ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΜΙΑ μεγαλούπολη η Αθήνα. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με τους ψίθυρους ή με τις κραυγές όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Επίσης, όλοι κατά το παρελθόν έχουμε κάνει λάθη, άστοχες τοποθετήσεις, ακόμα και ανάρμοστες δηλώσεις. Είμαστε ζωντανοί, σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε, όλο και κάτι θα ξεφύγει, όλο και κάπως θα διορθωθεί στην πορεία, και συγγνώμες θα ζητηθούν και mea culpa θα πέσουν, πάμε παρακάτω.
Φυσικά, υπάρχουν και οι γνωστές και μη εξαιρετέες περιπτώσεις. Άνθρωποι που δεν πισωπατάνε με τίποτα, έχουν πάψει προ πολλού να συναισθάνονται, έχουν κόψει από χρόνια κάθε συνομιλία με τον καιρό και τα άλματά του, έτσι έμαθαν, έτσι συνεχίζουν, αμετανόητα και πληγωτικά. Η κυρία Διαβάτη είναι μια τέτοια περίπτωση, ακόμα ένας «παλαιάς κοπής» άνθρωπος, μια γυναίκα από άλλη εποχή, με αφομοιωμένα όλα τα λάθη και τις αμαρτίες της.
Το να εξοργιστείς μαζί της είναι πανεύκολο. Το κάνει η ίδια εύκολο με τις αναμενόμενες, στερεοτυπικές, κακοποιητικές δηλώσεις της –που ακουμπάνε σαν τηγανίτες η μία πάνω στην άλλη- οπότε το κάθε τι που κατά καιρούς ξεστομίζει, συσσωρεύεται, όπως και ο θυμός εναντίον της. Το δύσκολο είναι να εξηγήσεις το γιατί η Διαβάτη λέει αυτά που λέει και κατόπιν το να εξηγήσεις σε ποιους τα λέει και τι πραγματικά σκέφτονται όταν τη ρωτούν αυτά που τη ρωτούν.
Ίσως έπεφτε από τα σύννεφα η κυρία Διαβάτη αν μάθαινε ότι ούτε σπρέι χρειάζεται, ούτε να περπατάς σε κάποια σκοτεινή γωνιά της πόλης για να σε βιάσουν: μπορεί να συμβεί μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, στη δουλειά σου, στο πλέον (φαινομενικά) ασφαλές περιβάλλον. Δεν το μάθατε από εμάς.
Μισό: ποιοι τη ρωτούν; Η δημοσιογραφία του θορύβου και των εύκολων κλικς που γνωρίζει από ποιον / πού θα τα πάρει και πώς θα δημιουργηθεί βαβούρα χωρίς κανένα περιεχόμενο – είπαμε, γνωριζόμαστε όλοι σ’ αυτή την πόλη των χίλιων πληγών. Όμως, γιατί η Διαβάτη λέει αυτά που λέει; Κατ’ αρχάς, τι είπε;
Ερωτηθείσα για την υπόθεση Γεωργούλη, η ηθοποιός απάντησε:
«Ένας άνθρωπος που ήταν στο Ευρωκοινοβούλιο, δε ξέρω αν ήταν καλός ή κακός. Τον ψήφισε ο ελληνικός λαός, εγώ δε μπορώ να ξέρω τι έκανε. Στήνουμε έναν άνθρωπο στον τοίχο και τον καρφώνουμε. Που ξέρουμε τι έγινε; Ήμασταν εκεί; Μετά από τόσα χρόνια το θυμόμαστε. Αυτό τώρα πάλι που όλοι και όλες θυμούνται μετά από κάποια χρόνια ότι κάποιος τους βίασε, αυτό δεν το έχω καταλάβει.
Με το ζόρι δε μπορεί να σε πάρει κανένας εκτός, αν σε πιάσει σε μια ερημιά, σου ρίξει κανένα σπρέι, σε κοιμίσει, σε βιάσει. Τι κάνεις τότε; Πας την ίδια στιγμή στην αστυνομία, το δηλώνεις, σε κοιτάει και ένας γιατρός και εκείνη την ώρα γίνεται αυτό που πρέπει. Μετά από 30 χρόνια, και δε ξέρω πόσα ο καθένας, αυτό είναι για μένα ένα ερωτηματικό».
Είπε και άλλα, εξόχως κακοποιητικά και ακυρωτικά για τους αγώνες του #MeToo στον χώρο της, απόλυτα υπαγορευμένα από την κουλτούρα του βιασμού και του εσωτερικευμένου μισογυνισμού, όμως, ας κάνουμε κλάσματα το τραγικό παραπάνω.
Η ηθοποιός, όπως και πολύς κόσμος ανάμεσά μας –πέρα από το ότι αγνοεί βασικά στοιχεία της υπόθεσης, όπως το πόσο άμεσα έγινε η καταγγελία– δείχνει να περιφρονεί βαθιά το κεφαλαιώδες ζήτημα του «χρόνου της επιζώσας» και του τι συνιστά «βιασμό» πέρα από το να σε αρπάξουν σε κάποιον έρημο δρόμο. Θέτει ξανά το κλισέ ερώτημα «γιατί τώρα;», αγνοώντας χαρακτηριστικά ψυχοφθόρες διαδικασίες και κυρίως το δικαίωμα της επιζώσας να επιλέξει το πότε, το πού και το σε ποιον θα μιλήσει.
Ας μη σχολιαστούν οι περιγραφές περί γιατρού και αστυνομίας, λες και μιλάμε για διεκπεραίωση, ας μην πούμε κάτι και για το πού συμβαίνουν οι βιασμοί, ίσως έπεφτε από τα σύννεφα η κυρία Διαβάτη αν μάθαινε ότι ούτε σπρέι χρειάζεται, ούτε να περπατάς σε κάποια σκοτεινή γωνιά της πόλης: μπορεί να συμβεί μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, στη δουλειά σου, στο πλέον (φαινομενικά) ασφαλές περιβάλλον. Δεν το μάθατε από εμάς.
Επίσης, η κυρία Διαβάτη είναι ένας άνθρωπος που επέλεξε να παραμείνει κομμάτι ενός παλιού, πατριαρχικά δομημένου κόσμου, μέσα στον οποίο οι γυναίκες υιοθετούν και συμμορφώνονται με τους κώδικες και τα χαρακτηριστικά του προκειμένου να επιβιώσουν. Κατανοητό, αλλά όχι απαρασάλευτο. Πολλές γυναίκες έχουν μεγαλώσει έτσι, ωστόσο επιλέγουν να αφουγκραστούν και να συναισθανθούν τις ομόφυλες τους, να αναστοχαστούν και να καταδικάσουν το πλαίσιο επανατραυματισμού της επιζώσας, να ξεμάθουν τα παλιά μοτίβα φίμωσης και να σταθούν αλληλέγγυες σε άλλες γυναίκες.
Όχι η κυρία Διαβάτη, που κανέναν και τίποτα δεν γνωρίζει, όπως αγαπά να δηλώνει όταν τη ρωτούν για κάτι που θεωρεί ότι προσβάλλει την κουλτούρα και την αισθητική της, τη γνωρίζουν, όμως, πλέον όλοι και αυτό θα έπρεπε να αποτελεί από μόνο του το όριο – κυρίως για τους δημοσιογράφους.
Άραγε τι, πραγματικά, να σκέφτονταν όταν έτειναν το μικρόφωνο σ’ αυτή τη γνωστή πηγή, γι’ αυτές τις συγκεκριμένες δηλώσεις; Τι διαφορετικό, άραγε, να σκέφτονταν- ότι θα μπορούσε να ακουστεί. Περνούσε, ίσως, από το μυαλό τους ότι ρωτώντας μία άσχετη με την υπόθεση Γεωργούλη, όμως γνωστή για τις απόψεις της γυναίκα το πώς μπορεί να ένιωθαν επιζώσες τόσων γνωστών και άγνωστων υποθέσεων βιασμού;
Φυσικά και όχι. Και φυσικά όλο αυτό καμία σχέση δεν έχει με τη δημοσιογραφία. Έχει όμως άμεση σύνδεση με το μήνυμα που επιθυμεί κανείς να περάσει –υπόρρητα και χωρίς να λερώσει τα χέρια του– για όλο αυτό που συμβαίνει με τον Γεωργούλη, αλλά και με κάθε υπόθεση κακοποίησης, βιασμού και έμφυλης βίας που έρχεται στο φως.
Κάποιος γνωστός και μη εξαιρετέος θα χρεωθεί τη χλεύη και την οργή και ο σχεδιαστής αυτής της ντροπής θα έχει «γεμίσει» τηλεοπτικό αέρα και ίσως θα έχει κάνει και νούμερα τηλεθέασης.
Γνωστά πράγματα, στη μικρή Αθήνα που γνωριζόμαστε όλοι, αλλά τελικά ούτε αυτό είναι αρκετό για να μας προφυλάξει από τον διάσημο κακοποιητικό λόγο, την άκριτη χωρίς καμία εξήγηση αναπαραγωγή του και την υποσχετική ότι θα υπάρξει και δεύτερος γύρος δηλώσεων αναλόγως της κατακραυγής.