από την ΑΥΓΗ
Τον τελευταίο καιρό έχει γίνει ένα από τα αγαπημένα θέματα των δημοσιογράφων που ασχολούνται με το βιβλίο και τα πολιτιστικά θέματα γενικότερα. Η κρίση και το βιβλίο, η κρίση πάνω από το βιβλίο, το βιβλίο κάτω από την κρίση, το βιβλίο μέσα στην κρίση. Δεκάδες μικρά και μεγάλα άρθρα, μερικά σοβαρά, άλλα όχι, κάποια κατατοπιστικά, άλλα καθόλου, που προσπαθούν να ανιχνεύσουν μια κατάσταση που ανησυχεί όλους όσοι δουλεύουν στον χώρο αυτόν αλλά και όσους αγαπούν το βιβλίο ως απλοί αναγνώστες. Είναι αλήθεια, ένας από τους λίγους χώρους που στην Ελλάδα λειτουργούσε καλά, τώρα κινδυνεύει να γίνει από τους πιο εμβληματικούς χώρους της κρίσης που μαστίζει την Ελλάδα.
Λειτουργούσε καλά; Αν η διαπίστωση αυτή υπονοεί έναν χώρο που λειτουργούσε ορθολογικά, με θεσμοθετημένους κανόνες, με έλεγχο και με αυτοέλεγχο, με επαγγελματική συνέπεια, καθώς και με οργανωμένη παραγωγή και διακίνηση, όχι, ο χώρος του βιβλίου, στην Ελλάδα, δεν λειτούργησε ποτέ σωστά. Αν όμως η διαπίστωση αφορά έναν χώρο που, σε σύγκριση με άλλους τομείς της ελληνικής αγοράς και παρά τις πολλές αδυναμίες του, είχε αξιοθαύμαστη δυναμικότητα, μπορούσε να παρακολουθεί τι συμβαίνει στο εξωτερικό, να προωθεί σχετικά αποτελεσματικά τα προϊόντα του, να δίνει μάχες και να τις κερδίζει, τότε ναι, ο χώρος του βιβλίου ήταν ένας ζωντανός οργανισμός.
Οι αδυναμίες πολλές αλλά όχι αυτές που πολλοί δημοσιογράφοι καταλογίζουν στον χώρο. Δεν είναι αλήθεια, για παράδειγμα, ότι η κρίση ήταν μοιραίο να ενσκήψει επειδή υπήρχε υπερπαραγωγή βιβλίων: η Ελλάδα όχι μόνο δεν ξεπέρασε αλλά ούτε έφτανε, αναλογικά, τα ποσοστά βιβλίων που παράγονται και διακινούνται κάθε χρόνο στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες - και στις χώρες αυτές περιλαμβάνονται και συγγενικές χώρες όπως η Ιταλία, όπου όλοι επίσης γκρινιάζουν ότι ο κόσμος δεν διαβάζει αρκετά.
Δεν είναι, επίσης, αλήθεια ότι το ελληνικό βιβλίο είναι (ή ήταν) ακριβό προϊόν. Κατ' αρχάς σε μια χώρα όπου οποιαδήποτε ταβέρνα δεν κοστίζει λιγότερο από 20 ευρώ κι ένα ποτό σε ένα μέτριο μπαρ 10 ευρώ, το βιβλίο των 10, 15, 20, άντε και 25 ευρώ για τα πολυσέλιδα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ακριβό, αν κρίνουμε τη διάρκεια (αλλά και την ποιότητα) της απόλαυσης που προσφέρει σε σχέση με μια μπριζόλα ή ένα τζιν τόνικ. Άλλωστε, εδώ το κόστος δεν έχει σχέση με τη μάρκα, ο Σαραμάγκου δεν πουλιέται ακριβότερα από τη Μαντά επειδή γράφει καλύτερη λογοτεχνία. Τα κόστη στα βιβλία έχουν σχέση βεβαίως με το χαρτί ή την καλή βιβλιοδεσία, αλλά κυρίως με την καλή μετάφραση, την καλή επιμέλεια, τη φροντισμένη γενικά έκδοση ενός βιβλίου. Ήδη οι μεταφραστές, σε αυτή τη χώρα, πληρώνονται λιγότερο (πολύ λιγότερο) από τους συναδέλφους τους στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αφού τα τιράζ εδώ είναι αναγκαστικά μικρά και οι καλοί λογαριασμοί μπορεί να κάνουν καλούς φίλους αλλά σίγουρα δεν παράγουν καλά βιβλία.
Τις προάλλες δημοσιογράφος κυριακάτικης εφημερίδας αναρωτιόταν γιατί δεν μπορούμε να έχουμε κι εδώ βιβλία τσέπης με φτηνό χαρτί και φτηνή τιμή όπως στο εξωτερικό. Το ίδιο ερωτηματικό γεννήθηκε και σε ιδιοκτήτρια μεγάλου βιβλιοπωλείου της Αθήνας, που προφανώς είχε διαβάσει το άρθρο του συναδέλφου. Σαν να μην ήξεραν και οι δύο, παρά τα χρόνια που έχουν ζήσει ανάμεσα σε βιβλία, μερικές βασικές αλήθειες: Κατ' αρχάς, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, τα βιβλία στο εξωτερικό βγαίνουν με χοντρό εξώφυλλο και πολύ ακριβότερη από την ελληνική τιμή. Αν έχουν εμπορική επιτυχία, τότε ναι, φωτογραφίζονται (δηλαδή με μηδενικό επιπλέον κόστος) και βγαίνουν σε βιβλία τσέπης.
Δεύτερον: Στο εξωτερικό υπάρχουν οι μηχανές βαθυτυπίας που, σε σχέση με τις μηχανές όφσετ, είναι πολύ φτηνές και γρήγορες. Σου ξεπετάνε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα σε μερικά λεπτά. Όταν λοιπόν το κανονικό τιράζ ενός βιβλίου στην Ελλάδα είναι μόλις 2.000 αντίτυπα, ενώ, αντίστοιχα, στο εξωτερικό -μιλάμε πάντα για τις εμπορικές επιτυχίες που μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα γίνονται και βιβλία τσέπης- ξεκινούν με 100.000, είναι φανερό ότι τα μεγέθη είναι διαφορετικά. Η βαθυτυπία δεν «σηκώνει» 2.000 αντίτυπα, χρειάζονται οι μηχανές όφσετ. Βιβλίο τσέπης σημαίνει πολλούς αναγνώστες, γι' αυτό και μετά τα Βίπερ όσοι εκδότες προσπάθησαν να δοκιμάσουν, επέστρεψαν γρήγορα στο γνωστό, μπαστάρδικο ελληνικό τρόπο βιβλίου που δεν έχει ούτε το σκληρό εξώφυλλο και την άψογη εμφάνιση των ξένων βιβλίων ούτε την οικονομική λύση των -ευτελών- βιβλίων τσέπης.
Πώς όμως εκφράζεται σήμερα η κρίση στον χώρο του βιβλίου;
Κατ' αρχάς υπάρχει σημαντική πτώση του αριθμού πωλήσεων, πτώση που κυμαίνεται γύρω στα 30-35%. Οι Έλληνες, που έτσι κι αλλιώς δεν έμαθαν ποτέ τους να διαβάζουν (ακόμα κι ο αριθμός των βιβλίων που διαβάζει ένας τυπικός Έλληνας διανοούμενος είναι εντυπωσιακά μικρότερος από αυτόν ενός Ιταλού π.χ. διανοουμένου), εξακολουθούν να έχουν την αντίληψη ότι το βιβλίο αποτελεί είδος πολυτελείας, πράγμα που δεν θεωρεί για την μπίρα ή για τη βενζίνη του αυτοκινήτου του. Και επειδή η κρίση που ζούμε είναι εν πολλοίς και ψυχολογική, το βιβλίο κόβεται, κι ας έπρεπε θεωρητικώς να έχει αύξηση, αφού όλοι έχουμε μειώσει τις εξόδους μας και αφού η τηλεόραση, φέτος περισσότερο από ποτέ, έχει ελάχιστα πράγματα να προσφέρει.
Αρνητική και επικίνδυνη η μείωση των πωλήσεων, αλλά δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Ή, για να είμαστε πιο σαφείς, δεν είναι αυτό το σοβαρότερο πρόβλημα.
Οι σχέσεις εκδοτών και βιβλιοπωλών, στην Ελλάδα, ήταν πάντα περίεργες. Σε όλο τον κόσμο οι εκδότες μοιράζονται τα κόστη, τις ευθύνες και τα κέρδη με τους βιβλιοπώλες. Όχι πως έχουν κοινές εταιρείες ή είναι συνέταιροι. Απλώς οι βιβλιοπώλες, στο εξωτερικό, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την προώθηση των βιβλίων, γίνονται συμμέτοχοι και συνυπεύθυνοι στον κύκλο της διακίνησης του βιβλίου, έχουν έναν δικό τους χαρακτήρα, δημιουργούν κι αυτοί τους δικούς τους αναγνώστες-αγοραστές. Εδώ, ποιος ξέρει γιατί και πώς, στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι βιβλιοπώλες είναι απλώς μεσάζοντες που ενδιαφέρονται για το πώς θα αυξήσουν τα ποσοστά τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν πληρώνουν ούτε ένα ευρώ για την προβολή των βιβλίων, θεωρούν ότι είναι, κι αυτή, δουλειά του εκδότη. Πληρώνονται τις βιτρίνες τους, διότι έτσι έμαθαν ότι κάνουν και τα σουπερμάρκετ με τα ράφια που βρίσκονται στο ύψος του ανθρώπινου ματιού. Και συχνά συμβαίνει το παράδοξο να τους πηγαίνεις π.χ. αφίσες και να μην τις δέχονται διότι... δεν έχουν χώρο να τις βάλουν. Όσο για τις λίστες των ευπώλητων βιβλίων που παραδίδουν στις εφημερίδες, αυτές έχουν περισσότερη σχέση με την αντίληψη που έχουν για τις δημόσιες σχέσεις με τους εκδότες παρά με τις πραγματικές τους πωλήσεις.
Τα τελευταία χρόνια είχαμε κι εδώ την εξάπλωση βιβλιοπωλικών αλυσίδων. Γίγαντες με πήλινα πόδια, τα νέα βιβλιοπωλεία που απλώθηκαν σε όλη τη χώρα, δεν έφεραν νέους αναγνώστες και δεν είχαν τα ποθητά αποτελέσματα. Έτσι κάποιες μεγάλες αλυσίδες άρχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα. Με την κρίση άρχισαν να κλείνουν βιβλιοπωλεία που είχαν ανοίξει μόλις πριν ένα ή δύο χρόνια. Κι άρχισαν να χρωστάνε στους εκδότες χρήματα από βιβλία που είχαν ήδη πουλήσει.
Οι εκδότες, από την άλλη, φοβούμενοι ότι αν κλείσουν τα βιβλιοπωλεία, δεν θα έχουν πλέον σημεία πώλησης των βιβλίων τους, ανέχτηκαν μια τέτοια κατάσταση. Όταν όμως η κατάσταση έγινε ανεξέλεγκτη, κι όταν ήταν πλέον φανερό ότι πολλοί μπορούν να εκμεταλλεύονται την ίδια τους την κρίση, ήταν ήδη αργά: τα χρέη κάποιων βιβλιοπωλών σε όλους τους εκδότες μετράνε σήμερα πολλά μηδενικά, υπερβολικά πολλά μηδενικά. Οι ίδιοι οι εκδότες, που βλέπανε τα βιβλία τους να πουλιούνται αλλά να μην παίρνουν πίσω τα χρήματα από τις πωλήσεις, έριξαν -πού αλλού;- το βάρος στους εργαζόμενους και στους πιστωτές τους. Με αποτέλεσμα όλο το σύστημα να κινδυνεύει να καταρρεύσει από τη μια στιγμή στην άλλη.
Στην Ελλάδα οι επιχειρηματίες έχουν μάθει τον καιρό των παχιών αγελάδων να βγάζουν χρήματα, να τα κάνουν οικόπεδα ή να τα στέλνουν στην Ελβετία. Όταν όμως οι αγελάδες αδυνατίζουν, κανένας δεν βάζει το χέρι στην τσέπη. Στους βιβλιοπώλες που χρωστάνε αυτή τη στιγμή τα μαλλιά της κεφαλής τους (φωτεινές εξαιρέσεις, ας το γράψουμε κι αυτό, από τα μεγάλα βιβλιοπωλεία της Αθήνας ο Ιανός και η Πολιτεία, που πληρώνουν κανονικά τα βιβλία που πουλάνε), συγκαταλέγονται γόνοι μεγάλων αστικών οικογενειών ή επιχειρηματίες που έγιναν γνωστοί από το τίποτα βγάζοντας λεφτά -καθώς λέγεται- ακόμα και με τη συνδρομή πολιτικών κομμάτων ή μεγάλων δημοσιογραφικών οργανισμών. Τους ανθρώπους αυτούς, χρηματοδοτούν αυτή τη στιγμή, με τους όχι υψηλούς μισθούς τους, οι εργαζόμενοι στους διάφορους χώρους του βιβλίου, αφού, όταν δεν απολύονται, πληρώνονται καθυστερημένα και ευκαιριακά. Οι εκδότες, που θα έπρεπε να τους προστατεύσουν, προστατεύοντας ταυτόχρονα τα συμφέροντά τους, δεν συνασπίζονται μεταξύ τους ώστε να βρουν μια κοινή γραμμή αντιμετώπισης του προβλήματος, διότι κανείς δεν έχει εμπιστοσύνη στον άλλο.
Έτσι, μετά την οικονομική και ψυχολογική κρίση, υπάρχει και μια βαθύτατη ηθική κρίση στον χώρο του βιβλίου. Οι γιορτές που πέρασαν είδαν τους εκδότες, παρά τα προβλήματα, να βγάζουν νέα και καλά βιβλία και τον κόσμο να γεμίζει -επιτέλους!- τα βιβλιοπωλεία. Μέχρι τη στιγμή όμως που γράφονται αυτές οι γραμμές, η κατάσταση με κάποιους μεγάλους βιβλιοπώλες δεν έχει αλλάξει. Λέγεται ότι κάθονται τα βράδια μπροστά στο τζάκι, με κατεβασμένες κουρτίνες, και μετράνε τα χρήματα που βάζουν στην άκρη έτσι ώστε, όταν περάσει με το καλό η κρίση, να έχουν ένα γερό κομπόδεμα και να ξεχυθούν στην αγορά με νέες επιχειρησιακές πρωτοβουλίες. Καλό κι αυτό, αρκεί μέχρι τότε να υπάρχει αγορά βιβλίου στην Ελλάδα.
σχόλια