Πώς καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά; Σίγουρα όχι όταν όμορφες κορασίδες χορεύουν σε τιμημένα καταστρώματα, ούτε όταν οι βίζιτες συναντούν τα χοντροειδή βύσματα. Το υποψιάζεσαι λίγο όταν αυτές οι ειδήσεις, πασπαλισμένες από φθηνό πατριωτισμό και δημοσιογραφικό λαϊκισμό, υποβαθμίζουν πραγματικά σημαντικά προβλήματα, όπως η απελευθέρωση των απολύσεων. Δεν το καταλαβαίνεις, όταν ο τέως πρωθυπουργός του Τίποτα αποθεώνεται από συνοδοιπόρους του, χωρίς να εμφανιστεί κάποια καρμική τιμωρία. Και μάλλον ούτε όταν μια καλοκαιρινή καταιγίδα ρίξει το internet για λίγα λεπτά, δείχνοντας πως το τέλος του κόσμου θα έρθει οριστικά, όταν πέσει το παγκόσμιο δίκτυο.
Το ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά το καταλαβαίνεις όταν το Μουντιάλ εξελίσσεται σε θρίαμβο της διαιτητολαγνείας. Πρόκειται για ένα ευγενές σπορ γκρίνιας και εκτόνωσης που δεν ανακαλύφθηκε στην Ελλάδα, έζησε όμως τις μεγαλύτερες στιγμές του στην εγχώρια μπάλα. Το υπάρχον κλίμα γενικής μεμψιμοιρίας δεν βοηθάει την ανάπτυξή του, όπως αποδείχθηκε από τη θλιβερή προσπάθεια της κρατικής τηλεόρασης να μιλήσει για λάθη του διαιτητή, δευτερόλεπτα μετά το -για άλλους ντροπιαστικό, για άλλους θριαμβευτικό, για όλους καιροσκοπικό- παιχνίδι της Ελλάδας κόντρα στην Αργεντινή. Ουδείς τσίμπησε, κάποιοι γέλασαν, οι περισσότεροι κοίταξαν τους λογαριασμούς της ΔΕΗ με δικαιολογημένο μίσος.
Στο παιχνίδι της Αγγλίας με τη Γερμανία υπήρξαν άνθρωποι που πανηγύρισαν ηλεκτρονικά (αυτός είναι ο νέος τρόπος), άλλαξαν status στο Facebook, πόσταραν ένα εκνευριστικό tweet με πολλά θαυμαστικά αμέσως μετά το γκολ του Λάμπαρντ, πριν καταλάβουν πως δεν μέτρησε επειδή δυο Ουρουγουανοί διαιτητές είχαν την αντίληψη ή τον δόλο του προαναφερθέντος τέως πρωθυπουργού. Λίγες ώρες μετά, η Αργεντινή κέρδιζε το Μεξικό, πάλι με λάθη διαιτητών, αυτή όμως -ακόμα χειρότερα- έχοντας την ενοχλητική εύνοια του ισχυρού.
Οι «New York Times», που όπως και η υπόλοιπη Αμερική συλλάβισε όψιμα το ποδόσφαιρο αυτές τις μέρες, παπαγάλισαν αυτομάτως πως «πρέπει να αλλάξει ο κανονισμός και ο διαιτητής πρέπει να βλέπει το βίντεο, να μπει η τεχνολογία στο παιχνίδι». Δεν ήταν οι πρώτοι που το είπαν, απλά αναπαρήγαγαν ένα ευρέως διαδεδομένο αίτημα, καταδικασμένο στην αποτυχία.
Γιατί αν μπει τόσο δυνατά στο παιχνίδι η τεχνολογία, αν ο διαιτητής χάσει την αμφιλεγόμενη γοητεία του κρετίνου, αν γίνει αλάνθαστος, χωρίς υπόνοιες συνωμοσίας, ένας τυπικός υπάλληλος με κοντοβράκια που βλέπει βίντεο και αποφασίζει ακριβοδίκαια, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Γιατί μόνο τότε θα καταλάβεις πως τίποτα δεν πάει καλά: όταν ούτε τον γελοίο τον διαιτητή δεν μπορείς να βρίσεις.
•ΕΙΠΩΘΗΚΕ:«Είχα μια πολύ περίεργη σχέση με τους Ελληνες. Με αντιμετώπιζαν με μια πολύ σπάνια εγκαρδιότητα όλα αυτά τα χρόνια». Ο Οτο Ρεχάγκελ αποχωρεί, κάνοντας δηλώσεις στην «Bild», αλλά προτιμά να μην πει όλη την αλήθεια...
σχόλια