ΤΡΙΤΗ 10/7
Στο δεύτερο τεύχος του LifO Taste που κυκλοφορεί αυτή την εβδομάδα ζήτησα από φίλους και ανθρώπους που εκτιμώ να μου γράψουν για εκείνη την τροφή που τους θυμίζει πιο πολύ το καλοκαίρι. Περίμενα υπομονετικά να δω τι θα μου γράψουν και ανακουφίστηκα που κανείς δεν έγραψε γι’ αυτό που έχω εγώ στο μυαλό ως την υπέρτατη γεύση του καλοκαιριού. Ναι, συμφωνώ, το καρπούζι είναι αξεπέραστο εκείνες τις στιγμές που καίγεται το σύμπαν και υπάρχει ένα τάπερ με καρπούζι στο ψυγείο για να σβήσει όλη τη ζέστη, οι ντομάτες είναι επίσης κάτι σημαντικό, η χωριάτικη, οι τηγανητές πατάτες, τα βλίτα, τα κεράσια, τα σύκα, όλα είναι ονειρεμένα. Η στραπατσάδα, τα αμπελοφάσουλα, αριστουργήματα που τον χειμώνα μας φαίνονται κάπως. Και ενώ συμφωνώ κι επαυξάνω με τα προηγούμενα, θέλω σε αυτήν τη στήλη να πούμε δυο λόγια για το παγωτό. Αυτό το θαύμα όπου ένα υγρό μείγμα γίνεται βελούδινος πάγος και ακυρώνει όλα, μα όλα τα υπόλοιπα γλυκά του κόσμου. Την ιστορία του δεν την καλοξέρω, νομίζω πως κάπου στην Ασία κάποιος έριξε σιρόπι πάνω σε θρυμματισμένο πάγο και από ‘κει ξεκίνησαν όλα! Τα παγωτά στο δικό μου γαστρονομικό σύμπαν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία των τροφών όπου τα στάνταρ μου είναι πολύ χαμηλά. Μπορώ να φάωοτιδήποτε. Οποιαδήποτε ποιότητα. Ψυγείο περιπτέρου, παγωτό από μηχανή σε φαστφουντάδικο, εξαιρετικό γκουρμέ με απίστευτους συνδυασμούς, σορμπέ που μόλις βγήκαν από την παγωτομηχανή μου, μεγάλους πύργους με φρικτούς συνδυασμούς, πλαστικά φρούτα και αμφίβολα σιρόπια, γαλατένια, γρανίτες, φρούτα ή και σοκολάτες. Τα πάντα. Όταν ήμασταν μικροί, το παγωτατζίδικο της περιοχής πέρναγε ακριβώς στις 19:30 από την πιο κάτω γειτονιά, το σημείο ακριβώς όπου παίζαμε. Ακούγαμε τη μουσικούλα από μακριά, ήταν τύπου μουσικό κουτί, κάτι τελείως αφελές, αλλά πολύ χαρακτηριστικό. Σαν σκυλάκια που ακούνε τη φωνή του αφέντη τους κάναμε στον ήχο αυτής της μουσικής. Σε κλάσματα δευτερολέπτου είχαμε εκσφενδονιστεί στα σπίτια μας και ζητιανεύαμε λεφτά για παγωτό ή αδειάζαμε τις τσέπες ν’ αποσώσουμε και το τελευταίο σεντ για ένα παγωτό χωνάκι με κρέμα μηχανής. Σιγά-σιγά ο ίδιος παγωτατζής (ζει, άραγε, ακόμη;) εξελίχτηκε. Η μουσικούλα πάντα ίδια, το αυτοκίνητο με τους ζωγραφιστούς κλόουν που τρώνε παγωτό και τα πολύχρωμα φωτάκια ίδια, στα παγωτά είχαμε προσθήκες. Πρώτα ήταν η νέα μηχανή που δεν έβγαζε μόνο παγωτό με γεύση βανίλια αλλά είχε (άκουσον, άκουσον) επιλογή για σοκολάτα και μία τρίτη βρύση που έβγαζε μισό σοκολάτα-μισό βανίλια. Ο προβληματισμός ήταν τεράστιος.
Μετά ήρθε η σοκολάτα flake της Cadbury. Ο κύριος παγωτατζής είχε στο ψυγείο τέτοιες σοκολάτες και μ’ ένα έξτρα αντίτιμο έπαιρνες και μία σοκολάτα flake πάνω στο παγωτό. Εκεί άρχιζαν και οι ταξικές διαφορές ανάμεσα στα παιδιά. Δεν ήταν αυτονόητο για όλους πως θα είχαν τα έξτρα σεντ για το flake. Και οι διαφορές συνέχισαν με το παγωτό σάντουιτς, όπου δύο μπισκότα έκλειναν ένα μπλοκ παγωτού (βανίλια-σοκολάτα ή βανίλια-φράουλα) - εκεί να δεις προβλήματα.
Ευτυχώς, άρχισα να μεγαλώνω και να λιγοστεύω τις επισκέψεις στη συγκεκριμένη αλάνα και γλίτωσα. Ακόμα, όμως, γυρνάω το κεφάλι όταν ακούω τη μουσική από το παγωτατζίδικο. Και προχθές που ήμουν στο νησί είδα ένα, παρκαρισμένο στη μέση του πουθενά, τρεις το μεσημέρι. Πήγα και δοκίμασα ένα σκέτο κρέμα. Ζήτησα flake, αλλά δεν είχε... Η άλλη μεγάλη ανακάλυψη της παιδικής μου ηλικίας στο θέμα των παγωτών ήταν ένα πολύ dodgy κατασκευαστήριο παγωτών, που λειτουργούσε δυο γειτονιές παρακάτω. Κανείς δεν ήξερε γι’ αυτό. Τα συγκεκριμένα παγωτά δεν διετίθεντο σε κανένα περίπτερο της περιοχής. Περίεργο! Μάλλον η μυρωδιά μάς οδήγησε εκεί, απ’ όσο θυμάμαι. Ένα γλυκό άρωμα σαν μαρμελάδα που την άφηνε να ψήνεται για ώρες κάθε μεσημέρι την ίδια ώρα απλωνόταν στη γειτονιά. Η βιοτεχνία ήταν κρυμμένη πίσω από έναν τεράστιο κήπο με φυλλόδεντρα και φραντζιπάνι. Ακολουθήσαμε ένα μονοπατάκι από μπετόν και φτάσαμε. Δύο εργάτες μέσα -ο ένας ήταν μάλλον και ο ιδιοκτήτης-, ντυμένοι με άσπρες ρόμπες, σαν γιατροί, και με σκουφιά. Στη μέση του δωματίου μια μεγάλη μηχανή που έκανε θόρυβο. Το συγκεκριμένο παγωτατζίδικο έφτιαχνε, απ’ ό,τι διαπιστώσαμε σε λίγο, μόνο ένα παγωτό. Μια ροζ σκόνη αναμειγνυόταν με νερό και γινόταν ένα έντονο ροζ παγωτό που έφερε το άρωμα που κάλυπτε τη γειτονιά.
Την πρώτη φορά μας κέρασε, μετά μας το έδινε με έκπτωση, στη μισή τιμή απ’ ό,τι ψωνίζαμε από τον απογευματινό παγωτατζή. Το παγωτό αυτό ήτανε φιξ. Ετοίμαζαν με αυτό έτοιμα κορνέτο και τα έβαζαν στην κατάψυξη. Η γεύση; Μη ρωτάς. Φράουλα από τον Άρη ή κάτι τέτοιο. Εγώ, πάντως, ξέρω πως η χαρά μας ήταν τεράστια. Αφού, μετά το πρωινό μπάνιο που μας έπαιρναν οι θείες και οι μανάδες, τρέχαμε σαν αλαφιασμένα στο παγωτατζίδικο για να πάρουμε αυτό τον ροζ διάολο, μετά για ύπνο, μετά πάνω-κάτω στην αλάνα μέχρι να περάσει ο καλός ο παγωτατζής. Σκέφτομαι, αν καμιά φορά πάθω μια σοβαρή αρρώστια, ανάμεσα στις αιτίες θα είναι και αυτό το ροζ παγωτό που έτρωγα στα παιδικά μου χρόνια. Τέλος πάντων, όταν είσαι παιδί άλλα είναι που σε γεμίζουν και όχι η ποιότητα στην τροφή. Και αυτό το παγωτό ήταν μέρος της περιπέτειας των καλοκαιριών μου. Μερικά χρόνια πριν έψαξα να δω αν υπάρχει ακόμα η βιοτεχνία του ροζ παγωτού - φυσικά είχε κλείσει ή την είχαν κλείσει... Κρίμα, θα έτρωγα ευχαρίστως άλλο ένα.
Σας φιλώ.
σχόλια