Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Halston παραμένει η επιτομή της αβίαστης αμερικανικής κομψότητας, το υπόδειγμα του σταρ σχεδιαστή που καταστράφηκε από τον υπέρμετρο εγωισμό του. Ένα ντοκιμαντέρ του CNN και μια σειρά του Netflix επιβεβαιώνουν την έμπνευση ενός διαχρονικού glamour και τα faux pas πίσω από τη σέξι εικόνα.
Το ντοκιμαντέρ «Halston» του Φρεντερίκ Τσενγκ ερευνά διεξοδικά τη δημόσια εικόνα και την επιχειρηματική οδύσσεια του πρώτου πραγματικά επιτυχημένου αυτοδημιούργητου Αμερικανού σχεδιαστή μόδας, του πολυπράγμονα designer που άνοιξε τον δρόμο για τις παγκόσμιες αυτοκρατορίες του Ραλφ Λόρεν και του Κάλβιν Κλάιν και τους δίδαξε, με τα λάθη του, πώς να μην αφήσουν την υπογραφή τους από τα μάτια τους και την επικαρπία της έμπνευσής τους να μετακυλίσει σε πολυεθνικούς κολοσσούς.
Αποφεύγοντας να εντρυφήσει στο μελετημένα μυστηριώδες παρελθόν του ευειδούς ψηλού χωριατόπαιδου από το Ντεμόιν της Άιοβα, ο Τσενγκ αξιοποιεί στο μέγιστο το λιγοστό διαθέσιμο οπτικό υλικό, καθώς οι νέοι μέτοχοι του πρώην οίκου Halston έσβησαν τις βιντεοκασέτες με τα shows του, αφού πρώτα πούλησαν τα περισσότερα ρούχα των κολεξιόν σε τυχάρπαστους αγοραστές από πείσμα και εκδικητική διάθεση, μετά από ένα πικρό διαζύγιο ‒ μια προδιαγεγραμμένη ασυμφωνία χαρακτήρων.
Ο επίλογος του μεγαλύτερου ονόματος στον χώρο της μόδας στα '70s, του ανθρώπου που έδειχνε να γλεντάει όσο κανείς τη γυαλιστερή κραιπάλη του Studio 54 παρέα με τα μοντέλα, τις διάσημες φίλες και την κακή επιρροή του Βενεζουελανού εραστή του, Βίκτορ Χιούγκο Γκαρσία, μοιάζει τόσο σοκαριστικός όσο και η αιφνίδια απόφαση του Χάλστον να γίνει ο πρώτος designer πρώτης γραμμής που σύναψε συμφωνία ενός δισεκατομμυρίου ‒απίστευτο ποσόν για το 1983‒ με τη μικροαστική αλυσίδα ρουχισμού, JC Penney.
Ο Χάλστον δεν ήταν μόνο ένα party animal με ελεύθερη είσοδο στη Studio 54 και απεριόριστη πρόσβαση στην κοκαΐνη, παρέα με τον σιωπηλό παρατηρητή Άντι Γουόρχολ και την εκτροχιασμένη φίλη του Μπιάνκα Τζάγκερ, αλλά ένας εργασιομανής designer που σχεδίαζε τα πάντα, από βαλίτσες και ανδρικά μέχρι στολές αεροπορικών εταιρειών και εθνικών ομάδων, με προοπτικές και φιλοδοξίες.
«Class goes mass» ήταν το σούσουρο της εποχής και όλοι συμφώνησαν πως ο εκλεκτός της Λάιζα Μινέλι, ο πρώην «καπελάς» που απογειώθηκε όταν πρότεινε το μάλλινο pillbox hat στην Τζάκι Κένεντι, ξεπούλησε ή τρελάθηκε, ή και τα δύο. Ο ίδιος υποστήριξε σθεναρά την επιλογή του, λέγοντας πως το όνειρό του ήταν να ντύσει ολόκληρη την Αμερική και, αγγίζοντας τις μάζες, να βελτιώσει το μέσο γούστο. Το Bergdorf Goodman, το πολυτελές πολυκατάστημα από το οποίο είχε ξεκινήσει ως στυλίστας και buyer, πέταξε άγαρμπα τη σειρά που φιλοξενούσε με τα ρούχα και τα αξεσουάρ του και ο Τύπος, που κάποτε τον αποθέωνε, έκρινε σκληρά την πρώτη του συλλογή για το «μπανάλ» JCPenney. Το τόλμημα αποδείχτηκε πολύ προχωρημένο για την εποχή και ο Χάλστον, αν και δεν το αποκήρυξε ακριβώς, το μετάνιωσε, βλέποντας τις αρνητικές συνέπειες που ήρθαν σαν ντόμινο να διακόψουν απότομα το άγγιγμα του Μίδα.
Ως jetsetter και θιασώτης του υψηλού και λεπτού, έκοψε βίαια τον λώρο με ό,τι είχε δημιουργήσει επιμελώς επί δεκαετίες, σαν να ήθελε να αποδείξει πως εκείνος γνώριζε πρώτος απ' όλους το επόμενο βήμα, και το προεξοφλούσε χωρίς συμβούλους και επιτροπές ελέγχου. Ως έναν βαθμό, είχε δίκιο να το πιστεύει: ήταν εκείνος που καινοτόμησε, καταργώντας οτιδήποτε μη λειτουργικό, υφάσματα που δεν γλιστρούσαν, πόρπες που δεν κούμπωναν, φερμουάρ που δεν έκλειναν, υφάσματα που δεν βοηθούσαν τη γυναίκα να κινηθεί με τον τρόπο που ήθελε.
Βλέποντας τη δεκαετία του '60 να ευνοεί το casual, προετοιμάστηκε για να αναβαθμίσει την υψηλή ραπτική σε ένα πρωτόφαντο επίπεδο χρηστικότητας, ξαναβαφτίζοντας το επίσημο φόρεμα σε μια αισθητική σέξι (αλλά ντυμένης) βραδινής σαγήνης για όλες τις ώρες και τις περιστάσεις. Με αεράτες τουαλέτες και άνετα παντελόνια, τα οποία πίστευε πολύ ‒και ορθώς προφήτευσε πως ήρθαν για να μείνουν‒, λάνσαρε με αυτοπεποίθηση μια γραμμή μακριά από τις στεγνές δομές των καθιερωμένων μετρ και κυρίως έφερε μια μικρή επανάσταση, κόβοντας την τυπική γεωμετρική γραμμή με την εμπνευσμένη διαγώνιο (bias), ρίχνοντας το ύφασμα πάνω στη γυναίκα, αντί να τη χωρέσει αυστηρά και αρχιτεκτονικά μέσα σε αυτό.
Το οξύμωρο ήταν πως για την πρώτη του σημαντική κολεξιόν στρατολόγησε έναν από τους σπουδαιότερους σχεδιαστές μόδας όλων των εποχών, τον Βρετανο-αμερικανό Τσαρλς Τζέιμς. Ο Χάλστον θεωρούσε τον Τζέιμς δάσκαλο και ομολογούσε πως ήταν ο μοναδικός που τον επηρέασε βαθιά, αν και το στυλ του δεν έμοιαζε καθόλου με τα απίστευτων τεχνικών απαιτήσεων δύστροπα βραδινά φορέματα του προτύπου του. Ένας από τους λόγους που τον προσέλαβε, εκτός από το να καρπωθεί τις πρακτικές γνώσεις του, ήταν για να τον βοηθήσει, όταν έμαθε πως αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες.
Η συνεργασία αποδείχτηκε εσφαλμένη και όταν ο Τζέιμς πελαγοδρομούσε, καθυστερώντας να βγάλει παραγωγή, έσπασαν τη συνεργασία και χάλασαν τις καρδιές τους ‒ λίγο αργότερα, ο Τζέιμς δήλωνε πως ο Χάλστον δεν ήταν παρά ένας στυλίστας που ξέρει να επιλέγει τα κατάλληλα ρούχα για κάθε περίσταση, αδειάζοντάς τον άκομψα.
Σίγουρος πλέον πως δεν έχει κανέναν ανάγκη, πορεύτηκε σόλο και μετέτρεψε τα γραφεία του στο Olympic Tower της Νέας Υόρκης σε ορμητήριο αυτοκρατορικών διαστάσεων και το σπίτι του, ένα από τα ελάχιστα μοντέρνα δείγματα της πόλης, σε ησυχαστήριο που αντανακλούσε την ξεχωριστή του περσόνα. Σε όλες τις φάσεις των θριάμβων και των κλυδωνισμών, οι halstonettes, μούσες και ακόλουθοι, από την εξωφρενική αρτίστα και μετέπειτα αρχιπωλήτρια στο κατάστημά του, Πατ Αστ, ως τη Μινέλι, την Αντζέλικα Χιούστον, τη σχεδιάστρια κοσμημάτων Έλσα Περέτι και το μοντέλο Πατ Κλίβελαντ, που μιλά συγκινημένη στο ντοκιμαντέρ, τον επικροτούσαν και τον στήριζαν χωρίς περιστροφές, συνοδεύοντάς τον στα ταξίδια του και, φυσικά, στις πρεμιέρες και τα κλαμπ ‒ ήταν από τους πρώτους που κατάλαβαν πως κοσμικές και ηθοποιοί ήταν η ιδεωδέστερη και πιο ανέξοδη διαφήμιση.
Ο Χάλστον δεν ήταν μόνο ένα party animal με ελεύθερη είσοδο στη Studio 54 και απεριόριστη πρόσβαση στην κοκαΐνη, παρέα με τον σιωπηλό παρατηρητή Άντι Γουόρχολ και την εκτροχιασμένη φίλη του Μπιάνκα Τζάγκερ, αλλά ένας εργασιομανής designer που σχεδίαζε τα πάντα, από βαλίτσες και ανδρικά μέχρι στολές αεροπορικών εταιρειών και εθνικών ομάδων, με προοπτικές και φιλοδοξίες, ο πρώτος Αμερικανός που επιχείρησε δυναμικά το άνοιγμα στην αγορά της Κίνας, έχοντας εντυπωσιάσει με το στυλ της δουλειάς του σνομπ συναδέλφους του, όπως ο Ιβ Σεν Λοράν, μετά το φαντασμαγορικό, pitch perfect σε τόνο και διάταξη show του στην περίφημη «Μάχη των Βερσαλλιών», την πρώτη φορά που αναμετρήθηκαν Γάλλοι και Αμερικανοί σχεδιαστές στο παραδοσιακό άντρο της μόδας. Και το έκανε με τους όρους του και το πνεύμα που είχε εμποτίσει τα μοντέλα που χρησιμοποιούσε τακτικά ‒ ο πρώτος με πολλές κοπέλες αφρικανικής καταγωγής στο ρόστερ του.
Ο Τσενγκ δραματοποιεί πολλά χαμένα κομμάτια, χρησιμοποιεί ηθοποιούς για να συνδέσει με μια κάπως αμήχανη πλοκή τη ζωή και τις σχέσεις του Χάλστον, εκτός από τις συνεντεύξεις με τους ανθρώπους που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πορεία του, και επιμένει στην πλευρά των πολύπλοκων business που τον αφορούν. Για τους ανθρώπους που παρακολουθούν τέτοιου είδους ταινίες για να μάθουν μόνο κουτσομπολιά και πτυχές της μόδας που δεν καλύπτονται από τα sites και το βίντεο στο Διαδίκτυο ίσως φανεί βαρετή η μεγάλη παρένθεση, ωστόσο δίνει διάσταση στην πτώση ενός φαινομενικά ακλόνητου success story.
Επειδή ο Χάλστον έπραττε χωρίς προηγούμενο, δεν φαντάστηκε πως η εξαγορά περιέκλειε τον αποκλεισμό του από τον δημιουργικό έλεγχο και δεν διανοήθηκε πως, μαζί με την ακίνητη και την πνευματική περιουσία, είχε εκχωρήσει το ίδιο του το όνομα, συνεπώς και το δικαίωμα να σχεδιάζει αυτοπροσώπως ‒ το ντοκιμαντέρ στέκει ως παράδειγμα στον χώρο, και μάλιστα ως τραγική ιστορία.
Δείτε το τρέιλερ του ντοκιμαντέρ Halston
Η ανιψιά του, κόρη του αδελφού του, είναι η μοναδική συγγενής που μιλά γι' αυτόν. Ο Χάλστον την είχε βάλει στη δουλειά και ήταν εκείνη που περιέγραψε γλαφυρά πώς αισθανόταν τις μοναχικές στιγμές πριν τον κλειδώσουν έξω, ένας μελαγχολικός γίγαντας σκυμμένος στο γραφείο, με την κούραση να μεγεθύνεται από τους καθρέφτες που τον περικύκλωναν, ειρωνικά σύμβολα της αδάμαστης αυτοπεποίθησής του. Τη φρενήρη δημιουργικότητα των '70s διαδέχτηκε ο corporate πραγματισμός των χρηματιστηριακών '80s και ο Χάλστον έπεσε θύμα της απερίσκεπτης μεγαλομανίας του, αλλά και του AIDS.
Όταν αποσύρθηκε, αρχικά στο Μόντοκ και στη συνέχεια στη διακριτική αγκαλιά των συγγενών του, στο Σαν Φρανσίσκο, οι δικοί του άνθρωποι τον φαντάζονταν να οδηγεί ανέμελα με την ανοιχτή Rolls του στην ηλιόλουστη Καλιφόρνια, απολαμβάνοντας τα πλούτη που αποταμίευσε, ενώ εκείνος δεν δέχτηκε να δει παλιούς συνοδοιπόρους, παίρνοντας μαζί του μια πάμφωτη εποχή πολυτέλειας και κομψής υπερβολής.
Ήσυχος, αν και ανήμπορος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τον σχεδιασμό, πέθανε από επιπλοκές της νόσου στις 26 Μαρτίου του 1990. Ο Τομ Φορντ, και όλοι οι μεταγενέστεροι σχεδιαστές που προέβαλαν ένα σύμπαν ολοκληρωμένης πολυτέλειας μέσα από τις συλλογές και τις δημιουργίες τους, του χρωστάνε τα πάντα.
Για λογαριασμό του Netflix ο Ράιαν Μέρφι του «American Horror Story», του «Glee» και του «Feud» επιμελείται μια μίνι σειρά που εστιάζει στη ζωή και στο έργο του Χάλστον, βασισμένη στο «Simply Halston» του Στιβ Γκέινς ‒ είναι τόσο μεγάλο το προνόμιο που απολαμβάνει ο Μέρφι των 300 εκατομμυρίων, που απλώς ζήτησε να διασκευάσει ένα βιβλίο το οποίο το Netflix είχε απορρίψει μερικά χρόνια νωρίτερα, και το δίκτυο συμφώνησε αμέσως!
Το teaser και οι πρώτες εικόνες έχουν κυκλοφορήσει και, βλέποντας τον Γιούαν ΜακΓκρέγκορ στον ομώνυμο ρόλο, είναι να απορεί κανείς πώς είναι δυνατόν να έχει γίνει τέτοιο κάστινγκ: ο ψηλός, λυγερός, μαγνητικός, έντονος, αλλά τελικά συμπαθής μέσα στην εγωπάθειά του, Χάλστον, με τη χαρακτηριστική προσποίηση στην προφορά, σαν αριστοκράτης των Μεσοδυτικών Πολιτειών, και τις self concious κινήσεις, ένα κράμα σοφιστικέ Πίτερ Ο'Τουλ και επαρχιώτη Τζίμι Στιούαρτ που γλιστράει στον χώρο και τις λεπτομέρειες, δεν έχει, σε εμφάνιση και αέρα, απολύτως καμία σχέση με τον Σκωτσέζο ηθοποιό, ο οποίος δεν είναι και ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις της γενιάς του... Μέχρι του χρόνου, που θα μεταδοθεί η σειρά, υπομονή.
Στο Halston του Netflix πρωταγωνιστεί ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ
σχόλια