Βλέποντας τις πολυάνθρωπες ουρές για το προσκύνημα στo λείψανo της Αγίας Βαρβάρας, μου ήλθε στον νου ο τίτλος ενός γνωστού βιβλίου του Γάλλου ανθρωπολόγου Μπρούνο Λατούρ: Ουδέποτε υπήρξαμε μοντέρνοι.
Κάθε φορά που κάνει την εμφάνισή του ο υπομονετικός λαός του προσκυνήματος και αυτό το ανθρωπομάνι που δεν έχουν τίποτα από τον κανιβαλισμό της ελληνικής «ουράς αναμονής», αναρωτιέμαι: μα, ποιοι είναι τελικά όλοι αυτοί; Πώς και δεν τους ξεσηκώνουν οι υλικές αγωνίες ή τα οξυμένα κοινωνικά μας προβλήματα;
Υπάρχει όμως ακόμα κάτι πιο ανησυχητικό: ότι η κοσμική και προοδευτική κριτική παραιτείται συχνά από κάθε αίτημα πνευματικότητας.
Υπάρχει αναμφίβολα κάτι αινιγματικό στην επιβίωση της ευλάβειας σε μια χώρα που οι πολίτες της βράζουν στο ζουμί της καχυποψίας για τους πάντες και τα πάντα. Εδώ, όπου έχει κανείς την αίσθηση πως ζει στην πιο άπιστη από τις θρησκευόμενες κοινωνίες. Εδώ, επίσης, όπου όλα νομίζεις πως τελούνται σ' έναν ενδιάμεσο χώρο μεταξύ ευλάβειας και βλασφημίας και όπου ο λαός τηρεί «το έθιμο», αλλά ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις αν λέει αλήθεια. Δεν μπορείς, με άλλα λόγια, να είσαι βέβαιος αν αυτός ο κόσμος πιστεύει πραγματικά ή απλώς μιμείται αποτελεσματικά τα έθιμα της πίστης του, αν υπολήπτεται ή λοιδορεί την ίδια στιγμή.
Όλα αυτά τα ερωτήματα είναι φυσικά αρχαιότερα από την οικονομική κρίση, τα μνημόνια ή τις πολιτικές αλλαγές της τελευταίας τετραετίας. Ακόμα και αν οι δείκτες της αθεΐας και των κοσμικών ορθολογικών επιλογών γνωρίζουν άνοδο, το θρησκευτικό στοιχείο μοιάζει ισχυρό. Οι αγωνίες ταυτότητας σκεπάζουν ή διαπερνούν ανεπαίσθητα τα κλασικά μέτωπα της πολιτικής επικαιρότητας.
Η Εκκλησία φαίνεται να τα γνωρίζει όλα αυτά και επιδιώκει να εμφανιστεί ως εγγυητής του συλλογικού νοήματος στην εποχή των πολλαπλών κατεδαφίσεων. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, όπου η διαίρεση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης συνδυάζεται με ένταση της ανασφάλειας στους πολίτες και κάμψη της θερμής αγανάκτησης, η Εκκλησία και οι ιδεολογικοί της σύμμαχοι διεκδικούν ξανά μερίδιο κοινωνικής εξουσίας.
Δεν είμαστε όμως στη δεκαετία του '90 και στην εθναρχική εξωστρέφεια του Χριστόδουλου. Ο σημερινός εκκλησιαστικός χώρος φαίνεται να μην επιδιώκει αναβαθμισμένο πολιτικό ρόλο. Αξιώνει, όμως, να έχει βαρύνοντα λόγο στο ευρύ πεδίο της ελληνικής ιδεολογίας. Θέλει να προβάλλει ως πυλώνας σταθερότητας πλάι σε μια αποκαμωμένη και πελαγωμένη στο χάος πολιτική τάξη. «Λιμάνι σ' έναν άκαρδο κόσμο», όπως χαρακτήριζε την οικογένεια ο κοινωνιολόγος Κρίστοφερ Λας.
Αν ο παραδοσιακός λαός της Εκκλησίας ήταν η γερασμένη Ελλάδα της χαμηλής μόρφωσης, είναι φανερό πια πως από καιρό κάποιοι ονειρεύονται περισσότερα: προσβλέπουν ίσως σ' ένα κύμα πολιτικής απογοήτευσης που θα έφερνε νέα κοινά κοντά στην Εκκλησία και στις ιδέες της. Σκέφτονται, επίσης, ότι οι αποτυχίες των πολιτικών να εξημερώσουν το θηρίο της κρίσης θα σπρώξουν ένα τμήμα του λαού προς τους παραδοσιακούς θεματοφύλακες της κοινωνικής συνοχής.
Υπάρχει, άλλωστε, το εύφορο για την ορθόδοξη Εκκλησία υπέδαφος: η τραυματική σχέση με τους Ευρωπαίους συμμάχους-δανειστές, η ανατολικότροπη νοσταλγία και η ρομαντική ρητορεία της ελληνικότητας, η οποία συγκινεί πάντα καλλιτεχνικούς κύκλους και λόγιες κοινότητες.
Και το θέμα των λειψάνων; Το προσκύνημα στον Άγιο Σάββα επί υπουργίας Παναγιώτη Κουρουμπλή και κυβέρνηση «με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ»;
Από μια άποψη, αυτά τα πολυσυζητημένα των ημερών είναι ο τελευταίος τροχός, η μικρή αμυχή στο δέρμα και όχι η πληγή. Είναι κυρίως η συνάντηση του ανθρώπινου πόνου με την αθάνατη δημαγωγία ενός «κυρίου υπουργού», ενός κρατικού αξιωματούχου.
Άλλοι είναι όμως οι σημαντικοί κίνδυνοι, όταν η συζήτηση πάει στα σύγχρονα προσκυνήματα, στην Εκκλησία και στις διαμορφωμένες κοινωνικές στάσεις.
Το αίνιγμα των ανθρώπων που ψήνονται στον ήλιο περιμένοντας τα λείψανα έχει ίσως μια τέτοια, βασανιστικά ελλειπτική απάντηση: μα, δεν υπάρχει (πάντα) το γιατί.
Ο πρώτος κίνδυνος περιλαμβάνει, φυσικά, την παράδοση στις ευκολίες της εθνικής ιδεολογίας και των λαϊκών δοξασιών. Επειδή ακριβώς έχει κόστος η σοβαρή σύγκρουση με τους «πυλώνες» αυτής της ιδεολογίας. Η προσχώρηση, για παράδειγμα, στον κολακευτικό μύθο ενός μοναχικού και αδικημένου έθνους που αντιστέκεται στην αλλοτρίωση και στο τυραννικό χέρι της παγκοσμιοποίησης.
Ένας δεύτερος κίνδυνος, όμως, είναι το στυλ της περιφρόνησης στον «ανορθολογικό όχλο». Αυτό το ύφος πιστεύω πως δεν βοηθάει καθόλου στη συζήτηση για τις θεσμικές και πρακτικές αλλαγές στις σχέσεις πολιτείας και Εκκλησίας. Εκφράζει κυρίως την, αισθητικού τύπου, αλλεργία για το θρησκευτικό κιτς και τις διάφορες εμποροπανηγύρεις της σωτηρίας της ψυχής. Γίνεται όμως αντιπαθές όταν χάνει το μέτρο για να ντυθεί τα χρώματα της λεγόμενης μαχητικής αθεΐας, ανεμίζοντας λάβαρα ορθοφροσύνης ενάντια στους αδαείς και στους παρωχημένους.
Υπάρχει όμως ακόμα κάτι πιο ανησυχητικό: ότι η κοσμική και προοδευτική κριτική παραιτείται συχνά από κάθε αίτημα πνευματικότητας. Είτε στο όνομα του οικονομικού ρεαλισμού είτε επιστρατεύοντας μια ρηχή απολογία της πολυπολιτισμικότητας, παύει να υπερασπίζεται ενεργητικά τις πολιτικές αρχές και τις ηθικές αξίες της. Αυτό είναι πρόβλημα βαθύ και καθόλου άσχετο με την καθίζηση των σοσιαλδημοκρατών και των αριστερών στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Για να επιστρέψω όμως στο αφετηριακό γεγονός, στα ιερά λείψανα και στο εντυπωσιακό λαϊκό προσκύνημα. Γράφει κάπου ο Νίτσε ότι «δεν υπάρχει αρκετή αγάπη και καλοσύνη στον κόσμο για να δίνουμε απ' αυτές και σε φανταστικά όντα». Ναι, από εδώ αντλούν γραμμή όσοι καυτηριάζουν τα διάφορα λατρευτικά δρώμενα και τις άλλες εκδηλώσεις της λαϊκής πίστης. Υπάρχει ωστόσο ένα πρόβλημα με αυτή την κριτική στα «φαντάσματα» πολυτελείας ή στις χίμαιρες: μεγάλο μέρος της ιστορίας και των κοινωνικών μας πρακτικών θεμελιώνεται στην αφοσίωση των πολιτών σε «φανταστικά όντα»: πολιτικά οράματα, κρατικά και πολιτικά σύμβολα, ηθικούς κανόνες.
Ας ξαναδούμε, λοιπόν, την κριτική στις παλιές και νέες δεισιδαιμονίες, στη θρησκεία-ιδεολογία και στις οικείες λαθροχειρίες της εθνικής ιδεολογίας. Μη συγχέουμε όμως το πάθος της κριτικής με την απουσία αγάπης: ιδίως γι' αυτόν τον άνθρωπο που στο ερώτημα του δημοσιογράφου γιατί έσπευσε να πάει στο προσκύνημα, απάντησε αφοπλιστικά: «δεν υπάρχει γιατί, είναι κάτι που νιώθεις»...
Το αίνιγμα των ανθρώπων που ψήνονται στον ήλιο περιμένοντας τα λείψανα έχει ίσως μια τέτοια, βασανιστικά ελλειπτική απάντηση: μα, δεν υπάρχει (πάντα) το γιατί.
σχόλια