Σάββατο πρωί, 8:00 π.μ., Λονδίνο.
Ξυπνάω γιατί κάποιος τραγουδάει. Μου παίρνει τρία λεπτά να συνειδητοποιήσω πού είμαι και μετα ακούω το τραγούδι - μονότονο, α καπέλα, με τζαμαϊκανή προφορά. Δεν μπορώ να καταλάβω ούτε τι λέει ούτε από πού έρχεται. Ξέρω μόνο ότι είναι 8 το πρωί, Σάββατο, και είμαι ακόμα ξύπνια. Το μεσημέρι συνειδητοποιώ ότι στο διπλανό κτίριο βρίσκεται μια αφρικανική εκκλησία.
Σάββατο μεσημέρι, στο μετρό του Λονδίνου.
Στο μετρό επικρατεί τρομακτική ζέστη. Νομίζω ότι ο εγκέφαλός μου θα εκραγεί. Διαβάζω μια «Evening Standard»: ανάμεσα σε νέα για τους ποδηλάτες του Λονδίνου (ξεπέρασαν τα αυτοκίνητα) και την τουρνέ του πρίγκιπα Ουίλιαμ στον Καναδά -με την υποχρεωτική φωτογραφία της Κέιτ Μίντλετον-, μαζί με ειδήσεις για τις διαδηλώσεις, συναντάω κι ένα άρθρο που παρομοιάζει την Ελλάδα μ’ ένα πόδι που έχει γάγγραινα. «Ας το κόψουμε», αναφέρει ο αρθρογράφος, «για να γλιτώσουμε». Πάνω απ’ το άρθρο δεσπόζει μια φωτογραφία της Σαντορίνης.
Σάββατο απόγευμα στο Dalston.
Περπατάω στο Dalston, μια από αυτές τις περιοχές του Ανατολικού Λονδίνου που έχουν πάρει τα πάνω τους από τότε που φτιάχτηκε το overground rail (ο αντίστοιχος Ηλεκτρικός) για τους επερχόμενους Ολυμπιακούς. Στον δρόμο, ανάμεσα σε κακοφωτισμένα φαγάδικα που πουλάνε junk food με κοτόπουλο, πέφτω πάνω σ’ έναν τύπο που κάνει ρολερ-σκέιτ. «Σόρι, σόρι, σόρι», ψελλίζω και μετά σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει πιο πολυχρησιμοποιημένη λέξη στην αγγλική γλώσσα από το συγγνώμη («Τρελαίνομαι κάθε φορά που μπήγουν τον αγκώνα τους στα πλευρά μου, ενώ την ίδια ώρα μου ζητάνε συγγνώμη», λέει ο Θ.). Δίπλα σε μια τράπεζα είναι πεσμένη μια κοπέλα - δεν μπορώ να καταλάβω αν είναι μεθυσμένη ή μαστουρωμένη. Δέκα λεπτά αργότερα, όταν γυρνάω στο σπίτι απ’ το σούπερ μάρκετ, στην περιοχή έχουν ήδη εμφανιστεί ασθενοφόρο και αστυνομία. Σκέφτομαι ποιο θα ήταν το αντίστοιχο σενάριο στην Αθήνα. Πόσα τηλέφωνα και ώρες θα ήθελε ενα ασθενοφόρο για να φτάσει εκει; Το βράδυ συναντάμε κάτι Έλληνες φίλους. Κάνει ζέστη κι έχουμε κάτσει έξω, σε ξύλινα τραπεζάκια που βλέπουν σ’ έναν τοίχο με κόκκινα τούβλα. Από μέσα ακούγονται καρσιλαμάδες («Μα, τι είναι αυτο που ακούμε;»). Μιλάμε για την Ελλάδα, ευτυχώς καταφέρνουμε και γελάμε πού και πού -πάλι καλά, σε λίγο θα απαγορευτεί κι αυτό- για να μην κλαίμε. Σκέφτομαι πως μέχρι πρόσφατα, όσον αφορά τη δική μας γενιά τουλάχιστον, έπρεπε να ξέρεις καλά τον άλλον για να γνωρίζεις τι πιστεύει και αν ψηφίζει. Τώρα πια, από τα δέκα πρώτα λεπτά μαθαίνεις τα πάντα: αν είναι υπέρ ή κατά του μνημονίου, τι ψήφισε, τι πιστεύει για τις ιδιωτικοποιήσεις, το ΦΠΑ και τον τρόπο που καλύπτουν την κρίση τα ξένα μέσα ενημέρωσης. Το γκαρσόνι εμφανίζεται στις 12:30, μας λέει πως πρέπει να τελειώνουμε και μαζεύει τα ποτήρια απ’ το τραπέζι. Στη 1 ο τύπος επιστρέφει και μας ζητά ευγενικά να φύγουμε. Συνεχίζουμε να μιλάμε ατάραχοι. Στη 1:15 ξανάρχεται από πάνω μας με το γένι του να τρέμει απ’ την τσαντίλα: «Τώρα είναι ώρα να φύγετε», μας λέει. Ευτυχώς, δεν χτυπάει το χέρι του αποφασιστικά στο τραπέζι ούτε αναποδογυρίζει τα ποτήρια της μπίρας στο κεφάλι μας.
Κυριακή πρωί, 10:00 π.μ., στο κρεβάτι.
Είμαι χωμένη κάτω απ’ το μαξιλάρι, όταν ακούω τη φωνή «I love Jesus. I love Jesus. Say it loud, my brothers, that you love Jesus Christ». Γελάω. Δεν έχω ξανακούσει κήρυγμα τζαμαϊκανής εκκλησίας, πόσο μάλλον από το κρεβάτι μου. «Jesus saves, Jesus saves, Jesus saves», λέει ο παπάς ξανά και ξανά και το ποίμνιο επαναλαμβάνει «Jesus saves». Το κήρυγμα διαρκεί μια ώρα και μετά ξεκινά μια μουσική φαντασμαγορία με κρουστά και τραγούδια που κρατάει δυο ώρες. Όταν τελειώνει η λειτουργία, γυναίκες με μοβ και κίτρινα φορέματα και πελώρια τουρμπάνια ξεχύνονται στον δρόμο, ανάμεσα σε διπλά κόκκινα λεωφορεία κι αυτοκίνητα.
σχόλια