε και έβαλε κοριό στο σπίτι τους, τους άκουσε να λένε: «Επιτέλους, λίγη γαλήνη!»

Είδα τη φωτογραφία των δολοφόνων στην «Κοριέρε ντε λα Σέρα – και δεν θέλω να τους μοιάσω. Η γυναίκα έχει σφιχτά χείλια, είναι, λέει, μανιακή με την καθαριότητα και άτεκνη – στα 53. Ο σύζυγος, όκεϊ, αλλά έχει μπερδέματα με το εμπόριο ναρκωτικών. Ωστόσο πολλές φορές ονειρεύτηκα να κατέβω στη Φωκυλίδου με το ωραίο, λαμπερό μου εξάσφαιρο και να γαζώσω τους τρελούς χαροκόπους με το πρόστυχο αξάν. Που στα βάθη του ύπνου μου έχουν παρει όλοι διαστάσεις τερατώδεις.
Κι όμως, σε αυτό το δρομάκι ήρθα πριν 20 περίπου χρονια γιατί ήταν νεκροταφείο. Ούτε φώτα δεν είχε η ΔΕΗ. Το βράδυ, πίσω από τις νεραντζιές μπορούσα να δω το φεγγάρι – ξεπλυμένο στον κόκκινο, φωτοχημικό ουρανό. Είχα υποφέρει πολύ τα φοιτητικά μου χρόνια σε ένα υπνοδωμάτιο πάνω στην Πατησίων (!) και σε ισόγεια δυάρια στην Κυψέλη (στην Κυκλάδων, με λαϊκή κάθε Τρίτη χάραμα). Ήθελα να ακούσω στο βούκινο του πλούτου το σμαραγδένιο τραγούδι των σειρήνων (είμαι ποιητής ο άτιμος!), το αεράκι τη νύχτα, το αηδόνι στην κερασιά και κυρίως τον ήχο της βροχής και του αγέρα – όπως τα πλούσια ψώνια της Dolce Vita (που μετά αυτοκτόνησαν). Αλλά μισώ τα προάστια· έτσι ήρθα εδώ, κινημένος από τις σκιές, σαν την τρελή μάνα του Σολωμού στο κοιμητήριο, κι έφτιαξα το τσαρδί μου μέσα στη μόνωση και τη σιωπή. Άννα Μαγδαληνή Μπαχ. Μπρεσόν. Μέχρι που άρχισαν τα μπαγλαμαδάκια.

Πολλοι πιστεύουν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της Αθήνας είναι οι ρύποι και το κυκλοφοριακό. Εγώ πιστεύω ότι είναι η ηχορρύπανση. Η ασυδοσία των θορυβοποιών, τα αψυχολόγητα αλάρμ, η ασέβεια στον διπλανό. Δεν με ενοχλούν τα κλάματα των παιδιών – με ευχαρίστηση άκουσα απ’ το κλειστό διαμέρισμα του 1ου ορόφου, γυρνώντας κι εγώ χαράματα, ένα μωρό να κλαίει και τη μάνα του να το καθησυχάζει, ποιος να ’ρθε; Το κλάμα του ήταν γατίσιο, χαϊδεμένο, και εξαχνώθηκε σε έναν αναστεναγμό (η Αουρόρα στους Έκνταλ, του Μπέργκμαν, που γιορτάζουν· ήταν μια παλιά γειτόνισσα που την είχα χάσει και γύρισε ξαφνικά έχοντας κι ένα μωρό – οι περιπέτειες της ζωής. Την αγαπούσα μαζί με τους θορύβους της, την αγαπώ μαζί με το σκασμένο της.

Όμως πρέπει να γίνει κάτι σοβαρό πια με τους θορύβους στην Αθήνα. Χωρίς ιταλικά μαχαίρια, εννοείται. Αλλά με τη σκέψη ότι ο άλλος, δίπλα, δεν είναι στο μουντ το δικό μας. Κι ενδεχομένως να είναι τόσο λοξός ή μόνος που θέλει να ακούει τον ήχο της βροχής, τη σταγόνα στα φύλλα, και τον αέρα τη νύχτα όταν περνάει μέσα από τις πευκοβελόνες του Λυκαβηττού σα μαστίγιο. Μεταξωτό. Θέλει ησυχία το τραγούδι του κόσμου. Όχι μόνο βουή κι αντάρα.

Βέβαια, ακατάλληλη στιγμή το θυμήθηκα. Ας εργαστούν τα όργανα προς το παρόν, ωραίοι μου γλεντζέδες, ας μεθύσουν τα πνεύματα, ας ξελαρυγγιαστούμε όλοι, Τρελή Αποκριά, διεσταλμένα όλα, κι από Τρίτη τα ξαναλέμε πάλι. Με το Σιλέντσιο.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ