ΔΕΥΤΕΡΑ 20/2
Εγώ δεν ήμουν ποτέ παραλήπτης τάπερ. Στις σπουδές μου είχα απαγορεύσει αυστηρά αυτό το μαμόθρεφτο έθιμο. Σιχαινόμουν τους συμφοιτητές που κατέβαιναν στο αεροδρόμιο φορτωμένοι με κούτες γεμάτες τρόφιμα (έπαιρναν ακόμα και λεμόνια (!) και παγωνιέρες γεμάτες φαγητά της μάνας, που πάγωνε επιμελώς τις σεφταλιές κι έκλεινε αεροστεγώς γλυκά του κουταλιού για τον κανακάρη ή την πριγκίπισσά της που πήγαινε να σπουδάσει στη έρημο Σαχάρα μάλλον και όχι σε μια από τις μεγαλύτερες food capitals της υφηλίου). Τότε κανείς δεν το έκανε για οικονομικούς λόγους. Ήταν άλλο ένα από τα κουσούρια των συμπατριωτών μου, που πολύ συχνά (ακόμα και σήμερα) λένε πως άλλο μέρος σαν το νησί τους δεν υπάρχει (σαν την Κύπρον εν εσίει) και που πιστεύουν πως τίποτα δεν είναι πιο νόστιμο από τους ντολμάδες της μάνας τους. Θυμάμαι μια φορά που μια μάνα έβαλε για την κορούλα της μαγειρίτσα σε ντενεκέ λαδιού. Η κόρη έβαλε τον ντενεκέ στις αποσκευές πάνω από τους επιβάτες. Στη μία ώρα ο ντενεκές ράγισε και η Αγγλίδα στο μπροστινό κάθισμα λούστηκε αυγολέμονο και συκωταριές. Ήταν οριστικό: ούτε σοκολατάκι δεν θα άφηνα τη δικιά μου να μου βάλει στις αποσκευές. Η απόφαση αυτή τηρήθηκε κατά γράμμα και με μεγάλη αυστηρότητα για δεκαετίες. Μέχρι σήμερα, μετά από πολλά χρόνια μακριά της, καθόλου τάπερ στις βαλίτσες. Μόνη εξαίρεση τα τυριά που έφερα για μια φίλη πριν από λίγο καιρό. Ήθελε να μου δώσει τα διπλάσια, αλλά της έβαλα τις φωνές και πήρα μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Στο γραφείο όλοι φέρνουν τάπερ. Στην κουζίνα, μάλιστα, υπάρχει ένα βουνό από δαύτα. Όλο και κάποιος το ξεχνάει και η μάνα που σε ξέρει φυσικά δεν σου δίνει τα καλά της, αλλά αυτά που είναι και λίγο για πέταμα, γνωρίζοντας πως μάλλον θα το χάσεις ή θα το ξεχάσεις. Λοιπόν, σήμερα τα τάπερ δεν είναι σαν αυτά των παλιών συμφοιτητών μου. Σήμερα υπάρχουν για λόγους εξοικονόμησης, μην πω επιβίωσης. Ξέρω μια άλλη ιστορία, που μια κυρία δίνει στον γιο της καθημερινά δύο τάπερ, ένα γι’ αυτόν κι ένα για τον συνεργάτη του που της φαίνεται λίγο αδυνατισμένος - ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί. Σκέφτομαι πως ίσως όλα αυτά τα τάπερ να είναι άλλο ένα υποχθόνιο σχέδιο των μανάδων για να μας κρατάνε αιώνια δεμένους, όχι μόνο από το μυαλό αλλά και από τον ουρανίσκο. Είναι απίστευτα τα πάθη που ξεσηκώνονται όταν πας να πεις κάτι για το φαΐ της μάνας του άλλου! Τις προάλλες, ένας φίλος έφερε ένα κολασμένο μαμαδίστικο κοκκινιστό να δοκιμάσουμε. Ήταν τόσο βαρύ, η σάλτσα ήταν τόσο πηχτή, γεμάτη σκόρδα και λάδια (και μια γερή δόση ξυδιού, ναι φίλε), που με το που άνοιξε το τάπερ όλοι (πλην αυτού) κάπως εκσφενδονιστήκαμε στο δίπλα δώμάτιο. Αυτός, ατάραχος, έτρωγε μ’ ένα αέρινο βλέμμα ευτυχίας το κοκκινιστό, κάνοντας παπάρες με ζυμωτό ψωμί μέσα στη σάλτσα. Όταν τόλμησα να ψελλίσω μια λέξη για το κοκκινιστό, μου έσυρε τα εξ αμάξης και μου είπε πως δεν είμαι άξιος ούτε να κοιτάω το κοκκινιστό της μαμάς του. Οι υπόλοιποι της παρέας γέλασαν με την καρδιά τους, εγώ ζήτησα συγγνώμη και βεβαίως σκέφτηκα πόσο δίκιο έχει ο φίλος και πόσο ηλίθιος είμαι που τα βάζω με το μεγάλο και κομβικό θέμα που ονομάζετα «μάνα» και «τάπερ». Και κάπως στενοχωρήθηκα που εγώ έζησα χωρίς τάπερ. Ίσως κι αυτό να ήταν άλλη μια γέφυρά που θα ένωνε δύο ανθρώπους (εμένα και αυτήν) που οι ζωές τους διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα. Σήμερα το πρωί, που μίλησα μαζί της στο τηλέφωνο, σχεδόν της ζήτησα να μου στέλνει μια φορά την εβδομάδα κάτι. Έτσι, για να ξέρω πως υπάρχει ακόμα, πέραν της φωνής της στο τηλέφωνο. Σπάνιο κι εξαιρετικό πράγμα οι μάνες, φίλοι. Σας φιλώ.
σχόλια