Η έννοια της φόρμας –στην πλατιά διάστασή της, βέβαια– είναι το θέμα δύο πολύ ενδιαφερουσών εικαστικών εκδηλώσεων στην Αθήνα: στην πιο κλασική της έκφανση στην ατομική του Δημήτρη Μεράντζα στην γκαλερί Qbox, και στην πιο διευρυμένη σε μια οπτικο-ακουστική εγκατάσταση επιμελημένη-σκηνοθετημένη και ηχητικά ολοκληρωμένη από τους Μαρία Μιτζάλη, Αλέξανδρο Μιστριώτη, Σπύρο Μοσχούτη και Στάθη Χρυσίδη, που παρουσιάζεται για πολύ λίγες μέρες ακόμη στο παλιό εργοστάσιο της Πάλκο (στα Κάτω Πετράλωνα).
Στον αγαπημένο χώρο του παλιού Επικέντρου (πρότυπο εκθεσιακού χώρου, καταπληκτικά σχεδιασμένο από τον Χρήστο Παπούλια), που άνοιξε, ευτυχώς, πάλι τις πόρτες του –αυτή τη φορά κάτω από την εποπτεία της Qbox gallery–, τα έργα του Δημήτρη Μεράνζτα κρέμονται επιβλητικά στους τοίχους όχι φωνάζοντας κάτι δυνατά, αλλά φέροντας την ήπια δύναμη του αποτελέσματος μιας δομημένης σκέψης. Κλασικοί πίνακες, μετρίου μεγέθους –στην πρώτη ματιά–, τοποθετημένοι με τον πιο κλασικό, επίσης, τρόπο που θυμίζει μουσειακό χώρο στον μοντερνισμό (όχι τυχαία, φαντάζομαι), σε προτρέπουν στην αρχή να θέλεις να σχολιάσεις τη σύνθεση, την πινελιά, την προοπτική (όπως συνήθως βλέπαμε τα ζωγραφικά έργα, μέχρι να γίνει λόγος για το τέλος της ζωγραφικής), αλλά σύντομα αντιλαμβάνεσαι ότι όλα αυτά αποτελούν τόσο «ατυχήματα» όσο και αιτίες ύπαρξης αυτών των εικόνων.
Η φωτοχημική ζωγραφική (δηλαδή η ζωγραφική με χημικά του σκοτεινού θαλάμου, πάνω σε φωτογραφικό χαρτί) του Μεράντζα αποτελεί ένα σχόλιο πάνω στην ταλάντευση μεταξύ του δέους της δύναμης της φόρμας (και της χειρονομίας) και της τέλειας ανθρώπινης αδυναμίας μπροστά στο τυχαίο. Ο πειραματισμός με σύγχρονα υλικά και τεχνικές, συνδεδεμένα με την φωτογραφική αναπαράσταση στη δημιουργία φαινομενικά κλασικών εικόνων τόσο αφηρημένων όσο και συγκεκριμένων την ίδια ώρα (βλέπουμε ξεκάθαρα ουρανούς, ίσως φυτά, και εκρήξεις – αλλά την επόμενη φορά που ξαναγυρνάμε το κεφάλι μας προς το ίδιο έργο αναρωτιόμαστε αν είναι όντως έτσι ή το φανταζόμαστε), ανοίγει πολλά ερωτηματικά σχετικά με την εικαστική δημιουργία και επιβεβαιώνει ότι οι αισθητικές επιλογές είναι τόσο «πολιτικές» όσο και οτιδήποτε άλλο στη σύγχρονη τέχνη. Τα έργα του Μεράντζα μοιάζουν να είναι αποτέλεσμα άπειρων πειραμάτων προκειμένου να «δαμαστεί» το ατύχημα όσο είναι δυνατόν, και να οδηγήσει σε ένα ανοιχτό σε ερμηνείες –ως προς το βλέμμα του δέκτη– πόρισμα. Αυτό το παιχνίδι ελέγχου και δύναμης πάνω στην δημιουργία (που περιέχει και την απόλυτη αδυναμία) το οποίο, κατά τη γνώμη μου, αναφέρεται και σε ένα ενδιάμεσο και αόριστο τόπο που προκύπτει κατά τη διαδικασία και είναι αδύνατον να διευκρινιστεί, αποτελεί ένα από τα ενδιαφέροντα σημεία σχολιασμού αυτών των έργων τα οποία, κάτω από μια πιο επιφανειακή ματιά, θα μπορούσαν ίσως να αποτελέσουν απλώς αισθητικά φετίχ –ή και το αντίθετο– για τους θεατές.
Ταυτόχρονα, στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο της Πάλκο, στον τρίτο όροφο, σε έναν απεριόριστο βιομηχανικό χώρο –χωρίς ούτε μια κολόνα– ο οποίος δίνει την αίσθηση κλειστής πλατείας, γραμμές κύκλοι, αόριστα οργανικά σχήματα και, ενίοτε, απλά σχεδιασμένες ανθρώπινες μορφές τρέχουν από τη μια οθόνη στην άλλη (μιας συγχρονισμένης προβολής από πέντε διαφορετικές πηγές), και μαζί πάνω σε μια επιφάνεια ποτ πουρί βιντεοσκοπημένων οδοιπορικών στην άσφαλτο, κάτω από τον ήχο-συνονθύλευμα μουσικών με πιθανή αναφορά στον «ποπ» μινιμαλισμό (πιο εκλαϊκευτική μινιμαλιστική μουσική, εάν υπάρχει κάτι τέτοιο). Η αιτία γι’ αυτή την υπερ-αισθησιακή προβολή η οποία στέκεται και ακούγεται άψογα μέσα στον χώρο, έτσι ώστε να σε αφήνει να ανιχνεύσεις μνήμες και προσωπικούς υπο-χώρους –αλλά τελικά σε καταπίνει στην γοητεία της–, είναι μια σύνθεση με αφορμή την περιπλάνηση με αυτοκίνητο. Η φωτογράφος Μαρία Μιτζάλη (η οποία έχει το πάθος αυτής της περιπλάνησης) εμπιστεύεται το υλικό της, τραβηγμένο από την ίδια ή τους συνοδηγούς της, στον Αλέξανδρο Μιστριώτη ο οποίος, σε συνεργασία μαζί της, συνθέτει μια τοπογραφία-ψυχογραφία πέρα από τον απλό και χιλιοειπωμένο συμβολισμό του δρόμου. Κάπου πιο κάτω, μακριά, μια σύνθεση μικρών (που φαίνονται μικροσκοπικές εκεί μέσα) φωτογραφικών συνθέσεων από τον δρόμο πάντα αποτελούν μια υποσημείωση ευαισθησίας σε ανθρώπινη κλίμακα και σε κατευνάζουν – σε περίπτωση που σε έχει συνεπάρει το δέος του μεγέθους του χώρου, των προβολών, του ήχου (που γεμίζει μονομιάς το κενό, μόλις ενεργοποιείται). Από τις πιο ενδιαφέρουσες, κατά τη γνώμη μου, πτυχές αυτού του εγχειρήματος (το οποίο στο σύνολο λειτούργησε πολύ καλά) αποτελούν η ψηφιακή διερεύνηση του χρόνου (της στιγμής και της διάρκειας) και οι φόρμες που προκύπτουν από αυτό. Σε ένα παράλληλο σύμπαν με τον κόσμο (με την έννοια του πειραματισμού γύρω από τη φόρμα) του Δημήτρη Μεράντζα, που προαναφέρεται σε αυτό το κείμενο, οι καλλιτέχνες εδώ παίζουν συλλογικά με τις απρόβλεπτες ιδιότητες του μέσου της ψηφιακής τεχνολογίας (υπολογιστές - προγράμματα) – σε συνδυασμό πάντα με τα χειροποίητα σχέδια και τις ημι-χειροποίητες εικόνες. Ως θεατής νιώθεις μέρος ενός εργαστηρίου (κυριολεκτικά, διότι είναι στημένο από πίσω σου μαζί με τους χρήστες), όπου εκείνη την ίδια στιγμή η εικόνα γίνεται πληροφορία στους υπολογιστές, προκειμένου να γίνει πάλι εικόνα μπροστά στα μάτια σου. Κάτι που θυμίζει σχόλιο του Peter Weibel (γνωστού θεωρητικού για τα νέα μέσα) στην αρχή της ψηφιακής επανάστασης. Αντικρίζοντας τις δυνατότητες, είπε « Για πρώτη φορά στην ιστορία, η εικόνα γίνεται ένα δυναμικό σύστημα.» Δεν πρόκειται για νεοτερικότητα πια. Αλλά παραμένει πάντα μια δυνατή έκβαση εικαστικής δημιουργίας.
σχόλια