«Στη μόδα, δεν βρίσκεις μια ιστορία που να βγάζει νόημα κάθε σεζόν. Πολλές φορές έχεις ιδέες που σου αρέσουν, χωρίς να γνωρίζεις τι θα ήθελες να αφηγηθούν. Άλλες φορές, πάλι, όλα κουμπώνουν». Η Gabrielle Greiss, σχεδιάστρια μόδας γεννημένη στο Μόναχο, σπουδασμένη στο Central Saint Martins στο Λονδίνο και εγκατεστημένη σε μια αγροικία στη Νορμανδία, μιλάει βιωματικά. Μετά από μια καριέρα που εξελίχθηκε από τα ’90s σε παρασκηνιακές θέσεις δίπλα στη Martine Sitbon, στη Sonia Rykiel και στον Alber Elbaz, και μια μακρά θητεία οκτώ χρόνων στην Chloe (μέχρι το 2022), η Greiss αποφάσισε να χαρίσει στον εαυτό της μια παύση, για να ξαναβρεί μέσα της τις σωστές ιστορίες.
«Δούλεψα με δημιουργούς σαν τον Elbaz, που ανέπνεαν για τη μόδα. Τώρα, κάποιοι περιφέρονται και λένε ναι ή όχι σε προτάσεις άλλων. Σκεφτόμουν από καιρό να κάνω κάτι προσωπικό, κάτι που να έχει νόημα», έλεγε πέρσι σε μια μεγάλη παρουσίασή της στους «Financial Times». Και το βρήκε, μαζί με μια νέα καλλιτεχνική υπόσταση χάρη σε μια σειρά απογευματινών μαθημάτων ζωγραφικής και γλυπτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού.
Συνειδητά αποφεύγοντας τα αληθινά πολύτιμα πετράδια, για να διατηρήσει μια punk διάθεση στη δουλειά της, η Greiss σχεδιάζει κομμάτια σε μεγάλη κλίμακα, μια γλώσσα που την αισθάνεται περισσότερο δική της, και πρωτοτυπεί πουλώντας συλλογές των τριών ή πέντε κοσμημάτων ως πλήρη εξιστόρηση ενός μύθου.
H αυτοβιογραφία της Patti Smith, «Just Kids», της έδωσε την ιδέα του κοσμήματος. «Οι δυο τους (η Smith και ο Robert Mapplethorpe) σχεδίαζαν στο χαρτί και μετά σκάρωναν μενταγιόν απ’ ό,τι υλικό έπεφτε στα χέρια τους», λέει. Έτσι, μια γυναίκα που ποτέ δεν είχε σχετιστεί με κατοικίδιο άρχισε να σμιλεύει ζωόμορφα πλάσματα εμπνευσμένα από τους αλληγορικούς μύθους του Ζαν ντε λα Φοντέν και του Αισώπου. «Δεν με ενδιέφεραν τα χαριτωμένα ζωάκια που κρέμονται από μια αλυσίδα στον λαιμό. Η ιδέα μου ήταν να εικονογραφήσω γλυπτικά τους μύθους, όπως έκανα και όταν σχεδίαζα μόδα, που έπλαθα μια κατάσταση και δεν ταίριαζα απλώς ρούχα μεταξύ τους», δήλωνε την ίδια εποχή στο «Wallpaper».

Το δικό της illustration θέλησε να είναι τρισδιάστατο και να φοριέται σαν μικρές αλληγορίες που όλοι γνωρίζουμε από παιδιά. Αφού έπλασε πρώτα τις μορφές της σε κερί, τις χύτευσε σε μπρούντζο στο Παρίσι και άρχισε να δίνει μορφή σε μια εξελισσόμενη συλλογή κοσμημάτων με το όνομα «Μύθοι, και τα λοιπά» πριν από έναν περίπου χρόνο. Στο «Δωμάτιο των θησαυρών» (Schatzkammer), που μόλις λάνσαρε, η Greiss πρόσθεσε στο θηριοτροφείο της και παιδικές μνήμες από επισκέψεις σε βαυαρικά παλάτια με μυθικά θησαυροφυλάκια που την είχαν μαγέψει με την αφθονία τους. Έτσι, η μυθική ζωή των πλασμάτων που φαντάστηκε ο Αίσωπος απέκτησε χρώμα και πολυτέλεια: οι μαϊμούδες φορτώθηκαν με όνυχα και ροζ σεληνόλιθους και χόρεψαν με λεοπαρδάλεις ντυμένες με κόκκινο ίασπι, ενώ παγόνια με καμαρωτές ουρές από λαμπραντορίτες και λάπις λάζουλι βρέθηκαν στον ίδιο κήπο με αρκούδες από μαύρο όνυχα.


Συνειδητά αποφεύγοντας τα αληθινά πολύτιμα πετράδια, για να διατηρήσει μια punk διάθεση στη δουλειά της, η Greiss σχεδιάζει κομμάτια σε μεγάλη κλίμακα, μια γλώσσα που την αισθάνεται περισσότερο δική της, και πρωτοτυπεί πουλώντας συλλογές των τριών ή πέντε κοσμημάτων ως πλήρη εξιστόρηση ενός μύθου. Δηλαδή, αντί να αποκτήσει κανείς ένα δαχτυλίδι, παίρνει ένα συλλεκτικό σετ «Ο Λαγός και η χελώνα» που περιλαμβάνει μενταγιόν, βραχιόλι-χειροπέδα και δαχτυλίδι ή όλη την παρέα από «Το χελιδόνι και τα πουλιά» σε μορφή μπρασελέ και τριών δακτυλιδιών.

Τα φανταστικά της πλάσματα αιωρούνται από κεραμικά δένδρα-μινιατούρες ή δωρικούς κίονες που σχεδιάζει και κατασκευάζει η ίδια, και συνήθως «καδράρονται» σαν μικροί πίνακες σε bespoke κουτιά- βιτρίνες από καρπόξυλο που δημιουργεί για εκείνην ο Αμερικανός φίλος της Thomas Engelhart, σχεδιαστής άλλοτε για την Hermès.
Τα κοσμήματα αυτά, ενσωματώνοντας μόδα, τέχνη και αφήγηση, αναδεικνύονται σε συλλεκτικά, φέρνοντας στον νου αρχειακά κομμάτια της Elsa Schiaparelli από τις θρυλικές συλλογές της υψηλής ραπτικής του 1938, «Pagan» και «Circus», όπως μια σειρά από κολιέ που «μιμήθηκαν» διακοσμητικά φυλλώματα από πίνακες του Sandro Botticelli ή τα σουρεάλ τρισδιάστατα κουμπιά-ακροβάτες που είχε σχεδιάσει για τη Schiaparelli ο Jean Schlumberger.
«Γιατί να κλείσει κανείς τα κοσμήματα σε ένα συρτάρι όταν δεν τα φορά και να μην τα κρεμάσει στον τοίχο», καταλήγει δικαίως η Greiss.





