Δεν μου αρέσουν οι πριγκίπισσες, όπως ούτε και όλη αυτή η πίεση που δεχόμαστε οι γυναίκες από πολύ μικρή ηλικία να υιοθετήσουμε, επιτακτικά σχεδόν, αυτό το πρότυπο. Αδύνατο να είσαι κοριτσάκι και να ξεφύγεις από τις ταινίες του Ντίσνεϊ, τα παραμύθια, την Bibi-Bo, την πριγκίπισσα Σίσσυ, τα καλλιστεία, την Barbie ‒ η ιστορία της πριγκίπισσας που γνώριζε τον πρίγκιπά της μας γινόταν κλύσμα. Η ύπαρξη μας θα σωζόταν μονάχα αν μας έβρισκε ο πρίγκιπας. Το μόνο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να περιμένουμε.
Ως θύμα αυτής της προπαγάνδας, περίμενα κι εγώ πολλά χρόνια να σωθώ από κάναν πρίγκιπα, ευτυχώς ανεπιτυχώς. Η προσδοκία αυτή παρέμενε κρυφή, γιατί από την εφηβεία μου και μετά έκανα ό,τι μπορούσα για να δείχνω την αντίθεσή μου προς όλο αυτό. Βέβαια, δεν έκανα καμιά επανάσταση, όλο αυτό ήταν μια αντίδραση απέναντι στο «πριγκιπικό» κατεστημένο. Ως εκ τούτου, η πριγκίπισσα Νταϊάνα με εκνεύριζε βαθύτατα.
Με εκνεύριζε το νυφικό της, όπως φαινόταν μέσα σε αυτό, πνιγμένη στα φουσκωτά μανίκια και τις ουρές. Με εκνεύριζαν τα κουταβίσια μάτια της και η έκφρασή της όταν ντρεπόταν. Με εκνεύριζε η ίντριγκα που δημιουργούσε γύρω από το όνομά της, η μόνιμη έκφραση θύματος που είχε, το μαλλί της και ο τρόπος που όλοι ασχολούνταν μαζί της.
Ήταν φυσικό γι' αυτήν να φορά φούτερ και να κρατά μια Hermès τσάντα. Αυτή η εικόνα την έκανε πιο οικεία και προσιτή στη μέση γυναίκα που ήθελε να είναι και «μοντέρνα».
Κατά τη γνώμη μου, δεν υπήρχε τίποτα το σπουδαίο πάνω της. Η πιο φωτογραφημένη γυναίκα στον πλανήτη της προ Ίντερνετ εποχής έγινε ο μάρτυρας του σημερινού celebrity status, η πριγκίπισσα του παραμυθιού που χάθηκε άδικα. Η Νταϊάνα διέγραψε έναν κύκλο ζωής, που μόνο κατά το ήμισυ έγινε γνωστός προς τα έξω. Ήταν μια ιστορία που είχαν φτιάξει οι άλλοι γι' αυτήν.
Ας πούμε, δεν ήταν κρυφό πως η πριγκίπισσα δεν ήταν ιδιαίτερα έξυπνη. Ούτε πως δεν είχε δουλέψει ποτέ στη ζωή της. Δεν κατείχε καμία ουσιαστική γνώση, καθώς, όπως όλοι οι αριστοκράτες, είχε λάβει μια γενική μόρφωση, ένα «ευγενικό» πασάλειμμα για να μη χάνεται στις συζητήσεις. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν όντως γνώριζε από την αρχή πως ο άντρας της ήθελε να παντρευτεί κάποια άλλη και δεν του το επέτρεψαν. Ζητούσε συνεχώς την αποδοχή και το μεγαλύτερο δράμα της ήταν πως την εγκατέλειψαν στο Μπάκιγχαμ, αβοήθητη στον αγώνα της με το πρωτόκολλο. Καθώς ο φωτογραφικός φακός τη λάτρευε κι εκείνη άρχισε να τον αποζητά, έγινε αυστηρή με τους κανόνες της παπαρατσικής προβολής της. Επέτρεπε μονάχα συγκεκριμένες γωνίες και πόζες. Έγινε βουλιμική, καθώς η σχέση της με τους παπαράτσι βάθαινε. Μετά το διαζύγιό της άρχισε να μιλά για τον εαυτό της στο γ' ενικό πρόσωπο. Λέγεται πως πήγε εκείνο το μοιραίο ταξίδι στο Παρίσι με τον Ντόντι για να κάνει τον τότε εραστή της, τον καρδιοχειρουργό Hasnat Khan, να ζηλέψει.
Στις απίθανα πολλές φωτογραφίες από τη δημόσια (και ιδιωτική) ζωή της πριγκίπισσας Νταϊάνα βλέπουμε την εξέλιξη ενός κοριτσιού σε γυναίκα μέσα σε ένα ιδιότυπο και μοναδικό αγγλικό μπουρζουά/αριστοκρατικό πλαίσιο, την αντίδραση μιας γυναίκας που, εντελώς ζαλισμένη, θέλει να το ζήσει αλλιώς. Γιατί η Lady D, όπως κι εγώ, δεν ήταν επαναστάτρια, όπως χτυπιούνται μερικοί. Αντιδρούσε σε αυτά που της συνέβαιναν και αυτό φαινόταν στα ρούχα της. Ήταν η πρώτη από τη βασιλική οικογένεια που φόρεσε παντελόνι σε δημόσια εμφάνιση.Όταν έγινε γνωστό το σκάνδαλο με την ερωμένη του Καρόλου, εμφανίστηκε με ένα στενό μαύρο μίνι φόρεμα, το γνωστό πια ‒και πάντα επίκαιρο‒ «revenge dress». Στις πρώτες της εμφανίσεις είναι δροσερή και παστέλ, μια αντίστιξη στις ηγεμονικές φιγούρες της Αγγλίας εκείνη την εποχή. Φορούσε πουά σαν παιδούλα και λιλά, ωραία κασμίρια και μπεζ κουστούμια. Είχε αλυσίδες για τα γυαλιά ηλίου της, ακροβατούσε ανάμεσα στα αθλητικά ρούχα και στα πιο κυριλέ, αλλά παράλληλα παρέμενε το παιδί της βασιλικής οικογένειας. Ήταν φυσικό γι' αυτήν να φορά φούτερ και να κρατά μια Hermès τσάντα. Αυτή η εικόνα την έκανε πιο οικεία και προσιτή στη μέση γυναίκα που ήθελε να είναι και «μοντέρνα». Η μνήμη δεν σβήνει μετά από τόσο πρήξιμο, οι γυναίκες συνδέονται με το τρυφερό όνειρο της κοπέλας που φαινόταν ανώδυνη και ονειρική και είχε βρει τον πρίγκιπά της.
Η συζήτηση γίνεται πιο ενδιαφέρουσα σήμερα, που υπάρχουν ενήλικες νεαρές γυναίκες γεννημένες μετά τον θάνατό της και θέλουν να φορέσουν τα ρούχα της. Η όλη ιστορία μάλλον ξεκίνησε από τον Virgil Abloh και τη συλλογή για τα Off White το 2018, με το αθλητικό, ποδηλατικό κολάν και τα βαμβακερά φούτερ που φόραγε σε ιδιωτικές στιγμές της. Συνέχισε, καθώς όλες οι παλιότερες συλλογές Gucci θυμίζουν τα παρδαλά, μπουρζουά φορέματα του άβολου ρομαντισμού των πρώιμων '80s που φορούσε την εποχή που ήταν η τρυφερή νυφούλα. Συνέχισε με την απόδοση του έξυπνου κάζουαλ με το τζιν και τις καουμπόικες μπότες, το μεγάλο ανδρικό μπλέιζερ και το τζόκεϊ, με τα οποία φωτογραφήθηκε σε ένα αθλητικό event. Ολοκληρώθηκε με τη συλλογή της Tory Burch, εξολοκλήρου αφιερωμένη σε αυτήν, με όλα τα μεγάλα εμπριμέ φορέματα που φόρεσε από τα μέσα των '80s μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του '90. Η εμμονή ενισχύθηκε με τους πάμπολλους λογαριασμούς στο Ιnstagram με φωτογραφίες από τα looks της και τη φωτογράφιση της παριζιάνικης «Vogue» τον Σεπτέμβριο του 2019, όπου η 22χρονη Hailey Baldwin να αναβιώνει μία-μία τις εμφανίσεις της.
Όλα αυτά τα ρούχα ήταν σύνολα και σκέψεις πάνω στο πώς η αριστοκρατία θα μπορούσε να φανεί ενδιαφέρουσα αν άκουγε Λίτσα Διαμάντη. Είχαν μια τρυφερότητα, μια αντίδραση, όπως τη χαρακτηρίσαμε, ήταν όμως απολύτως βαρετά. Είχαν το γούστο τους και φανέρωναν την προσπάθεια μιας τρυφερής, αλλά εντελώς χαμένης ψυχής να ζήσει τη ζωή της.
Ωστόσο, η εμμονή με το ντύσιμό της σήμερα συνεχίζει να με προβληματίζει. Τι κοιτάζουν τα σύγχρονα κορίτσια που τα εμπνέει τόσο πολύ; Έχει να κάνει με τον τρόπο που οι νεότεροι κοιτάζουν τη δεκαετία του '90 και του '80; Πιθανότατα, ναι. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, πως με την «έμπνευση Lady D» έχουν ασχοληθεί πιο επιτυχημένα οι Αμερικανοί, ένας Ιταλός και ένας σχεδιαστής από το Ανατολικό Μπλοκ. Η μυθολογία της είναι γι' αυτούς ένα μακρινό ανάγνωσμα της ποπ κουλτούρας που διάβαζαν μικροί στα περιοδικά, έξω από τον βρετανικό κλοιό. Έτσι κι αλλιώς δεν τη βλέπουν με αγγλικό τρόπο, δεν παίζουν μαζί της, δεν καταστρέφουν την εικόνα της, ούτε την κάνουν σερβίτσιο, τσαγιέρα και χαρτοπετσέτα. Ίσως παίρνουν έμπνευση από τον τρόπο που ντυνόταν η αριστοκρατία ‒και αυτό είναι κάτι συνηθισμένο‒, αλλά διαλέγουν την πιο «ανακατώστρα», το πιο αντισυμβατικό μέλος της. Μπορεί να είναι μια απάντηση στη γυναικεία υπερδύναμη, ένα χαριτωμένο σχόλιο πάνω στον συντηρητισμό, η ιστορία μιας πριγκίπισσας που όλα της πήγαν στραβά, αλλά εκείνη ‒αυθεντικά πάντα, της το δίνω αυτό‒ αντιδρούσε πάντα με τον δικό της, ευφάνταστο τρόπο. Όπως έγραψε όμως και η Hillary Mantel: «Ήταν μια νεαρή γυναίκα που υποτίμησε τα ψυχικά της αποθέματα και ενώ νόμιζε ότι κολυμπούσε μαζί με δελφίνια, ήταν περικυκλωμένη από καρχαρίες».
Λίγο πριν σταματήσουν να υπάρχουν πριγκίπισσες, μια αντίδραση είναι, αν μη τι άλλο, κατανοητή.