Είχαμε πάρει ένα γάτο που τον ονομάσαμε «Γάτο», και για να μην είναι μόνος του πήραμε και μια γάτα που την ονομάσαμε «Γάτα». Επειδή κάποιοι φίλοι είπαν ότι θα πάθουν κόμπλεξ τα γατιά με αυτά τα ονόματα, ξαναβαφτίσαμε. Τον μεν Ζαμπονοτυροπιτούλη (από τις προτιμήσεις του στο φαγητό), την δε Ομορφούλα (γιατί ήταν μικρή, με το που μεγάλωνε θα το κάναμε «Μουνάρα»).
Από την αρχή η Ομορφούλα τού κάθισε κάπως του Ροντρίγκο, γιατί ήταν φουντωτή κι άφηνε πολύ τρίχα στο κρεβάτι (ναι, όλοι μαζί κοιμόμασταν) και γιατί δεν τα έπαιρνε τόσο εύκολα όσο ο αρσενικός. Την έλεγε χαζή. Εγώ, με την Ομορφούλα επικοινωνούσα. Τη ρωτούσα κάτι, απαντούσε, τη ρωτούσα κάτι άλλο, απαντούσε, κι όση ώρα ρωτούσα πράγματα εκείνη πάντα συνέχιζε «μιάου μιάου»· και ξημερώναμε με αυτό το παιχνίδι, γι' αυτό δεν τελείωνα ποτέ τα κείμενα στην ώρα μου - τώρα ξέρετε. Τα πράγματα ξεκαθαρίστηκαν εξαρχής. Η Ομορφούλα ήταν δικό μου παιδί και ο Ζαμπονοτυροπιτούλης ήταν παιδί του Ροντρίγκο. (Και τα δύο ξώγαμα, από προηγούμενες σχέσεις μας.) «Ομορφουουούλα, Ομορφουουούλα, για ύπνο τώρα» έβγαινα κάθε βράδυ στο μπαλκόνι και φώναζα με το χέρι στη μέση και την παντόφλα να τρέμει αγχωμένα στο πόδι, μέχρι που εκείνη εμφανιζόταν τρέχοντας, όπου κι αν είχε πάει. Δηλαδή δεν είχε και πολλά μέρη να πάει, μόνο τις δυο διπλανές ταράτσες. Πώς στο καλό χάθηκε το γατί από τον έκτο όροφο; Την απήγαγαν και θα ζητούσαν λύτρα, όπως έχει συμβεί με τόσα και τόσα παιδιά πλουσίων σαν κι εμάς;
Πήγα στη διπλανή πολυκατοικία να ρωτήσω. Άνοιξε μια γιαγιά με μαλλί κανταΐφι. «Έχω χάσει τη γάτα μου...» ξεκίνησα· «ναι, ναι, ακούω που την ψάχνετε» είπε εκείνη «και λέω στην δικιά μου "καλέ, πώς είναι δυνατόν να φωνάζουν κάποια άλλη Ομορφούλα; Εσένα δε σε έχουν δει;"». Στα πόδια της εμφανίζεται ένα μπλαβιασμένο γατί και φεύγω να ρωτήσω στο κάτω διαμέρισμα. Μου έχουν πει ότι κι εκεί μένει μια γιαγιά που αγαπάει τις γάτες, δηλαδή αυτή την έχει σουφρώσει. Μια γιαγιά με γυαλιά-τηλεοράσεις και πράσα μαλλιά. Εκεί που της μιλάω ακούω ένα «γκου γκου»· πετάγεται μέσα από το διαμέρισμα ένας παππούς-φυτό, φορά φανελάκι και τίποτα από κάτω, με πιάνει από το χέρι και προσπαθεί να με βάλει μέσα στο διαμέρισμα. Πατάω κάτι φωνές - «μη φοβάσαι, μη φοβάσαι» μου λέει σαρδόνια η γιαγιά με το γυαλί-τηλεόραση, αλλά έχω ήδη κουτρουβαλήσει στις σκάλες με χτυποκάρδι θύματος σε θρίλερ, πριν το πετσοκόψουν. Όλοι οι τρελοί εδώ μένουν;
Χτυπάω την πόρτα του κυρίου του κάτω ορόφου, ενός εργένη, ωραίου. «Πω πω, πόσο σε καταλαβαίνω, είχα χάσει κι εγώ τη δική μου γάτα κι ήθελα να πεθάνω» μου λέει. «Μένω μόνος μου και ξέρεις, η γάτα μου ήταν η σύντροφός μου. Μετά πήρα τη Μέριλιν, και δεν την αφήνω να ξεμυτίσει - χειμώνα καλοκαίρι, πόρτες παράθυρα κλειστά στο διαμέρισμα». Με το που ακούει το όνομά της η Μέριλιν εμφανίζεται, και τι να δω; Ένα κεφάλι μπαλάκι του πινγκ πονγκ κι ένα σώμα ζέπελιν πάνω σε τέσσερα μικροσκοπικά ποδαράκια που τρεκλίζουν. Τόση ακινησία για να μην το σκάσει το γατί... Αλλά από ευγένεια του λέω ότι η Μέριλιν είναι κούκλα, απλά πρέπει να βάλει μπαλονάκι.
Τέλος πάντων, είδα τις ζωές των άλλων αλλά Ομορφούλα δεν είδα. Γύριζα σαν τρελή στη γειτονιά με τη φωτογραφία της, έψαχνα στους ακάλυπτους και στους φωταγωγούς. «Μέχρι πότε θα ψάχνεις τη γάτα σου;» τσίριζαν κάτι γριές· «μην κολλάς ανακοινώσεις για το γατί σου εδώ» μου έλεγαν κάτι άλλες γριές. Την τέταρτη μέρα χτύπησα στο μοναδικό διαμέρισμα της παραδιπλανής πολυκατοικίας, του οποίου δεν είχα βρει τον κάτοικο. «Μη στενοχωριέσαι, ζώο ήταν» είπε εκείνος. Και με το που το λέει αυτό μπήγω κάτι κλάματα και δεν μπορώ να συνέλθω με τίποτα. «Έτσι μια μέρα εξαφανίστηκε και η γυναίκα μου» ξεκινά εκείνος μια ιστορία, αλλά βαριέμαι να ακούσω - ο καθένας ζει το δικό του δράμα. «Την τάιζα φιλέ μινιόν, της είχα πέντε κουρδιστά ποντίκια» έκλαιγα εγώ. «Κι εγώ στα όπα όπα είχα τη γυναίκα μου, αλλά τελικά έφυγε για να ζευγαρώσει με άλλον» έλεγε εκείνος. «Μα κι εσύ, δεν τη στείρωνες να μην το σκάσει;» έλεγα εγώ· «η Ομορφούλα στειρωμένη ήταν, γι' αυτό δεν καταλαβαίνω». «Νόμιζε ότι δεν τη θέλω αρκετά» συνέχιζε εκείνος, και τότε σκέφτηκα. Τον Ροντρίγκο. Που την έλεγε χαζή. Ή αυτός έφταιγε ή ο Ζαμπονοτυροπιτούλης - έσπρωξε την Ομορφούλα από το μπαλκόνι για να έχει όλες τις κροκέτες δικές του...
(συνεχίζεται)
σχόλια