Σε μια συνέντευξή του στο γαλλικό περιοδικό «Le Point», o Ντον Ντελίλο λέει για την «Αμερική του Τραμπ»:
Ο Τραμπ είναι η συλλογική παραίσθηση της Αμερικής. Όπως τα άτομα που αισθάνονται ότι ο πραγματικός κόσμος τούς διαφεύγει και δεν έχουν πια αναφορές, η Αμερική φοβάται ότι χάνει την ταυτότητά της. Οι τρομοκρατίες, οι εγκληματίες, μερικοί διαταραγμένοι αναζητούν τη χαμένη τους ταυτότητα. Ο Τραμπ δεν είναι ένα πολιτικό αλλά ένα ψυχικό φαινόμενο. Ψυχοπαθολογικό, αν προτιμάτε. Η ταυτοτική ασθένεια της εγκαταλειμμένης Αμερικής.
Υποθέτω πως είναι πια μεγάλος πειρασμός να κάνουμε αυτό το άλμα από τα πολιτικά φαινόμενα στα ψυχοπαθολογικά χρονικά. Όχι για κανέναν άλλο λόγο παρά γιατί αυτό το τραύμα ταυτότητας που φαίνεται πως συναρπάζει τον Ντελίλο (όπως όλους τους ανασκαφείς των παράδοξων της μεταμοντέρνας ανθρωπότητας) απλώνεται και πιάνει όλες τις κλίμακες: το κωμικό, το γκροτέσκο μέχρι και το ανενδοίαστα απειλητικό.
Η ίδια επικαιρότητα δίνει άφθονο υλικό για μια θεωρία των συλλογικών παραισθήσεων. Κάποιος, ας πούμε, πασχίζει να ιδιοποιηθεί μιμητικά τον γενάρχη και ένα μέρος της ιστορίας ενός άλλου κόμματος. Άλλοι αναβιώνουν διαδικτυακά το ψυχροπολεμικό πάθος. Μια παράξενη δικτατορία στην ανατολική Ασία φτάνει σε παροξυσμό την παλιά σταλινο-μαοϊκή τελετουργία με εμφανείς προσμείξεις ποπ κουλτούρας. Ένα μεγάλο μέρος του πολιτισμού μας πάσχει με τη σειρά του από φοβερές κρίσεις ταυτότητας: άλλοι ψάχνουν να παρατείνουν το μοντερνιστικό «πείραγμα» μέχρι την έσχατη πινελιά αποδόμησης. Και άλλοι νοσταλγούν τις κλασικότροπες φόρμες, τα στιβαρά θεμέλια μιας παλαιότερης εμπειρίας. Στον ίδιο μύλο όμως αλέθουν τα υλικά τους όσοι αναπολούν τη μετρική στην ποίηση και οι οπαδοί των πιο άμορφων περφόρμανς. Από τα ίδια διλήμματα και τις ίδιες αντιφάσεις πιάνονται.
Διακρίνω μια κόπωση από τον ρεαλισμό, λες και εξαντλήσαμε τις δυνατότητές του μέσα σε μια εξαετία. Και εδώ υπάρχει το ενδεχόμενο οι παραισθήσεις της πολιτικής να ενισχύσουν μια βαθιά συντηρητική σκέψη: τη σκέψη ότι «εκεί έξω» είναι όλοι τους τρελοί, καθάρματα και λαοπλάνοι.
Έχουμε λόγους να χρησιμοποιούμε μια γλώσσα σαν του Ντελίλο στην περιήγησή μας στη σύγχρονη ζωή, και όχι μόνο στην πολιτική; Πολλούς λόγους. Και ας βάζουν τις φωνές σοκαρισμένοι οι νεομαρξιστές, κάποιοι κλασικής κοπής φιλελεύθεροι και όλοι όσοι αναζητούν διαρκώς ορθολογικά κίνητρα και δομές στον κόσμο μας.
Ένας συγγραφέας, ένας καλλιτέχνης, μπορεί μια χαρά να σταθεί στην παρατήρηση της συλλογικής παραίσθησης. Του αρκεί. Ένας απορρυθμισμένος και παρανοϊκός κόσμος είναι το «στοιχείο» του. Και φιγούρες απίστευτης κενότητας, όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, δένουν πολύ καλά με τη γνωστή, μεταμοντέρνα προφητεία. Στο κέντρο αυτής της προφητείας ήταν πάντα μια εξτραβαγκάντζα που γίνεται κανονικότητα. Ήταν η υπερβολική διασπορά ψευδών ειδήσεων που καταργεί κάθε δυνατότητα να διακρίνουμε τον πυρήνα της αλήθειας. Και μαζί η ψευδής εξημέρωση του ακραίου, μαζί με τη δημοσιότητα του ασήμαντου.
Απ' όλα αυτά διαθέτουν μπόλικα ο κόσμο μας και η συγκυρία. Και δεν είναι τυχαία μια τάση που αρχίζω να διακρίνω και στη δική μας ελληνική σκηνή. Φαίνεται να επιστρέφουν το «φανταστικό», η φυγόκοσμη στάση και η έλξη που ασκεί το αλλόκοτο. Βγαίνουν βιβλία ελληνικού μαγικού ρεαλισμού εκεί που λέγαμε πως έχουμε περάσει σε μια νέα πολιτικοποίηση. Ιδιώματα ονειρικής υφής διεκδικούν τη θέση τους δίπλα σε αυτά του νέου ρεαλισμού της κρίσης.
Διακρίνω, μάλιστα, μια κόπωση από τον ρεαλισμό, λες και εξαντλήσαμε τις δυνατότητές του μέσα σε μια εξαετία. Και εδώ υπάρχει το ενδεχόμενο οι παραισθήσεις της πολιτικής να ενισχύσουν μια βαθιά συντηρητική σκέψη: τη σκέψη ότι «εκεί έξω» είναι όλοι τους τρελοί, καθάρματα και λαοπλάνοι. Δεν βγάζεις νόημα, όπως μου δήλωσε μελαγχολικά ένας φίλος τις προάλλες. Και αυτός ο απεγνωσμένος φίλος είναι ένα τέρας ενημέρωσης και σφαιρικής γνώσης, όχι κανένας αυτοσχέδιος μανιακός της διαδικτυακής φημολογίας.
Γι' αυτό, λοιπόν, και επιστρέφοντας στα λόγια του Ντελίλο, κάτι μέσα μου αντιδράει όταν ακούω ότι αυτό ή το άλλο δεν είναι πολιτικό αλλά ψυχοπαθολογικό. Ξέρω φυσικά πως οι ιδιοσυγκρασίες, οι ατομικές κρίσεις, οι ψυχικές μεταπτώσεις, παίζουν έναν ρόλο παντού, συχνά πιο σημαντικό απ' όσο τολμάμε να παραδεχτούμε. Υπάρχει ένα παραισθητικό υλικό στη συλλογική ζωή και στα ιδιωτικά, ενδόμυχα σενάρια που συνοδεύουν τη βιοτή μας.
Αλλά η δημόσια κριτική, η πολιτική και η επιστήμη χρειάζονται πάντα τα πως και τα γιατί. Από ένα σημείο και πέρα, η συμφιλίωση με την καταστροφή του νοήματος είναι ανθυγιεινή. Μπορεί για τον Ντελίλο ή τον Ουελμπέκ ο Τραμπ, ο Κιμ, η υδρογονοβόμβα και το «μετα-ανθρώπινο» να είναι το αναπόφευκτο πεπρωμένο. Αυτός ωστόσο ο πυκνός και ενίοτε καλλιτεχνικά μεστός μηδενισμός δεν μπορεί να γίνει η τελευταία λέξη της Δύσης.
Υποθέτω ότι ο μηδενισμός είναι η τελευταία λέξη της Δύσης μόνο για όσους την απεχθάνονται και θέλουν μιαν ώρα αρχύτερα τον θάνατό της. Για τους υπόλοιπους, όμως, οι παραισθήσεις δεν είναι ένα σιδερένιο πεπρωμένο αλλά ένα κομμάτι της συλλογικής μας Ιστορίας ή, πιο σωστά, μιας συλλογικής πολιτικής ήττας. Αυτό όμως είναι μια άλλη υπόθεση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια