Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΕΙΝΑΙ κουρασμένη και εκνευρισμένη. Το νιώθει κανείς και έξω από τα περιτειχισμένα στέκια των ψηφιακών όχλων, όπου η ανθρωποκτόνα διάθεση μεταμφιέζεται, όλο και πιο συχνά, σε δολοφονικό σχόλιο. Πάνω σε αυτή την κακόκεφη κόπωση, που παλεύει με τις εμπειρίες της οικονομικής πτώσης, τον κορωνοϊό και την αβεβαιότητα της περιόδου, προβάλλουν διάφορα διεγερτικά. Ως γνωστόν, η κατατονία αναζητεί την ακρότητα και τρόπους να περάσει στην επίθεση.
Ένα κομμάτι της τηλεοπτικής και διαδικτυακής αγοράς αγκαλιάζει την παρακμή, έστω στην αποτριχωμένη και γυμνασμένη εκδοχή της ωμής «άποψης». Εδώ και χρόνια, άλλωστε, σέρνεται και η δικαιολόγηση των φτηνών διεγερτικών με ένα ψεύτικο επιχείρημα: ότι αυτό το ωμό πράγμα είναι το δημοφιλές και το μαζικά επιβραβευμένο. Ότι, με άλλα λόγια, ο μοναδικός τρόπος να επινοήσεις ενδιαφέρουσες εντάσεις προς τέρψη του κοινού είναι απελευθερώνοντας διάφορα τέρατα. Και όλα εν τέλει βαφτίζονται «άποψη» σε μια αρένα που τρέφεται τακτικά από διαταραγμένα και γελοία πρόσωπα.
Υπάρχει, παρ' όλα αυτά, κάτι παρήγορο. Οι θορυβώδεις, λούμπεν κυψέλες και τα σποτ των νέων ανορθολογισμών και φασισμών συναντούν αντιστάσεις. Σοβαρές αντιστάσεις. Κόσμος κινητοποιείται και εναντιώνεται στα φτηνά διεγερτικά. Ξεκινώντας συχνά από διαφορετικές πολιτικές ερμηνείες ή πολιτισμικά γούστα, υψώνονται φωνές που δεν αφήνουν τα πράγματα να περάσουν έτσι.
Έχει σημασία να ονοματίζονται τα δεινά κι εμείς να μη βολευόμαστε στη συγκαταβατική αποδοχή πως «έτσι είναι η κοινωνία». Δεν είναι «έτσι» ο κόσμος αλλά όλοι όσοι σωπαίνουμε ή προσπερνάμε όταν ένας διαφημίζει τον βιασμό ή τη μισανθρωπία του και κάποιοι τον προβάλλουν ως φτηνό διεγερτικό.
Υπάρχει έτσι ένα στοίχημα μεγαλύτερο από την ηθική καταδίκη ενός παίκτη σε reality ή μιας συγκεκριμένης τηλεοπτικής παραγωγής. Το στοίχημα είναι η διαμόρφωση ενός δημόσιου χώρου με λιγότερη νοσηρότητα, λιγότερη βία και ανορθολογισμό. Είναι, επίσης, η υπεράσπιση της επιστήμης από τους μάγους θεραπευτές και τις σοφίες τους αλλά και η εγκατάλειψη πια των προϊόντων που έχουν μείνει στα στάσιμα ύδατα του παλιού trash.
Προφανώς, το στοίχημα δεν είναι η ισοπεδωτική καταδίκη κάθε τηλεοπτικής και θεαματικής ελαφρότητας. Για πολλούς και διαφόρους λόγους, το εναλλακτικό δίλημμα δεν είναι ή «Big Brother» ή «Αrte», ή ριάλιτι ή ντοκιμαντέρ στο Κανάλι της Βουλής. Είναι πιο σημαντικό να υπάρχει ένα ανοιχτό και ανάλαφρο ψυχαγωγικό πεδίο που να μην αφήνει χώρο για τη λούμπεν παραμόρφωση και να μην καλλιεργεί εσκεμμένα την εξαχρείωση των συμπεριφορών.
Για ποιον λόγο να ταυτίζεται η απόσπαση της προσοχής με την κτηνωδία, η χαλαρή διασκέδαση με τον ήπιο, εξ αποστάσεως σαδισμό ενός θεατή που δεν «μπορεί να ξεκολλήσει»; Νομίζω ότι η αφύπνιση των διαμαρτυριών γι' αυτό που συνέβη στο «Big Brother», όπως και ο θυμός για το αντικοινωνικό ‒και καταστροφικά ανεύθυνο‒ «κίνημα κατά της μάσκας», ότι αυτές οι πυκνές αντιδράσεις μπορεί να έχουν μια βαρύτητα για το παραπέρα: βεβαιωνόμαστε πως υπάρχει και ο κόσμος που δεν αντέχει τα προσωπεία της σύγχρονης σκληρότητας, τον πρωτόγονο ρατσισμό και σεξισμό ή τις τερατώδεις απλουστεύσεις που εμφανίζονται πότε ως ιδεολογίες των «νέων» πότε ως εθνικοτοπικές ιδιαιτερότητες (τη μια η Θεσσαλονίκη, την άλλη η Κρήτη, η μια ή άλλη εκδοχή λεβεντο-θρασυδειλίας).
Ας μην επαναλαμβάνουμε, όμως, πια ότι η «κοινωνία» είναι αυτό ή εκείνο. Ας κάνουμε απλώς την υπόθεση ότι υπάρχουν και μορφές αξιοπρέπειας, λαϊκής αντίδρασης στο χυδαίο, όπως και κοινωνικής επιβράβευσής του. Δεν είναι όλη η σφαίρα του γέλιου το ανέκδοτο του Σεφερλή που έχει παγώσει σε μια κρύα κυριολεξία. Ούτε το ερωτικό πάθος συναντά μοιραία την ταύτιση με τον βιαστή ‒ δηλαδή την ακυρωμένη, την απολύτως μίζερη «σεξουαλικότητα» του καταναγκασμού.
Πέρα από τους θύλακες της βαρβαρότητας και της αμάθειας (η οποία είναι, φυσικά, κάτι διαφορετικό από την απουσία πτυχίων), μια δημοκρατική δημόσια σφαίρα μπορεί ακόμα να κρίνει, να παρεμβαίνει, δίνοντας αυτές τις μικρές μάχες που δείχνουν πως μερικά πράγματα δεν έχουν χαθεί. Η επιθετική παρακμή, όταν αφήνεται ήσυχη να κάνει τη δουλειά της, προσβάλλει όλους τους ιστούς.
Γι' αυτό και έχει σημασία να ονοματίζονται τα δεινά κι εμείς να μη βολευόμαστε στη συγκαταβατική αποδοχή πως «έτσι είναι η κοινωνία». Δεν είναι «έτσι» ο κόσμος αλλά όλοι όσοι σωπαίνουμε ή προσπερνάμε όταν ένας διαφημίζει τον βιασμό ή τη μισανθρωπία του και κάποιοι τον προβάλλουν ως φτηνό διεγερτικό. Και τα προϊόντα και οι πωλητές των φτηνών διεγερτικών πρέπει πια να μείνουν στα αζήτητα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια