Σάββατο βράδυ, Use, 11:30 μ.μ.
Με την Ο. λέμε ότι θα βγούμε εδώ και δυο εβδομάδες και το αναβάλλουμε συνέχεια, με αποτέλεσμα η έξοδός μας να έχει διογκωθεί σε κάτι μυθικό και φανταστικό.(«Θα χορεύουμε σαν τρελές ως τα ξημερώματα», «Ναι, ναι, και μετά θα περπατάμε ξυπόλυτες στη Σταδίου».) Έχουμε κάτσει στο νέο φιστικί σαλονάκι του Use και κοιτάμε τον κόσμο που βρέχεται έξω. Η Ο. κοιτάζει απ' έξω, ενώ εγώ διαλέγω τα φιστίκια που μου αρέσουν από το μπολάκι με τους ξηρούς καρπούς (στο τέλος μένουν μόνο τα αράπικα). «Μίλησα με την Ιζαμπέλα στο τηλέφωνο πριν έρθω», μου λέει με σμιγμένα τα φρύδια. «Μου είπε ότι είμαι πιο αρχαία και από τις αρχαιότητες και ότι με προειδοποιεί πως του χρόνου το καλοκαίρι θα πάμε διακοπές κι αυτή θα φιλιέται με ένα σωρό αγόρια και θα μεθάει, ενώ εγώ θα είμαι μια γριά. Ίσως, βέβαια, μέχρι το τέλος του καλοκαιριού να σταματήσω να 'μαι αρχαία, γιατί θα με έχει κάνει πάλι νέα και ανέμελη, έτσι μου 'πε», μου λέει και ρουφάει το τσιγάρο της σαν να είναι το τελευταίο τσιγάρο στον κόσμο. Η Ιζαμπέλα είναι η μικρή της ξαδέρφη, ένα κοριτσάκι που μας κοιτούσε με θαυμασμό και δέος πριν δέκα χρόνια, όταν φοράγαμε μπλουζάκια με βολάν και μίνι φούστα για να πάμε στον Κυριάκο της Αίγινας και να λουστούμε στις χαρτοπετσέτες. Είναι πλέον 16 ετών και φοράει eyeliner και τζιν σορτσάκια (« Έχου- με κάτι να πούμε με τη Δέσποινα», της είπε η Ο. ευγενικά τα Χριστούγεννα, ενώ εκείνη τραγουδούσε δυνατά Ριάνα. «Μμμ, λες και θέλω να ακούσω τη μεσήλικη κουβεντούλα σας», απάντησε το σκασμένο και μετά βγήκε στο μπαλκόνι, ενώ εμείς την κοιτάζαμε αποσβολωμένες, σαν σκανδαλισμένες Αγγλίδες νταντάδες). Κοιτάω κι εγώ τον κόσμο που βρέχεται, μέχρι που εμφανίζεται ο Γ., που για κάποιον λόγο είναι σε άκρως νοσταλγική διάθεση. Πρώτα θυμάται ένα τελείως καταστροφικό ραντεβού με μια εκρηκτική μελαχρινή όταν ήμασταν ακόμα φοιτητές - σηκώθηκε μεθυσμένος από το τραπέζι κι έριξε πάνω στην κοπέλα ένα πιάτο φασολάδα και μετά, όπως πήγαινε να της ζητήσει συγγνώμη, πνίγηκε και την έφτυσε με κρασί. Η κουβέντα περιστρέφεται γύρω από ιστορίες σχετικά μ' ένα νυχτερινό μπάνιο στη Μύκονο κι ένα πάρτι που ο γείτονας στερέωσε το κουδούνι με οδοντογλυφίδα για να μας πείσει να το διαλύσουμε στις 7 η ώρα το πρωί. Γελάω, αλλά κατά βάση τις μισώ αυτές τις συζητήσεις, αισθάνομαι σαν να είμαι 80 χρόνων και να αναπολώ τις παλιές καλές μέρες που η νεολαία είχε τρόπους, οι ασπρισμένες αυλές της Αθήνας ήταν γεμάτες γεράνια και στους δρόμους έπαιζε μια λατέρνα πρωί-μεσημέρι- βράδυ. Η νοσταλγία μού τη δίνει. Στο επόμενο μπαρ, δυο στενά πιο κάτω, ο Γ. παραπονιέται ότι η μουσική είναι πολύ δυνατά («δεν μπορούμε να μιλήσουμε εδώ μέσα»), μετά γκρινιάζει για τους θαμώνες («μουσάτοι κουλτουριάρηδες») και τέλος χασμουριέται και μας αποχαιρετά στις 2:30, «γιατί αύριο θέλω να πάω μια μακριά βόλτα με το ποδήλατο». Τον βρίζουμε για ένα πεντάλεπτο περίπου («είσαι γέρος» / «αηδία έχεις καταντήσει»), ενώ του δηλώνουμε ότι θα συνεχίσουμε τη βραδιά μας γιατί έχουμε βγει για να χορέψουμε και είμαστε παρα πολύ έξαλλες και αποφασισμένες να περάσουμε τέλεια απόψε.
Σάββατο, 2:45, στον δρόμο για το 6 D.O.G.S
Βρέχει καταρρακτωδώς και δεν έχω ομπρέλα. Τυλίγομαι με μια πελώρια καρό εσάρπα που μου κρύβει όλο το πρόσωπο και πιάνω την Ο. από το χεράκι για να μη γλιστρήσουμε στο μικροσκοπικό πεζοδρόμιο της Περικλέους, δίπλα στα υφασματάδικα και τα καταστήματα νυφικών. Κοιτάζω την αντανάκλασή μας σε ένα κατάστημα με έπιπλα - θυμίζω ηλικιωμένη Μπαμπούσκα από το Ανατολικό Μπλοκ.
σχόλια