Η σχέση Ελλήνων και Αλβανών είναι περίπλοκη και πολύ ενδιαφέρουσα ήδη από τη δεκαετία του '90. Τότε, η μαζική μετανάστευση προς την Ελλάδα κυρίως Αλβανών πολιτών (και σε μικρότερο βαθμό από άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες) μετέβαλε άρδην το κοινωνικό φαντασιακό που ήθελε την Ελλάδα χώρα εξαγωγής μεταναστών. Η ελληνική πολιτεία σε μεγάλο βαθμό φάνηκε απρόθυμη να υποδεχτεί τον σημαντικό αυτό πληθυσμό με οργανωτική και δικαιωματική επάρκεια. Η διάκριση μεταξύ Βορειοηπειρωτών και μη πολύ γρήγορα αποδείχτηκε χωρίς ιδιαίτερη λειτουργική και συμβολική σημασία, όπως πολύ ωραία έδειξε έγκαιρα η ταινία του Σωτήρη Γκορίτσα Απ' το χιόνι. Το μόνο που έμεινε από αυτήν τη σύγχυση ήταν η αναγκαστική (άλλοτε αστεία, άλλοτε ατιμωτική) μετονομασία πολλών Αλβανών με χριστιανικά ή αρχαιοπρεπή ελληνικά ονόματα.
Η ενσωμάτωση των Αλβανών μεταναστών εναποτέθηκε στην αυτόματη χείρα της ελληνικής οικονομίας με τις διαρθρωτικές αδυναμίες της (αδήλωτη εργασία, φοροδιαφυγή κ.λπ.), πολλές φορές με μεγάλα προβλήματα εκμετάλλευσης και υποτίμησης της εργασίας τους. Παρ' όλα αυτά, η εργατικότητα, η προκοπή και κυρίως η επιθυμία των Αλβανών μεταναστών να αφομοιωθούν πλήρως από την ελληνική πραγματικότητα πολλές φορές υπερπήδησε όλες τις σκληρές δυσκολίες που παρουσιάστηκαν μπροστά τους, με αποτέλεσμα σχετικά γρήγορα να φτάσουν, τόσο επαγγελματικά όσο και κοινωνικά, σε αξιοζήλευτα επίπεδα κινητικότητας. Το παράδειγμα του Οδυσσέα Τσενάι, του μικρού τότε Αλβανού μαθητή που δεν του επιτρεπόταν να σηκώσει την ελληνική σημαία στις μαθητικές παρελάσεις, υπήρξε ενδεικτικό όχι μόνο των αμυντικών-εθνικιστικών αντιδράσεων μιας μεγάλης μερίδας Ελλήνων αλλά και των πραγματικών προοπτικών που διανοίγονταν σχετικά γρήγορα για τους Αλβανούς μετανάστες στην Ελλάδα, πέρα και πάνω από εμπόδια.
Ο Αλβανός μετανάστης στιγματίστηκε ως ανεπιθύμητος από την ελληνική κοινωνία όχι γιατί ήταν απολύτως ανοίκειος προς την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα αλλά γιατί ήταν ένα γνωστό φάντασμα του παρελθόντος της: της φτώχειας, της βιαιότητας της υπαίθρου, της ματαιωμένης κομμουνιστικής φαντασίωσης, της εμπειρίας που είχε ζήσει η ίδια τραυματικά ως το υποκείμενο της μετανάστευσης και της προσφυγιάς.
Ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας και ειδικά της ελληνικής δημοσιογραφίας αντιμετώπισε την αλβανική μετανάστευση της δεκαετίας του '90 με τον ρατσισμό που συνήθως συνοδεύει τη λογική του ηθικού πανικού. Ο Αλβανός μετανάστης έγινε συνώνυμο της άγριας εγκληματικότητας και η «αλβανική μαφία» ως πηχυαίος τίτλος πρωτοσέλιδων και δελτίων ειδήσεων πυροδοτούσε σειρά ρατσιστικών και προσβλητικών στερεοτύπων για τον αλβανικό λαό. Ο στιγματισμός αυτός ακολούθησε όλες τις γνωστές διαδρομές δραματοποίησης και δαιμονοποίησης του ξένου, αυτού που πολλές φορές, μέσα στην αδυναμία του, πράγματι κατέφευγε σε παράνομες δραστηριότητες και ενίοτε σε σκληρά εγκλήματα.
Όμως υπήρξε προφανές ότι τη δεκαετία του '90, την εποχή που η ελληνική κοινωνία έφτανε σε πρωτόγνωρα επίπεδα εκσυγχρονισμού και απενοχοποιημένου εκδυτικισμού, οι ρατσιστικές εκφράσεις απέναντι στους Αλβανούς δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα μιας ξενοφοβικής κινδυνολογίας. Ο Αλβανός μετανάστης στιγματίστηκε ως ανεπιθύμητος από την ελληνική κοινωνία όχι γιατί ήταν απολύτως ανοίκειος προς την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα αλλά γιατί ήταν ένα γνωστό φάντασμα του παρελθόντος της: της φτώχειας, της βιαιότητας της υπαίθρου, της ματαιωμένης κομμουνιστικής φαντασίωσης, της εμπειρίας που είχε ζήσει η ίδια τραυματικά ως το υποκείμενο της μετανάστευσης και της προσφυγιάς. Ο κίνδυνος πισωγυρίσματος σε όλα αυτά αντικατοπτρίστηκε με τον πιο παράλογα ρατσιστικό τρόπο στην αλβανική μετανάστευση.
Τα πράγματα σε κοινωνικό επίπεδο κυλούσαν υπόγεια με μια διαφορετική δυναμική. Λίγο-πολύ, όλοι οι Έλληνες (εκτός, βέβαια, από τους οπαδούς της Χρυσής Αυγής που κυνηγούσαν Αλβανούς φιλάθλους οι οποίοι τόλμησαν να πανηγυρίσουν τη νίκη τους επί της πρωταθλήτριας Ευρώπης, Ελλάδας) αναγνώρισαν ότι η μεγάλη στιγμή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, χωρίς την παρουσία των Αλβανών μεταναστών, δεν θα ήταν εφικτή, όπως και το ότι η ελληνική επαρχία και αγροτική οικονομία μάλλον θα είχε διαλυθεί πλήρως χωρίς αυτούς. Για να μην αναφερθούμε στις οικιακές εργασίες και στην περίθαλψη ηλικιωμένων και αρρώστων. Η οικονομική κρίση άμβλυνε ακόμα περισσότερο τις όποιες διαφορές είχαν απομείνει και η προσφυγική κρίση του 2015 άλλαξε πλήρως το πληθυσμιακό μωσαϊκό στην Ελλάδα ως χώρα μεταναστευτικής υποδοχής.
Η μαζική συμπαράσταση που δείχνει εδώ και λίγες μέρες η ελληνική κοινωνία στην Αλβανία μετά τον σεισμό δεν είναι ένα ξαφνικό ή τυχαίο γεγονός. Πέραν του ότι μοιάζει πολύ με την αντίστοιχη συμπαράσταση που είχε επιδειχτεί στον αιώνιο εχθρό, τους Τούρκους, όταν είχαν πληγεί από σεισμούς το 1999, έρχεται ως συνέχεια της ιδιόμορφης και περιπετειώδους ώσμωσης που έχει επέλθει μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών μετά από χρόνια οξύτητας, αντιπαράθεσης, σκληρών διακρίσεων. Άλλωστε, το βίωμα των «φυσικών» καταστροφών και των τραγικών προβλημάτων που γεννούν όταν μια πολιτεία δεν έχει κάνει ό,τι μπορεί για να προστατέψει τους πολίτες της δεν είναι καθόλου άγνωστο στην Ελλάδα. Τόσο στους σεισμούς της δεκαετίας του '90 όσο και στην πρόσφατη θανατηφόρα πυρκαγιά στο Μάτι, η Ελλάδα θρήνησε εξίσου πολλούς ανθρώπους, που έπεσαν θύματα όχι της φύσης αλλά ενός κράτους ανίκανου ή αδιάφορου να αντιμετωπίσει με οργανωμένο και επιστημονικό τρόπο τους κινδύνους μια τέτοιας ενδεχόμενης καταστροφής.
Oι εικόνες της ΕΜΑΚ να σώζει θύματα του σεισμού στην Αλβανία δεν ήταν απλώς μία ακόμη σκηνή ηρωισμού ή δράματος. Ήταν ένα βαθύ σκάψιμο στον εαυτό μας, μια τομή πέρα από τα τραύματα που έχουμε δημιουργήσει ο ένας στον άλλον στο παρελθόν μας, μια φωτεινή στιγμή από το κοινό παρόν Ελλήνων και Αλβανών. Ίσως να είναι η στιγμή που συμβολίζει με τον καλύτερο τρόπο το τέλος μιας ανώφελης διάκρισης, τον αναστοχασμό πάνω στα αδικαιολόγητα σφάλματά μας, τις ρωγμές που έχει υποστεί ο εθνικός μας ναρκισσισμός. Είναι η ώρα της ενσυναίσθησης που μπορεί να φέρει η ισότητα απέναντι στον φόβο και στον πόνο, στο τίποτα χωρίς τον άλλον, τον γείτονά μας, τον όμοιό μας. Η διπλή πατρίδα, όπως θα έπρεπε να είναι.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια