Σκεφτείτε τη Νέα Υόρκη αρχές Σεπτέμβρη. Και μετά, μια μεγάλη, αχανή αίθουσα, παλιά αποθήκη, με αυτά τα κόκκινα βιομηχανικά τούβλα και αυτό το καφέ που δεν θα δεις στα μέρη μας. Μεγάλη, επιβλητική, όχι «fancy», ίσως λίγο «artsy», αλλά δωρική και τίμια. Σκεφτείτε τώρα 3-4 σειρές που αναπτύσσονται κατά πλάτος με διαφορετικά, ετερόκλητα, παλιομοδίτικα λευκά έπιπλα κήπου. Οι σειρές είναι ομαδοποιημένες, δεν έχουν τάξη ούτε είναι ευθυγραμμισμένες. Φερ φορζέ πολυθρόνες, κουνιστές καρέκλες, μεγάλες ξαπλώστρες και σκαμπό μπαρ. Ο κόσμος της μόδας της Νέας Υόρκης μάταια προσπαθεί να κρύψει πόσο άβολα νιώθει.
Τα φώτα κλείνουν απότομα, ακούγονται οι πρώτες νότες του «Dream a little dream of me» και σε μια γνήσια Μπομπ Φος στιγμή η αυλαία ανοίγει για να βγουν 62 μοντέλα μαζί, κατευθυνόμενα προς τους θεατές, που συνεχίζουν να κάθονται στα παλιομοδίτικα έπιπλα κήπου. Κάθε μοντέλο είναι ντυμένο διαφορετικά, σαν να ήταν το «Velvet Goldmine» ένα φωτεινό μιούζικαλ στη Νέα Υόρκη. Τα μοντέλα συνεχίζουν να «ορμούν» στο κοινό, το προσπερνούν σαν να μην υπάρχει, σαν φαντάσματα, και εξαφανίζονται.
Στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που οι παρευρισκόμενοι αρχίζουν να αναρωτιούνται αν η επίδειξη του Marc Jacobs για το καλοκαίρι του 2020 έχει μόλις τελειώσει, τα μοντέλα βγαίνουν πάλι ένα-ένα, περπατώντας μπροστά από το κοινό. Κάποιες κοπέλες περπατούν γρήγορα, άλλες λικνίζονται με το πάσο τους, άλλες δίνουν φιλάκια στο κοινό και χαιρετιούνται μεταξύ τους. Το «Dream a little dream of me» παίζει σε επανάληψη και τα κορίτσια φοράνε ρούχα σαν να έχουν βγει από την πολύχρωμη νιότη της Μπάρμπρα Στρέιζαντ, μια ονειρική σεβεντίλα φωτεινή, πολύχρωμη, χαρούμενη, αισιόδοξη, μοντέρνα και απίθανα κουλ. Δεν υπάρχουν δύο μοντέλα που να έχουν το ίδιο make up, κάθε κορίτσι έχει βγει να περπατήσει με το δικό του στυλ. Τα ρούχα, με έναν περίεργο τρόπο, είναι άχρονα και μοντέρνα μαζί, χωρίς ηλικία και για όλα τα μεγέθη.
O Marc Jacobs ήταν εδώ όταν δεν υπήρχαν social media, όταν ήρθαν οι πρώτοι fashion bloggers, όταν στη Νέα Υόρκη υπήρχαν οι Δίδυμοι Πύργοι, όταν υπήρχε η ιστορική μπουτίκ Charivari που ζητούσε να φτιάχνει ρούχα μόνο γι' αυτήν, και όταν μπορούσες να καθυστερήσεις ένα σόου 2 ώρες.
RUNWAY SPRING 2020 MARC JACOBS
Ο Marc Jacobs δεν ήταν ποτέ ο αγαπημένος μου σχεδιαστής γιατί άργησα πολύ να καταλάβω τη γυναίκα που έντυνε. Άργησα όμως πολύ να καταλάβω και τις γυναίκες της Νέας Υόρκης, κομμάτι της τοπικής ιντελιγκέντσιας, που αθώα ή με έπαρση θα διάλεγαν μια σιφόν διάφανη μπλούζα κεντημένη στο χέρι για να τη φορέσουν με σαγιονάρες. Μεγαλώνοντας, έμαθα να παίρνω τον εαυτό μου πολύ στα σοβαρά κι αυτό μου ήταν αδύνατο να το αφήσω να περάσει έτσι, όπως καταλαβαίνετε.
Το πρόβλημα εντάθηκε γιατί τη στιγμή που εγώ ξεκίνησα να καταλαβαίνω τον Marc (και να σταματήσω να παίρνω τόσο στα σοβαρά τον εαυτό μου), εκείνος σταμάτησε να καταλαβαίνει τον εαυτό του. Είχαμε μεγαλώσει και οι δύο, είχαν περάσει και πολλά χρόνια ‒ για εκείνον, σχεδόν τριάντα. O Marc Jacobs ήταν εδώ όταν δεν υπήρχαν social media, όταν ήρθαν οι πρώτοι fashion bloggers, όταν στη Νέα Υόρκη υπήρχαν οι Δίδυμοι Πύργοι, όταν υπήρχε η ιστορική μπουτίκ Charivari που ζητούσε να φτιάχνει ρούχα μόνο γι' αυτήν, και όταν μπορούσες να καθυστερήσεις ένα σόου 2 ώρες. Όταν η Νέα Υόρκη ζούσε ίσως την καλύτερη στιγμή της στη μόδα. Ήταν εκεί, ήταν το πιο λαμπερό παιδί και κάπως του τα συγχωρούσαν όλα γιατί τον λάτρευαν.
«Ιs Marc Jacobs a luxury?»: Είναι μία από τις συνηθισμένες ερωτήσεις στο Google search σχετικά με το όνομά του. Σουφρώνεις τα χείλη και σκέφτεσαι πως αυτός είναι ο άνθρωπος που έφερε το grunge στις πασαρέλες (και απολύθηκε γι' αυτό), έχτισε αυτό που είναι ο Louis Vuitton σήμερα, φωτογράφισε τη Βικτόρια Μπέκαμ μέσα σε σακούλες από την μπουτίκ του, «έχτισε» κορμί σούπερ ήρωα και τώρα έχει στην αγορά ένα βιβλίο γεμάτο με τα σκίτσα από τις συλλογές του τα τελευταία 25 χρόνια από το χέρι της Grace Coddington. Και πάλι, όμως, η ερώτηση ακούγεται σωστή για έναν σχεδιαστή που το μεγαλύτερό του ελάττωμα είναι πως δεν έχει ένα χαρακτηριστικό στυλ. Δεν έχει μανιέρα, δεν ξέρεις πώς και τι θα είναι η επόμενη συλλογή του και δεν θα τον αναζητήσεις για να βρεις ένα συγκεκριμένο πράγμα να φορέσεις. Πας εκεί για τη σύνδεση.
Γιατί αυτό ήταν που άργησα να καταλάβω. Δεν ήταν τα ρούχα ‒αν και είναι ένας εξαιρετικός τεχνίτης‒, ήταν αυτή η σύνδεση που χάριζε απλόχερα. Η σύνδεση της γυναίκας με μια ιστορία, με τη Νέα Υόρκη, με το σήμερα, με αυτό που ήθελε να ζήσει ή να εξερευνήσει μαζί με τις φίλες τους. Ο Marc Jacobs ήταν συνεργός σε αυτήν την περιπέτεια, δεν σε έκρινε, αντίθετα σε ενθάρρυνε να κάνεις αυτό που ήθελες με όλους τους πιθανούς τρόπους, πάντα ραμμένο ωραία, πάντα έξυπνα σικ.
Το ταλέντο του, λοιπόν, υπήρχε πάντα, οι φίλες του μεγάλωναν και κάπου ο Marc έχασε αυτήν τη σύνδεση. Δεν καταλάβαινε τα social media, δεν τρελαινόταν με τις νέες ταχύτητες, πράγματα που οι νεότερες γενιές αντιλαμβάνονται άμεσα. Κι αυτό είναι πλήγμα αν σκεφτείς πως ο Marc Jacobs είχε πάντα την πετριά του «νεανικού» σχεδιαστή. Προσπαθούσε να «καταλάβει» τη νεότερη γενιά, ενώ έχανε τη σύνδεση με τις φίλες του.
Οι συλλογές γινόντουσαν όλο και πιο ασαφείς, μπερδεμένες. Τα ρούχα έχαναν αυτό που είχαν πάντα ‒ το ότι ήταν φορέσιμα. Συνέχισε να καθυστερεί τα σόου, αλλά δεν του το συγχωρούσε κανείς πλέον. Κάποιοι σταμάτησαν να πηγαίνουν. Η σειρά ρούχων για τις νεότερες ηλικίες Μarc by Μarc Jacobs έκλεισε. Η εταιρεία δεν μπήκε στο Χρηματιστήριο και είχε χασούρα πάνω από 50 εκατομμύρια.
Στο μυαλό του κοινού υπάρχει η ίδια ερώτηση: «Ιs Marc Jacobs a luxury?».
Η σύνδεση του Marc Jacobs με τη νεότερη γενιά δεν έγινε ποτέ τελικά μέσω των ρούχων του. Έφτασε καμαρωτή-καμαρωτή από τα ‒ομολογουμένως εξαιρετικά‒ καλλυντικά του. Χτύπησε κέντρο στην καρδιά της νεότερης γενιάς, δηλαδή το beauty, δουλεύοντας πάντα πάνω στις αξίες που πρεσβεύει εδώ και 30 χρόνια, την ανάγκη καθενός μας να είναι διαφορετικός. Ενώ, λοιπόν, η σειρά των καλλυντικών έσκιζε με σταθερά βήματα, το 2017 ο οίκος βρέθηκε σε εκείνο το σκοτεινό μεταίχμιο όπου κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς θα γινόταν.
Στο δικό μου μυαλό, ο Marc Jacobs εκείνη ακριβώς τη στιγμή χάιδεψε το τατουάζ του που γράφει «Perfect», υπενθύμιση πως είναι τέλειος, ούτως ή άλλως. Και μετά αποδέχτηκε τον ρόλο του κουλ θείου στο τραπέζι της μόδας στη Νέα Υόρκη. Επέστρεψε στη φίλη του Γουινόνα Ράιντερ και έφαγαν ένα βράδυ στο σπίτι του. Βρήκε κάποιον που τον αγάπησε και αποφάσισε να τον παντρευτεί. Δεν ξαναπροσπάθησε να προσεγγίσει τη «νεολαία», ξεκίνησε να κάνει τα πράγματα με τον τρόπο που ήξερε καλύτερα. Γύρισε στα βασικά, σταμάτησε τις σπατάλες. Εξασφάλισε την υποστήριξη του αφεντικού του ‒o οίκος ανήκει στον όμιλο LVMH, γνωστό για τη στρατηγική του να επιμένει σε brands που δεν αποφέρουν μέχρι να «γυρίσει» ο τροχός‒ και ασχολήθηκε ξανά με τις λεπτές συνδέσεις.
Τον χειμώνα που μας πέρασε, εξαιρετικά ακριβής και στην ώρα του, έκανε την πασαρέλα για μια υπέροχη χειμερινή συλλογή στο ίδιο μέρος που έδειξε πριν από λίγες μέρες την καλοκαιρινή. Στο Park Avenue Armory έφερε πίσω την Κρίστι Τέρλινγκτον μέσα σε ένα φόρεμα από φτερά στην πιο τρυφερή απόχρωση του καφέ, εξέδωσε την grunge συλλογή του 1993 ακριβώς όπως ήταν τότε, για να συνδεθεί και πάλι με αυτό που ήταν. Πήρε το ρίσκο να πει ξανά την ιστορία του και, καθώς βουτούσε πιο βαθιά σε αυτό που είναι σήμερα, 56 χρονών, λαμπερός και τέλειος, βρήκε κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Συνδέθηκε με τη στιγμή όταν, 18 χρόνια πριν, ετοίμαζε τη συλλογή του, εμπνευσμένη από τη δεκαετία του '70, και οι Δίδυμοι Πύργοι άλλαξαν τη ζωή όλων στην Αμερική. Πήρε τη στιγμή εκείνη και τη συνέδεσε με το σήμερα, αποχαιρετώντας όλους αυτούς που έφυγαν. Σαν να προαναγγέλλει την αναγέννηση όλης της βιομηχανίας της μόδας της Αμερικής κατά τη διάρκεια της Εβδομάδας Μόδας της Νέας Υόρκης. Το θέμα πια δεν είναι τα νέα ρούχα ως κάτι που απλώς βλέπεις αλλά ως ένας καινούργιος τρόπος να υπάρχεις μέσα σε αυτά. Και είναι το μόνο δώρο που μπορεί να προσφέρει η αμερικάνικη μόδα στο κοινό της σήμερα.
«Ιs Marc Jacobs a luxury?»: Αλλά πια, τι σημαίνει σήμερα πολυτέλεια;