Πικνίκ

Πικνίκ Facebook Twitter
0

ΣΑΒΒΑΤΟ 2/4/2011

Είμαι στο σπίτι, χωρίς διάθεση να βγω. Ακούω κάτι φωνές,: τουρίστες με κοντομάνικα βγαίνουν στον ήλιο, σίγουρα θα πάνε να λιαστούν στα γρασίδια κάτω από την Ακρόπολη. Η μαγεία του πικνίκ. Σκέφτομαι πως δεν ξέρω άνθρωπο που να μην έχει κάτσει κάτω από τον ήλιο, στο γρασίδι, έστω και μία φορά στη ζωή του. Είναι σαν να σε καλεί η γη να έρθεις σε επαφή μαζί της και να θυμηθείς ποιος είσαι.

Όταν ήμουν μικρός κάναμε συχνά πικνίκ. Δεν ήταν, βέβαια, αυτό που αργότερα διάβασα στα γαστρονομικά περιοδικά και θαύμασα σε φωτογραφίες ξένων βιβλίων. Δεν υπήρχαν όμορφα καλάθια, καρό κουβέρτες, ψάθινα καπέλα, μπρι, μπαγκέτες και κόκκινα κρασιά. Ήταν πιο τσιγκάνικα, αν με καταλαβαίνετε. Το πρώτο πικνίκ της χρονιάς, την Καθαρά Δευτέρα, το κάναμε σε μια παραλία λίγο έξω από την πόλη. Τώρα εκεί είναι όλη η περιοχή κατάφυτη με δεκάδες πανομοιότυπες, ακατοίκητες μεζονέτες που χτίστηκαν για να καλύψουν τις ρωσικές ανάγκες, παρέμειναν όμως άδειες, εκεί, να καταστρέφουν κι αυτές, όπως τόσα άλλα, κάθε παιδική μας ανάμνηση. Τέλος πάντων… Για να φτάσεις στην παραλία διέσχιζες ένα σχεδόν ονειρικό δασάκι με ευκάλυπτους και χαμηλούς θάμνους. Ο ήλιος περνούσε μέσα από τις φυλλωσιές, ήταν ακόμη όμως δροσερά, το απολαμβάναμε. Δεν θυμάμαι τι στρώναμε στην άμμο για να βάλουμε τα φαγητά. Θυμάμαι τις παγωνιέρες και κάτι καρέκλες φτιαγμένες από αλουμίνιο και πλαστική ψάθα, που τις ανοίγαμε για να κάτσουν οι θείες μας. Κάτι κυρίες που είχαν σηκωθεί από τις τέσσερις για να μαγειρέψουν, είχαν πακετάρει τα φαγητά σε άπειρα τάπερ, τα είχαν φορτώσει και τώρα ήθελαν απλώς να κάτσουν στις πλαστικές καρέκλες και να κοιτάζουν τη θάλασσα, μιλώντας για τα «θέματα» της γειτονιάς. Τα παιδιά (εγώ ήμουν εφτά, όλοι οι υπόλοιποι ήταν μεγαλύτεροι) τρέχαμε σαν αλαλιασμένα πάνω κάτω στη χαλικόστρωτη παραλία. Κάποιος τολμηρός έβγαζε παπούτσια, κάλτσες, σήκωνε μπατζάκια και περπατούσε στο νερό. Μια υστερική γυναικεία φωνή από τους ευκάλυπτους τον καλούσε να βγει από το νερό γιατί θα αρρώσταινε. Μετά, φαγητό σε πλαστικά πιάτα, κάποιος μικροκαυγάς ανάμεσα στα παιδιά και μετά αναμονή να γυρίσουμε σπίτι. Aκόμα μπορώ να μυρίσω το φρέσκο κόλιανδρο στη σαλάτα.

Το καλοκαίρι, πηγαίναμε στο βουνό. Αγαπούσα πολύ αυτήν τη διαδρομή και την αγαπώ ακόμα, αν και την κάνω πια σπάνια, για να διαπιστώσω τη σταδιακή αλλαγή που εισπράττει κανείς όταν φεύγει από τα παράλια, αφήνει πίσω του τη θάλασσα και την πόλη, περνά πρώτα μια ξερή περιοχή με ασπρόχωμα και χαμήλη βλάστηση, για να μεταπηδήσει στη ζώνη των αμπελώνων. Τι ομορφιά! Καταπράσινα αμπέλια παντού και αμυγδαλιές. Όσο προχωρούσε το αυτοκίνητο, οι αμυγδαλιές γίνονταν κερασιές και σε ένα συγκεκριμένο σταυροδρόμι, που έμοιαζε με φυσικό σύνορο, άρχιζε το δάσος. Θυμάμαι πάντα τη μητέρα μου να μας παρακινεί να βγάζουμε το χέρι από το παράθυρο του αυτοκινήτου για να δούμε πώς αλλάζει ο αέρας από αυτό το σημείο κι έπειτα. Και όντως άλλαζε. Το πικνίκ γινόταν δίπλα σε ένα ποτάμι. Ανεβάζαμε τα αυτοκίνητα μέχρι ένα σημείο από έναν δύσβατο χωματόδρομο και μετά κουβαλούσαμε τα πάντα με τα πόδια. Βάζαμε τα καρπούζια και τις μπίρες στο ποτάμι να παγώνουν και οι άντρες κανόνιζαν τη σούβλα. Ήταν ακόμα ‘80s και δεν υπήρχαν απαγορεύσεις. Όλοι ψήναμε κάτω από τα πλατάνια και υπήρχαν ελάχιστες πυρκαγιές. Οι γυναίκες έστρωναν κάτι τραπέζια από φορμάικα με χάρτινα τραπεζομάντηλα και άνοιγαν τα τάπερ. Κανονικά φαγητά, σαν να ήμασταν σε κυριακάτικο τραπέζι σε σπίτι. Θυμάμαι ένα ραδιοφωνάκι με μπαταρία να παίζει λαϊκά και μια θεία μου να γκρινιάζει πως το αρνί δεν της φάνηκε ΑΑ. Κατά τα άλλα, εμείς κάναμε εξερευνήσεις, ανεβαίναμε σε βράχια και σκαρφαλώναμε στα πλατάνια. Την ώρα του φαγητού επιστρέφαμε με ματωμένα γόνατα και στεφάνια από βαλανιδιές. Για γλυκό υπήρχε πάντα ένα ‘70s γλυκό που το λέγανε «μπισκοτίνα». Στρώσεις από μπισκότα και κρέμα σοκολάτα. Από πάνω είχε μια στρώση φυτική σαντιγί που την είχαν γλυκάνει με τόνους ζάχαρη άχνη. Ωραία ήταν. Και κάπως έτσι, μέχρι τα είκοσί μου, είχα καταλάβει πώς ήταν τα πικνίκ. Κυριακάτικες οικογενειακές εξορμήσεις με παιδιά και σκυλιά, να ξεφύγουμε από τον μικροαστικό μας κόσμο. Που τότε δεν μας πείραζε καθόλου, τουλάχιστον συνειδητά.

Τον πρώτο μου χρόνο στην Αγγλία βρέθηκα καλεσμένος για Σαββατοκύριακο στο Κέμπριτζ. Το μεσημέρι του Σαββάτου -ήταν Ιούνιος- πήγαμε για πικνίκ δίπλα στο ποτάμι. Αυτή η ονειρική πόλη, που ξεχειλίζει από διανοούμενους και εκκεντρικούς, είναι χτισμένη δίπλα σε ένα ποτάμι - κλαίουσες ιτιές χαϊδεύουν τα πράσινα νερά του και κατακίτρινοι ασφόδελοι σαν τεράστιες κουβέρτες από χρώμα καλύπτουν το χώμα. Είναι τόσο όμορφα και διαφορετικά από την Ανατολική Μεσόγειο. Εδώ, η φύση δεν δυσκολεύεται να υπάρξει. Τρέχουν τα νερά στα εύφορα χώματα και ζωντανεύουν και τον τελευταίο βολβό που κρύβεται στη γη. Βάρκες-γόνδολες με τουρίστες διασχίζουν το ποτάμι. Μια μπιραρία με ξύλινο deck, ωραίοι τύποι με chinos και λευκά λινά πουκάμισα πίνουν μπίρες και συζητάνε χαμηλόφωνα. Πολλά πουλιά κελαηδάνε. Εμείς απλώναμε καρό κουβέρτες κοντά στο ποτάμι και οι φίλοι έφερναν δύο πολύ μεγάλα hampers. Το ένα είχε τρία μπουκάλια κόκκινο Βordeaux και ποτήρια του κρασιού. Το άλλο, ένα μεγάλο κομμάτι παλαιωμένο Cheddar, με τσάτνεϊ να το συνοδεύει, μια πιατέλα με ζαμπόν, ένα βαζάκι με αληθινό στίλτον, φράουλες με clotted cream, σάντουιτς με αγγούρι, μια τερίν με κυνήγι και φρέσκο fudge, σπεσιαλιτέ της πόλης. Καθόμασταν στο ποτάμι για ώρες -ευτυχώς είχε ήλιο-, οι υπόλοιποι μιλούσαν για ποιητές και φιλοσόφους. Εγώ δεν έλεγα κουβέντα. Είχα ένα χαζό χαμόγελο και απολάμβανα κάτι που δεν πίστευα πως υπήρχε παρά μόνο στα βιβλία. Μέσα στα χρόνια υπήρξαν πολλά πικνίκ. Ακόμα και σε ταράτσες στρώσαμε, ακόμα και σε βράχια στην παραλία φάγαμε κρεατόπιτες και τα είπαμε. Το βράδυ, πάντα, τα πρόσωπα καμένα από τον ήλιο, στα μανίκια σημάδια εκεί που ξεκινά η μπλούζα. Σήμερα θυμάμαι ωραία πράγματα, ελπίζοντας να νικήσω τα άσχημο παρόν που ζούμε. Εύχομαι σε όλους επιστροφή στη φύση. Σας φιλώ.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ