«Η Ελλάδα είναι μια χώρα λευκών, μπορεί να γίνει δύσκολη η ζωή κάποιου με το χρώμα του δικού μου δέρματος. Πηγαίνεις σε πολλές γειτονιές και αντιμετωπίζεις αρκετή αρνητικότητα, ρατσισμό. Οι γονείς μου πάλευαν για εμάς σε καθημερινή βάση. Μας παρείχαν όσα χρειαζόμασταν ακόμη κι αν έπρεπε να πουλήσουν πράγματα στους δρόμους. Η φτώχεια μπορεί να σε ωθήσει στα όριά σου…», είπε μεταξύ άλλων ο Γιάννης Αντετοκούνμπο σε συνέντευξή του στην αμερικανική ιστοσελίδα Bleacher Report για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ και οι δηλώσεις του αυτές ξεσήκωσαν για άλλη μια φορά ρατσιστικό και μισανθρωπικό «τσουνάμι» στο Ίντερνετ και τα σόσιαλ μίντια.
Και τι δεν άκουσε πάλι: «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι» γρύλισε ο Βελόπουλος, στα πρότυπα του Άδωνη Γεωργιάδη που τον επέπληττε παλιότερα πως είναι «Αφρικανός και όχι Έλληνας» (άσχετα που τον αποθεώνει σήμερα), «μαϊμού και μαλάκα αράπη του κερατά» τον αποκάλεσε ένας τύπος που ήταν κιόλας συντονιστής εκπαίδευσης προσφύγων (ευτυχώς παύθηκε), μέχρι και τι στρατόπεδο θα διάλεγε σε περίπτωση πολέμου Αμερικής-Νιγηρίας-Ελλάδας(!) τον «ρώτησαν», για τον θεό δηλαδή. Προ διμήνου, πάλι, φασιστοειδή βανδάλισαν γκράφιτι που τον απεικόνιζε στο Παλιό Φάληρο, όπως είχαν κάνει προ ετών στο γκράφιτι με τη μορφή του που κοσμούσε το παρκέ του ανοικτού γηπέδου μπάσκετ στα Σεπόλια από όπου ξεκίνησε τη δική του «έφοδο στον ουρανό».
Ακόμα και η επιμονή στην ελληνική ταυτότητά του είναι παρεξηγήσιμη από κάποιο κόσμο που κατά τα άλλα κόπτεται για το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό. Λες και δεν δικαιούται να αγαπήσει έναν τόπο, με όλα τα καλά και τα σκατά του τόπου αυτού που ξέρει καλά από πρώτο χέρι και που εξακολουθεί να τον πικραίνει με πολλούς τρόπους.
Όλα αυτά σε βάρος ενός ανθρώπου που είναι σήμερα ο διασημότερος Έλληνας στην Υφήλιο, που όπου σταθεί κι όπου βρεθεί προβάλλει την ελληνικότητά του μέχρι παρεξηγήσεως, που φωτογραφίζεται ζωσμένος τη γαλανόλευκη, που παίζει με την Εθνική Ελλάδας στο μπάσκετ απλώς γιατί έτσι γουστάρει διότι άλλο λόγο δεν είχε να το κάνει ο σούπερσταρ των Μιλγουόκι Μπακς και πολυτιμότερος παίκτης του NBA για το ’19, μάλλον και για το ’20.
Κι ας άκουσε τον εξάψαλμο από τους ίδιους που τον ανεβοκατέβαζαν «αράπη» στο Ευρωμπάσκετ του ’17 επειδή δεν είχε τότε ακολουθήσει την Εθνική λόγω περιορισμών του συμβολαίου του. Το γεγονός μάλιστα ότι αυτός, ένα παιδί φτωχών μεταναστών που κάποιες φορές αναγκαζόταν να ανασκαλεύει τα σκουπίδια μήπως βρει κάτι χρήσιμο έχει τώρα χρήμα και δόξα προκαλεί ακόμα περισσότερο φθόνο σε κάποιους κακομοίρηδες ιθαγενείς που θεωρούν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες «φερτούς», «προνομιούχους» και υπεύθυνους για όλες τις κακοδαιμονίες τους.
Αλλά τα «πυρά» που δέχεται ο “Greek Freak” δεν προέρχονται μόνο από ακροδεξιούς, σοβινιστές και ρατσιστές. Κάποια από αυτά τα εκτοξεύουν άνθρωποι από πολιτικούς χώρους που «κανονικά» λογίζονται ως φυσικοί του σύμμαχοι. Το πρόβλημα εδώ δεν έγκειται βέβαια στο χρώμα του δέρματός του αλλά στο ότι δεν είναι ακριβώς μετεμψύχωση του Μάλκολμ X ή του Χιούι Νιούτον των Μαύρων Πανθήρων. Δεν έχει συγκροτημένο πολιτικό υπόβαθρο, δεν είναι αρκετά ριζοσπάστης, δεν «βγαίνει στα κάγκελα», δεν παρατάει το ΝΒΑ να γίνει φίρμα στα Αντιρατσιστικά Φεστιβάλ, άρα δεν είναι αρκετά «δικός μας».
Άλλοι τον έλεγαν μέχρι πρόσφατα «απολιτίκ» και καριερίστα, άλλοι τον κατηγορούν ότι «ξεπλένει τον ελληνικό εθνικισμό», ότι δεν είναι αρκετά επιθετικός και δηκτικός όταν αναφέρεται στην ελληνική του εμπειρία, ότι δεν είναι παρά άλλο ένα γρανάζι της «μηχανής του συστήματος». Προς επίρρωση δε αυτών παρατίθενται παλιότερες δηλώσεις του όπου πράγματι υποστήριζε ότι δεν γνώρισε ρατσισμό στην Ελλάδα, δηλώσεις που είχε βέβαια κάνει σε μια εποχή που ήταν πολύ λιγότερο διάσημος και ενδεχομένως πολύ περισσότερο ανασφαλής ή απλώς διακριτικός λόγω χαρακτήρα, συν ότι μεγάλωσε σε μια πολυεθνική και αναλογικά πιο ανεκτική γειτονιά. Ακόμα και η επιμονή στην ελληνική ταυτότητά του είναι παρεξηγήσιμη από κάποιο κόσμο που κατά τα άλλα κόπτεται για το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό. Λες και δεν είναι από τους συμπατριώτες που θα θέλαμε, λες και δεν δικαιούται να αγαπήσει έναν τόπο, με όλα τα καλά και τα σκατά του τόπου αυτού που ξέρει καλά από πρώτο χέρι και που εξακολουθεί να τον πικραίνει με πολλούς τρόπους.
Αλλά ούτε οι πιο πρόσφατες και σαφώς πιο αιχμηρές συνεντεύξεις και δηλώσεις του, ούτε καν η εμφάνισή του με ντουντούκα να διαδηλώνει στους δρόμους του Μιλγουόκι μαζί με τους συμπαίκτες του κατά του ρατσισμού και της αστυνομικής βίας ύστερα από τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ θεωρήθηκαν από κάποιους ικανά «επαναστατικά εχέγγυα». Ειπώθηκε ότι απλώς ακολουθεί τον «συρμό», μολονότι θα μπορούσε να κρατήσει πιο χαμηλό προφίλ δίχως κανείς να τον παρεξηγήσει, κάτι που μακροπρόθεσμα θα εξυπηρετούσε κιόλας μάλλον καλύτερα την καριέρα του καθώς η πολιτικοποίηση σε τέτοιους χώρους είναι no-no. Τα λένε μάλιστα όλα αυτά άνθρωποι που ανάθεμα κι αν έχουν τραβήξει στη ζωή τους το 1/10 από όσα τράβηξε ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και η οικογένειά του όταν ακόμα ζούσαν στην ανασφάλεια και την ανέχεια, με το χρώμα τους να τους κάνει να ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες το γάλα, με τους ναζί να αλωνίζουν στην Αθήνα και με το φόβο του χωροφύλακα και της απέλασης σε κάθε τους βήμα καθώς δεν διέθεταν χαρτιά.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, εννοείται ότι ούτε ο Αντετοκούνμπο ούτε οποιοσδήποτε άλλος, όσο «καλό παιδί» κι αν είναι δεν στέκει υπεράνω κριτικής. Ναι, θα μπορούσε να είχε μιλήσει νωρίτερα για όσα τον βασάνιζαν ως μαύρο και μετανάστη, να είναι πιο δηκτικός, να τα λέει πιο «χύμα». Δεν έχει όμως, θαρρώ, καμία υποχρέωση να είναι «σαν εμάς» ή να διαθέτει κάποια αυστηρά «προαπαιτούμενα» για να τον κατανοήσουμε, να τον αποδεχτούμε και να τον στηρίξουμε. Καθείς εφ ω ετάχθη. Υποχρέωση να τον ακούσουν έχουν, απεναντίας, όσοι χαρακτηρίζονται αλληλέγγυοι και κοινωνικά ευαίσθητοι.
Ο Γιάννης έχει κάθε δικαίωμα να έχει καταπιέσει εντός του ό,τι βίωσε τα δύσκολα χρόνια, να ακολουθήσει το όνειρο που εκείνος διάλεξε, να αποχαιρετήσει οριστικά τη μιζέρια που ορισμένοι εκλαμβάνουν σαν εχέγγυο αυθεντικότητας, να καταξιωθεί ως κορυφαίος αθλητής, ακόμα και να πλουτίσει, γιατί όχι – έκλεψε κανέναν; Έχει επίσης κάθε δικαίωμα να μην είχε καταφέρει να εκφράσει μερικά πράγματα εξαρχής γιατί άλλες ήταν οι προτεραιότητες της επιβίωσης, να χρειαζόταν τον χρόνο του για να επεξεργαστεί κάποια αρνητικά βιώματα, να ήθελε να νιώσει αρκετά δυνατός προτού το πράξει.
Και όχι, δεν θυμήθηκε τώρα τον ρατσισμό, τη φτώχεια και τις διακρίσεις – ήδη από πέρσι μαζί με τα αδέλφια του ίδρυσαν στην Ελλάδα την AntetokounBros Academy αποσκοπώντας να αναδείξουν ταλαντούχα νεαρά αγόρια και κορίτσια – τα οποία κορίτσια προβλέφτηκε, μάλιστα, να είναι αναλογικά περισσότερα - ώστε μέσω του αθλητισμού να αποκτήσουν ευκαιρίες που πολύ δύσκολα θα είχαν διαφορετικά. Μόνη προϋπόθεση συμμετοχής για τους/τις υποψήφιους-ες, να ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, ανεξάρτητα από φύλο, φυλή, καταγωγή ή εθνικότητα και άσχετα με το αν έχουν ή όχι χαρτιά. Μια σοβαρή κίνηση την οποία επίσης δεν «χρωστάγανε» σε κανένα, πιο ουσιαστική και στοχευμένη από δεκάδες ανέξοδα μπλα-μπλα. Μήπως είναι κι αυτή η πρωτοβουλία καταδικαστέα επειδή έχει επώνυμους χορηγούς; Σε καπιταλιστικές μητροπόλεις ζούμε, όχι στη Λιμπερτάτια του Κάπτεν Μίσιον.
«Η φτώχεια μπορεί να σε ωθήσει στα όριά σου. Δεν είναι διασκεδαστικά, όμως στο τέλος της ημέρας πρέπει να το αποδεχθείς και αυτό κάναμε ως οικογένεια… Είχαμε ο ένας τον άλλο, κάναμε αυτό που έπρεπε», είπε ακόμα ο “Greek Freak” στην εν λόγω συνέντευξη. «Δεν έχουμε παρά ο ένας τον άλλο», διαβάζω συχνά σε κινηματικά κείμενα και αναρτήσεις που ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι απίθανο να τα έχει υπόψη του, το σίγουρο όμως είναι ότι εφάρμοσε υποδειγματικά την αλληλέγγυα αυτή ρήση στη δική του ζωή – και του πέτυχε.
σχόλια