31/12, Παραμονή χωρίς σχέδια
Έχει πολλές παγίδες αυτή η μέρα. Κουβαλάει μεγάλο φορτίο: θέλεις να κορυφωθεί η χρονιά σου με τρόπο θετικό, να έχει καλό φινάλε, προσπαθείς να είναι όλα τέλεια, όλα σαν αυτές τις καρτ ποστάλ που αγόραζες παλιά, όπου οικογένεια και φίλοι έστεκαν γύρω από ένα φλογισμένο τζάκι και τσούγκριζαν ποτήρια σαμπάνιας, μα εκεί που νομίζεις πως όλα θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, όλο και μια ανάμνηση από μια παλιά Πρωτοχρονιά ή κάτι που σε βάρυνε φέτος θα ξεφύγει από μια χαραμάδα στο μυαλό σου και σου κάνει τα πράγματα αλλιωτικά. Προσπαθώ να μην της δίνω μεγάλη σημασία αυτής της γιορτής. Έχω περάσει τέλειες Πρωτοχρονιές, λαμπερά πάρτι, είπα χρόνια πολλά σε ανθρώπους που αγαπώ και φίλησα άλλους που δεν αγαπούσα τόσο, χόρεψα μέχρι να πονέσουν τα γόνατα μου από τον χορό και έφαγα μέχρι τελικής πτώσεως σε ένα τραπέζι που έμοιαζε να ξεπήδησε από αναγεννησιακό πίνακα. Ήμουν παρών, όμως, και σε κάποιες πιο άχρωμες παραμονές, που πιο πολύ αυτές με «δίδαξαν» πως η 31η του Γενάρη δεν είναι τίποτα παραπάνω από τις υπόλοιπες μέρες, εκτός και αν το θέλεις εσύ να είναι. Αν έχεις όρεξη να κάνεις το μεγαλύτερο πάρτι, να περιμένουν σειρά τα γουρουνόπουλα και οι φραγκόκοτες για να σερβιριστούν στο τραπέζι σου, αν θες με αυτόν που λατρεύεις πιο πολύ να την περάσεις τη μέρα αγκαλιά, ή ίσως να μείνεις μόνος με τις πιτζάμες και να πάρεις ντελίβερι και πριν τις έντεκα να κοιμηθείς, κάνε ό,τι γουστάρεις, φτάνει να μην περιμένεις τίποτα παραπάνω από αυτό που έχεις ήδη. Σήμερα κάνει κρύο και κατεβαίνουμε «δεμένοι» με κάτι κασκόλ στο κέντρο. Δεν υπάρχει σχέδιο, κανείς από τους φίλους μου δεν ετοιμάζει ένα τραπέζι και δεν υπάρχει καμία κράτηση (ευτυχώς) σε κανένα ρεβεγιόν. Αχνιστοί καφέδες, παλιά ουίσκι στο μπαρ που αγαπάς, σαμπάνιες και χαβιάρι με μπλίνι από ένα ντέλι, ρόδια να σπάσουμε το πρωί στην είσοδο για το καλό και ωραίες τροφές από μπακάλικα, κρεοπωλεία και μανάβικα για αύριο και μεθαύριο που όλα είναι κλειστά και οι δρόμοι ήσυχοι από τη νεύρωση του κόσμου. Τελικά, όλο και κάτι οργανώνεται, φίλοι που έλεγαν να κρυφτούν σκέφτονται πως ίσως τα γέλια και τα γλέντια με έναν φίλο να 'ναι καλύτερα και κάπου μαζευόμαστε. Τους κοιτώ, μάγουλα ροδισμένα από το κρύο, το πιο δαιμονικό χιούμορ της πόλης, φρέσκα κουτσομπολιά, κάτι υπέροχα λόγια σαν λογοτεχνία και κάποια μάτια που σκούπισαν τα δάκρυα λίγο πριν μπουν σε αυτή την ταβέρνα που τους τοίχους της τους κρύβουν κάτι αιωνόβια βαρέλια. Όλα τα τραπέζια του μαγαζιού γίνονται ένα. Δεν σταματάς να ακούς χρόνια πολλά, μπαίνουν οι πλανόδιοι μουσικοί με τα κλαρίνα τους και ο θόρυβος που κάνουν σαν να διώχνει ό,τι είχες σκεφτεί που δεν έπρεπε να το σκεφτείς. Σκέφτομαι τους γονείς μου που μου λείπουν και βγαίνω στο δρόμο να τους πάρω τηλέφωνο. «Γεια σου μαμά, όλα καλά, χρόνια πολλά. Είναι εκεί ο μπαμπάς να του ευχηθώ;». Δεν λέμε τίποτα παραπάνω, τα εννοούμε όμως όλα. Φεύγοντας από το ταβερνάκι, έχει ήδη νυχτώσει, κάποιοι ετοιμάζονται για το μεγάλο ρεβεγιόν, και εμείς ίσως σταματήσουμε για άλλο ένα ποτό, έτσι για το καλό του χρόνου. Στο σπίτι σπάμε και το ρόδι στην πόρτα και από μέσα του ξεχύνονται χίλια ρουμπίνια ζουμερά γεμάτα ευχές. Κάθε χρόνο τα ίδια να 'χουμε, γλέντια και γιορτές. Σας φιλώ.
σχόλια