Τρίτη πρωί, πλατεία Συντάγματος
Πάντα, όταν ανεβαίνω τα σκαλιά του μετρό και βγαίνω στην πλατεία Συντάγματος, παρατηρώ τα παπούτσια των μπροστινών στις μαρμάρινες σκάλες, ειδικά των γυναικών - μου αρέσει να κοιτάω τα τακούνια τους. Σήμερα, για κάποιον άγνωστο λόγο η πλατεία έχει δυο γραμμές με κοκκινο-γκρί μπαλόνια - θυμίζει εγκαίνια βενζινάδικου στην Κερατέα. Στα δεξιά έχει μια πελώρια γιγαντοοθόνη πλαισιωμένη από ένα μπάνερ με πορτοκαλί γράμματα που λέει «Δράσεις για την τρίτη ηλικία» Στη γιγαντοοθόνη εμφανίζονται έφηβοι με φράντζες που λένε φοβερά αληθοφανείς φράσεις όπως: «Τα σπάει ο παππούς» και «Η γιαγιά είναι άπαιχτη». Γελάω καθώς κατεβαίνω την πλατεία Συντάγματος -κοιτάω το σιντριβάνι- και σκέφτομαι πόσο αστείο είναι πάντα όταν προσπαθούν μεγάλοι άνθρωποι να μιμηθούν τη γλώσσα της «νεολαίας» (τι φριχτή λέξη) και να γίνουν «κουλ»(θλιβερή φράση-κατάλοιπο των '90s). Το αποτέλεσμα θυμίζει εκπομπή του «τρελόπαιδου» Γρηγόρη Αρναούτογλου. Θέλω να πω, δεν νομίζω ότι υπάρχουν 15χρονα εκεί έξω που λένε ατάκες όπως «Γουστάρω γιαγιά» και μετά κάνουν σκέιτ στο σαλόνι, χαμογελώντας αστραφτερά, ενώ η γιαγιά βαράει παλαμάκια πίσω από το σεμεδάκι.
Σάββατο βράδυ, τρέχοντας στο Σύνταγμα
Με περιμένει ο Νίκος - έχει παρκάρει στην Καραγεώργη Σερβίας. Είναι ο μόνος φίλος μου που είναι αρκετά τρελός για να βγει με το αυτοκίνητο στο κέντρο, Σάββατο βράδυ. Μια ζωή αργούμε στα ραντεβού, χανόμαστε ή καταλήγουμε κάπου που δεν είχαμε προγραμματίσει στις έξι το πρωί να αναρωτιόμαστε πώς φτάσαμε εκεί. Απόψε έχει τόση κίνηση που είναι αδύνατον να παρκάρουμε. Κολλάμε πρώτα σε μια ουρά στην Κολοκοτρώνη, μετά στη Βουλής, κάνουμε το γύρο της πλατείας Κλαυθμώνος -παντού έχει παρκαρισμένα αυτοκίνητα, μάλλον έγινε της μόδας ξαφνικά η πλατεία Καρύτση. Για κάποιον λόγο απόψε είμαστε σαν επαρχιώτες που φτάσανε χτες στην Αθήνα, με το πορτμπαγκάζ γεμάτο χωριάτικες χυλοπίτες και λεμόνια και δεν ξέρουν τους δρόμους. Μπαίνουμε σε δρόμους ανάποδα, περνάμε με κόκκινο, στρίβουμε ακόμα και μέσα στην ψαραγορά στην Αθηνάς γιατί νομίζουμε ότι είναι στενό. «Μα, πού πας;», ουρλιάζω κοιτάζοντας τα ψυγεία. «Αχ, ναι, μπερδεύτηκα». «Άσε με να μαντέψω!», λέω με φωνή όλο ειρωνεία. «Χτες το βράδυ έφτασες στην Αθήνα από την Καλαμπάκα;». Μετά από μια ώρα περιπλάνησης, ο Νίκος θυμάται ότι δεν έχει καν βενζίνη, οπότε τζάμπα κοντέψαμε να τρακάρουμε ανάμεσα στους ροφούς. «Ναι, το ξέχασα. Λες να μείνουμε;», μου λέει ατάραχος στην Ομήρου κι ενώ εγώ κοιτάω μια φωτισμένη βιτρίνα με κουστούμια. Τραβάμε προς τη Μιχαλακοπούλου. Είμαστε στο αυτοκίνητο ακριβώς μία ώρα, όταν βρίσκουμε επιτέλους ένα ανοιχτό βενζινάδικο - η μυρωδιά της βενζίνης ποτέ δεν μου άρεσε. Από μέσα ακούγονται λαϊκά. Ο Νίκος ανοίγει το παράθυρο, η κυρία που δουλεύει στο βενζινάδικο σκύβει προς το μέρος μας. Το πρόσωπό της είναι σκαμμένο κάτω από τα νέον φώτα, φοράει ένα τζιν μπουστάκι και γαλάζια σκιά μέχρι τα ξυρισμένα φρύδια της. Κάτι περίεργο έχει, αλλά δεν ξέρω τι: «Καλησπέρα. Πόσο να βάλω;», μας ρωτάει με αντρική φωνή. «Αχά», σκέφτομαι.
σχόλια