Σάββατο 30/6
Ξυπνάω και η πρώτη μου έγνοια είναι η γάτα. Τη βλέπω να περπατά αμέριμνη, φρεσκοξυπνημένη από τη νάρκωση και μόνο τότε πάω να φτιάξω καφέ. Τι έγινε; Απλό. Χθες παγιδεύτηκε σε ένα ξένο μπαλκόνι, δεν ήταν κανείς να της ανοίξει, εμείς δεν το προσέξαμε και ξημερώθηκε στο ξένο σπίτι. Το πρωί, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να δραπετεύσει (η γάτα-batman, δεν κοιτούσε τα κιλά της...), τραυματίστηκε φρικτά πάνω στα μυτερά κάγκελα του διαμερίσματος των παραδίπλα.
Όταν λέμε τραυματίστηκε, εννοούμε δεκαπέντε εκατοστά πληγή στην κοιλιά κ.λπ. Ένα πρωινό στον κτηνίατρο, πολλές ραφές, ξυρισμένη μπακούλα, αντιβιώσεις και παυσίπονα ήταν ο απολογισμός αυτής της βόλτας. Τώρα, για μένα, ο απολογισμός αυτός ήταν κάτι πολύ περισσότερο, αφού γι’ ακόμη μια φορά διαπίστωσα την απόλυτη λατρεία και αφοσίωση που έχω στα ζώα. Βλέποντας τη ναρκωμένη γάτα να κοιτά με τα ανοιχτά της μάτια στο κενό όση ώρα ο γιατρός έφερνε βόλτα αυτή την ιστορία, είδα γι’ άλλη μια φορά πόσο αβοήθητα είναι. Ζεις μαζί τους δεκαετίες, φτάνεις σε σημείο να κόβεις κουβέντες μαζί τους, τα περιποιείσαι και αυτά σου δίνουν αγάπη και παρουσία, οπότε είναι φυσικό να τα θεωρείς και λίγο παιδιά σου, κι ας μην είσαι γάτα ή αυτά άνθρωποι. Και, βεβαίως, έχοντας κατοικίδια, μπορώ να φανταστώ στο 1 εκατοστό πώς νιώθουν οι γονείς όταν παθαίνουν κάτι τα παιδιά τους.
Το γατάκι, πάντως, με ευχαρίστησε με τον τρόπο του σήμερα, αυτό το δροσερό πρωινό, όταν σιγά-σιγά, ακόμα λίγο εκτός τόπου και χρόνου από το σοκ, ήρθε, ανέβηκε στην πολυθρόνα, κάθισε στα πόδια μου και άρχισε το γουργουρητό, κοιτάζοντάς με κατάματα για ώρα. Πολύ το χάρηκα. Σήμερα που έμεινα σπίτι μετά από καιρό (κυρίως για το γατί) τελειοποίησα και μια συνταγή πολύ αγαπημένη. Επειδή τα έχουμε ξαναπεί για το τσίζκεϊκ φούρνου, θα σας τα περιγράψω εν τάχει σε μορφή συμβουλών. Κάντε τη βάση, όπως λέει η συνταγή σας. Με θρυμματισμένα μπισκότα και βούτυρο ανάλατο, που είτε θα το λιώσετε είτε θα το αναμείξετε σε θερμοκρασία δωματίου με το μπισκότο. Το βρίσκω καλύτερο ν’ αρωματίζει κανείς τη βάση του τσίζκεϊκ παρά την κρέμα.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά τελευταία μου αρέσει η πλήρως γαλατένια και έντονη γεύση που σου δίνει το τυρί, χωρίς να διακόπτεται απ’ οτιδήποτε άλλο. Αρωματίστε το μπισκότο είτε με το εσωτερικό από μισό λοβό βανίλιας είτε με λίγη κανέλα. Και τα δύο είναι καλά. Το πιέζετε στο ταψί και ακολουθείτε τις οδηγίες της συνταγής που έχετε ήδη. Η βασική συμβουλή που έχω να σας δώσω αφορά τη γέμιση. Για ένα ταψί 24 εκατοστών θα χρειαστείτε περίπου ένα κιλό cream cheese. Εγώ χρησιμοποιώ 3/4 Φιλαδέλφεια και 1/4 μασκαρπόνε και τα αναμειγνύω με 300 γρ. ζάχαρη. Το μεγάλο μυστικό είναι στο πώς αναμειγνύετε τη γέμιση ενός τσίζκεϊκ. Λοιπόν, ο απόλυτος τρόπος είναι το food processor και όχι το μίξερ. Αν δεν έχετε food processor, ανακατέψτε στο μίξερ με το φτερό ή στο χέρι, σε πολύ χαμηλή ταχύτητα. Δεν πρέπει να παίρνει καθόλου αέρα το μείγμα σας, αλλιώς οι φουσκάλες θα το εμποδίσουν να γίνει κρεμώδες κι έντονο στην υφή, σαν βαρύ βελούδο. Όταν χτυπηθούν για περίπου δύο λεπτά η ζάχαρη με το τυρί, θα προσθέσουμε τρία αυγά και δύο κρόκους και θα συνεχίζουμε να χτυπάμε, προσθέτοντας πέντε κουταλιές αλεύρι για όλες τις χρήσεις. Αν σας φαίνεται αδιανόητο να μην το αρωματίσετε, σε αυτό το σημείο βάλτε λίγο ξύσμα λεμονιού. Όταν όλα έχουν αναμειχθεί, το μείγμα σας πρέπει να είναι γυαλιστερό και λείο σαν μαγιονέζα, με ένα υποκίτρινο χρώμα, σχεδόν υπόλευκο. Το αδειάζουμε στο ταψί με το μπισκότο και ψήνουμε στους 90 βαθμούς Κελσίου, χωρίς water bath. Ναι, καλά ακούσατε. Σε αυτήν τη θερμοκρασία και με αυτό τον τρόπο που έχετε αναμείξει τα υλικά δεν χρειάζεται αυτό το αφόρητο είδος μπεν-μαρί για το τσίζκεϊκ. Χρειάζεται περίπου μία ώρα και τρία τέταρτα στον φούρνο για να ψηθεί.
Όταν το βγάλετε, θα δείτε πως, εκτός από εξαιρετική, βελούδινη και αμαρτωλά κρεμώδη υφή, έχετε πετύχει κι ένα τσίζκεϊκ χωρίς κρούστα. Μοιάζει σαν να μην έχει περάσει από φούρνο. Χρειάζεται περίπου τέσσερις ώρες στο ψυγείο για να παγώσει και ο ιδανικός τρόπος σερβιρίσματος είναι (όχι μαρμελάδες, προς θεού, ούτε γλυκά φρούτα) μια σαλάτα με τροπικά φρούτα (μάνγκο, ανανάς, φρούτα του πάθους), με την προσθήκη ξύσματος λάιμ ή βατόμουρων ή βύσσινων - κάτι γενικώς πιο ξινό και φρέσκο αντί για γλυκό. Σας υπόσχομαι πως δεν θα ξαναψάξετε για άλλη συνταγή για τσίζκεϊκ ποτέ ξανά. Τρώγοντας ένα κομμάτι από το γλυκό μόνος στην κουζίνα, με τη γάτα που δεν βγαίνει απ’ το σπίτι, παρά μόνο με ακολουθεί όπου πάω, σκέφτομαι πόσα τσίζκεϊκ έχω φτιάξει στη ζωή μου που πάντα είχαν ατέλειες, πάντα κάτι μου έλειπε, για να καταλήξω σε αυτό που για μένα είναι τελειότητα. Πιρουνιάζω ένα κομμάτι, η βανιλάτη βάση μυρίζει βούτυρο, η κρεμώδης γέμιση είναι συμπαγής, χωρίς αέρα να την κάνει να μοιάζει «κομμένη», γεμίζει το στόμα, κι εκεί που πας να πεις αρκετά, τα βατόμουρα γεμίζουν την παλέτα σου με δροσερές zingy νότες, μετατρέποντας αυτό το γλυκό σε ένα από τα ανώτερα, τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα. Τα κατάφερες, μου λέει και η Λούλα την ώρα που ξερογλείφεται για λίγη γέμιση.
Θα της δώσω, πέρασε πολλά χθες. Σας φιλώ.
σχόλια