Όλα, λοιπόν, δικαιολογούνται στο όνομα της κρίσης; Η στροφή προς τον χυδαίο εθνικισμό, η διάχυση της συνωμοσιολογικής σκέψης, η αναζήτηση επικίνδυνων τσαρλατάνων-σωτήρων;
Το ακούω και το διαβάζω ως κριτική και στις απόψεις που αποτυπώνονται σε αυτά τα κείμενα στη LiFO. Ότι δεν παίρνουν υπόψη το γεγονός πως οι άνθρωποι θέλουν πια να πιαστούν από κάτι για να νιώσουν λιγότερο ηττημένοι στη ζωή τους. Ότι παραγνωρίζουν την ανάγκη που έχουν πολύ ευάλωτοι άνθρωποι για κάποια αντίδραση σε όλα όσα τους σκοτεινιάζουν τη ζωή. Όπως έγραψε και ένας αναγνώστης, «μα, εσείς ζητάτε έναν "θεσμικό ριζοσπαστισμό"», εννοώντας προφανώς την υποστήριξη της μετριοπάθειας απέναντι στις ευκολίες της αγανάκτησης.
Ο ορθολογισμός κατηγορείται έτσι ως ένα εργαλείο των «εξασφαλισμένων» και όσων καταδικάζουν αφ' υψηλού τις λαϊκές επιλογές και τα κοινωνικά πάθη. Πιστεύω ειλικρινά πως όσοι μιλούν έτσι, προσπαθώντας συχνά να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, έχουν μια πολύ υποτιμητική αντίληψη περί λαού, και ας αποθεώνουν ιδεολογικά τον «λαϊκό παράγοντα». Βλέπουν ακόμα παντού ανθρώπους που τους χειραγωγούν, τους ξεγελούν, τους παγιδεύουν και τους παραμυθιάζουν. Ποιοι; Οι δαιμονικές ελίτ, οι λίγοι επιδέξιοι συνωμότες, οι κάτοχοι των κλειδιών της γνώσης και της εξουσίας.
Ναι, οι άνθρωποι θέλουν να πιαστούν από κάτι και να πιστέψουν σε κάποιον. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να τους στερούμε την ευθύνη των επιλογών τους και να τους αντιμετωπίζουμε ως αδαείς.
Αυτό το πρωτόγονο σχήμα είναι δυστυχώς εξαιρετικά ανθεκτικό. Λέει το εξής: μην κοιτάτε τον απλό κόσμο που ψηφίζει, ενίοτε, ρατσιστές, αντισημίτες ή δημαγωγούς του χειρίστου είδους. Το κάνουν γιατί δεν μπορούν να αντιληφθούν τα πραγματικά τους συμφέροντα και γιατί διάφοροι μηχανισμοί κυριαρχίας διδάσκουν στον κόσμο τις εύκολες λύσεις.
Κάπως έτσι η εικόνα που βγαίνει είναι απολύτως κλασική. Υπάρχει ένας παρασυρμένος λαός και κάποια δόλια επιτελεία που τον στρέφουν προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Είναι, κατά βάση, τα ίδια λόγια που εξηγούσαν (σε ορισμένους σοσιαλιστές του 19ου αιώνα) τη θρησκευτική πίστη των ανθρώπων. Ο λαός πιστεύει, έλεγε η εξήγηση, από άγνοια, δεισιδαιμονία ή από την προπαγάνδα των παπάδων. Από τον παπά του τότε στον δημοσιογράφο και στον ιδεολόγο του συστήματος του σήμερα, η απόσταση δεν είναι μεγάλη: ο λαός παρουσιάζεται σταθερά ως μια εύπιστη και συνήθως προδομένη και παραπλανημένη ανθρωπότητα (με κάποια καθάρματα εντός της).
Φυσικά, απέναντι σε αυτή την προσβλητική καρικατούρα, δεν χωράει κανένας λόγος στιγματισμού και ενοχοποίησης των πολιτών. Διότι είναι λάθος αυτή καθαυτή η αναζήτηση ενόχων και αθώων, όταν θέλουμε να μιλήσουμε για κοινωνικά φαινόμενα και πολιτικές συμπεριφορές. Το θέμα, δηλαδή, δεν είναι να αντιστρέψει κανείς το πρόσημο αθωότητας των απλών πολιτών σε τεκμήριο (κάποιας) ενοχής, λες και επιδικάζονται ποινές σε αόρατα δικαστήρια.
Οι πολίτες, όμως, έχουν συγκεκριμένες ευθύνες. Δεν είναι αθώοι, ένοχοι, αγαθοί ή διαβολικοί. Γιατί δεν είναι χαρακτήρες σε ένα δραματικό ρεπερτόριο της πιο παλιάς ηθογραφίας. Την ίδια στιγμή, ο λαός δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως κοινωνιολογικό πείραμα με στόχο να επιβεβαιωθούν είτε οι λαϊκιστές που τον αγκαλιάζουν είτε οι ελιτιστές που τον περιφρονούν και τον φοβούνται.
Επειδή, λοιπόν, αυτή η συζήτηση έρχεται και επανέρχεται με διάφορες αφορμές, καλό θα ήταν να παραμερίζαμε τη συνηθισμένη δικαιολογία των ημερών: αυτή την κουβέντα που λέει «μα, δεν βλέπετε, οι άνθρωποι θέλουν να πιαστούν από κάτι, να πιστέψουν κάποιον».
Το ερώτημα είναι για ποιον λόγο η «πίστη» ή, πιο σωστά, η εμπιστοσύνη να συνδέεται, σώνει και καλά, με την πιο ευτελή δημαγωγία και τους αστέρες της.
Για ποιον λόγο η σκληρή αλήθεια για μια πραγματικότητα (λόγου χάρη, για τη σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη) να πρέπει να υποκύψει στις απλουστεύσεις όσων ονειρεύονται τη διάλυσή της, όπως ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Ναι, οι άνθρωποι θέλουν να πιαστούν από κάτι και να πιστέψουν σε κάποιον. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να τους στερούμε την ευθύνη των επιλογών τους και να τους αντιμετωπίζουμε ως αδαείς. Η σύγχρονη δημοσιότητα ξεγυμνώνει τους πάντες, πολύ πριν μεταμφιεστούν πρόχειρα στη διάρκεια μιας προεκλογικής εκστρατείας ή στα επιμελώς σκηνοθετημένα debates της εποχής. Επομένως, το παρασυρμένο και ξεγελασμένο πόπολο είναι ένας μύθος των φεουδαρχικών καιρών που επέζησε στις αστικές κοινωνίες. Και φαίνεται να διατηρείται εν ζωή με τη βοήθεια όσων δεν αποδέχονται την ατομική ευθύνη του πολίτη, ψάχνοντας μονότονα να εντοπίσουν συλλογικά αθώους και φταίχτες.